Ευλόγως μπορεί κανείς να αναρωτηθεί γιατί μιλάμε για «νέα εποχή Ερντογάν», απ’ τη στιγμή που ο τούρκος πρόεδρος είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της χώρας επί 20 χρόνια. Σήμερα, όμως, ο Ερντογάν δεν ανανέωσε απλώς την εντολή να κυβερνήσει. 100 χρόνια μετά την Ιδρυση της Δημοκρατίας, εν μέσω μιας ασταθέστατης παγκόσμιας συγκυρίας, ο επανεκλεγείς ηγέτης, πιο ισχυρός από ποτέ, κρατά τα κλειδιά αυτού που ο ίδιος έχει αποκαλέσει «Αιώνα της Τουρκίας».
«Ανοίξαμε την πόρτα ενός νέου αιώνα», ήταν τα πρώτα λόγια του Ερντογάν από την Κωνσταντινούπολη. Ανοίγει γι’ αυτόν η αυλαία μιας νέας εποχής, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα θα καταστεί ηγέτιδα δύναμη της ευρύτερης περιοχής- μια δύναμη που θα δεσπόζει σε όλα τα επίπεδα, που δεν θα ακολουθεί, αλλά θα δημιουργεί προϋποθέσεις και συνθήκες, κυριαρχώντας εν τέλει στις εξελίξεις. Ο «Αιώνας της Τουρκίας» αφορά εκ των πραγμάτων και την Ελλάδα, η οποία είναι το ισχυρότερο εμπόδιο κατά του τουρκικού αναθεωρητισμού προς δυσμάς. Η εγκαθίδρυση του Ερντογάν στην εξουσία για ακόμα μια πενταετία, μπορεί για πολλούς στην Αθήνα να ήταν προτιμητέα, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι κρύβει πολλούς κινδύνους. Κι ελάχιστες ευκαιρίες.
Εχει συμβεί και στο παρελθόν. Όταν τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία υπάρχουν νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις, αλλά και καθώς τους τελευταίους μήνες η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών έχει αποκλιμακωθεί συστηματικά με εκατέρωθεν πρωτοβουλίες, επίκεινται περαιτέρω εξελίξεις. Αυτό, άλλωστε, έχει σχεδόν προαναγγελθεί και απ’ τις δύο πρωτεύουσες, ενώ παραλλήλως αυξάνονται οι αντίστοιχες διεθνείς πιέσεις, προερχόμενες απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Η προοπτική αυτή λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, καθώς η Δύση είναι αναμεμειγμένη σε μια σειρά από μέτωπα- με πλέον επικίνδυνο αυτό της Ουκρανίας, γεγονός που καθιστά τη συνοχή του ΝΑΤΟ ως προαπαιτούμενο για τη συνέχεια.
Η Αθήνα πόνταρε πολλά τους τελευταίους μήνες στη στρατηγική προσέγγισης με την Άγκυρα. Η βάση του σκεπτικού ήταν ότι καθώς η ρημαγμένη απ’ τον σεισμό Τουρκία θα αναζητούσε γέφυρες με τις μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες θα προέκυπτε και ευκαιρία αναπλαισίωσης της σχέσης με την Ελλάδα. Τα επιχειρήματα της ελληνικής διπλωματίας υπέρ της σύγκλισης είναι τρία: Πρώτον ότι ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες ενός θερμού επεισοδίου, το οποίο κατά κύριο λόγο θα μπορούσε να προκληθεί από ένα ατύχημα στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο. Δεύτερον, ότι η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται σε διπλωματική εγρήγορση και επαφή με τους Τούρκους, προκειμένου να μην γίνει το «θύμα» σε ένα πιθανό δούναι και λαβείν της Αγκυρας με τη Δύση, ώστε η πρώτη να επανέλθει με τα δύο πόδια στο νατοϊκό στρατόπεδο. Τρίτον ότι λαμβάνοντας τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, η Αθήνα θα αποφύγει το απευκταίο ενδεχόμενο να βρεθεί σε ένα τραπέζι διαλόγου αντιμέτωπη με τη μακρά λίστα των τουρκικών διεκδικήσεων- θα μπορέσει δηλαδή να πείσει την Αγκυρα να διαπραγματευτεί απλώς και μόνο τη μοναδική διαφορά που αυτή αναγνωρίζει, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.
Το όλο σκεπτικό είναι καλοπροαίρετο και κυρίως ν’ αναδεικνύει όχι τόσο τη διάθεση της Ελλάδας για διάλογο με την Τουρκία, αλλά κυρίως την πεποίθηση ότι πρέπει να υπάρχουν ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας ώστε ν’ αποφεύγονται τα χειρότερα. Διατρέχεται όμως από ένα βασικό έλλειμμα: Η υλοποίησή του βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις προθέσεις του Ταγίπ Ερντογάν. Και προϋποθέτει ότι ο Τούρκος πρόεδρος, στην άνευ απροόπτου τελευταία θητεία του, θα αλλάξει άρδην τη στρατηγική του- θα αφήσει δηλαδή στο περιθώριο την πολιτική του έναντι της Ελλάδας και εν τέλει θα ανατρέψει την αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.
Υπάρχουν, όμως, πολλοί που να πιστεύουν ότι ο τούρκος πρόεδρος θα εγκαταλείψει το νέο-οθωμανικό όραμά του, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η περίφημη «αποτίναξη των δεσμών της Λωζάννης»; Θα αφήσει πίσω του την επεκτατική πολιτική, η οποία έχει εκφραστεί ήδη σε Κύπρο, Συρία, Λιβύη και Καύκασο; Θα απενεργοποιήσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο αποτελεί το πρώτο έμπρακτο βήμα για την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και την υλοποίηση του θεωρήματος της Γαλάζιας Πατρίδας; Ή μήπως θα αποσύρει τα διπλωματικά διαβήματα στον ΟΗΕ για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, τα οποία για τους Τούρκους θεωρούνται ως απειλή κατά της ενδοχώρας του; Όλα αυτά- κι ακόμα περισσότερα που αφορούν την Κύπρο και τα Βαλκάνια- πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι συμπεριλαμβάνονται στο όραμα του «Αιώνα της Τουρκίας». Η Τουρκία θέλει να είναι αυτή που κυριαρχήσει στη γύρω της ευρύτερη περιοχή και σε ακτίνα πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων. «Σήμερα γράφουμε Ιστορία… Από εδώ (σσ: την Κωνσταντινούπολη) ξεκινήσαμε, από εδώ θα συνεχίσουμε», φώναξε ο Ερντογάν από το μπαλκόνι του σπιτιού, λίγο παρακάτω από εκεί που μεγάλωσε, προσθέτοντας σε φιλοπολεμικό κλίμα: «Θα είμαστε μαζί σας μέχρι τον τάφο». Οβιδιακές μεταμορφώσεις, ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτή του Ερντογάν δεν προβλέπονται.
Δεν έχει περιθώρια ο τούρκος πρόεδρος να κάνει πίσω. Τώρα πια έχει βάλει πλώρη για να μπει πλάι στο κάδρο του Κεμάλ Ατατούρκ. Να είναι αυτός που θα παραδώσει την Τουρκία μεγαλύτερη απ’ ό,τι την παρέλαβε. Ολα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα θα είναι το εύκολο θύμα στις ορέξεις του Ερντογάν. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει έτσι, καθώς το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι το ίδιο με το παρελθόν. Πολλά θα εξαρτηθούν απ’ την πορεία που θα λάβουν ευρύτερα οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Αν όπως όλα δείχνουν η Τουρκία συνεχίσει να απομακρύνεται απ’ το νατοϊκό περιβάλλον, τότε και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα εκτραχύνονται όλο και περισσότερο. Κι αυτό θα γίνει ανεξαρτήτως αν τους επόμενους μήνες δούμε αυξημένη διάθεση συγκλίσεων, που μπορεί να αποτυπωθεί με συναντήσεις κορυφής, επανέναρξη συνομιλιών ή αποδοχή αυτόκλητων μεσολαβητών.
Οι μεγάλοι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι δύο: Είτε να συρθεί σε μια διαπραγμάτευση, η οποία εμμέσως ή σαφώς θα νομιμοποιήσει στο σύνολό της την τουρκική αναθεωρητική ατζέντα, είτε να αρνηθεί να καθίσει στο τραπέζι ενός τέτοιου διαλόγου και να χρεωθεί αυτή το «ναυάγιο» μιας διαδικασίας που δεν ξεκίνησε ποτέ. Κι ως γνωστόν, όποιος χρεωθεί την αποτυχία, πρέπει να είναι έτοιμος να χρεωθεί και τις επιπτώσεις της. Η Ελλάδα, η Ευρώπη και η Δύση πρέπει πια να εμπεδώσουν ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, με μαέστρο τον Ερντογάν δεν είναι παροδικός. Ηρθε για να μείνει. Κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, με τον οποίο όμως πρέπει να μάθουμε να ζούμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News