Οσο και αν έχει πολιτικοποιηθεί η συζήτηση γύρω από τη διαχείριση της πανδημίας, στην πραγματικότητα, μόνο η επιστημονική κοινότητα μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Μαζί με τον μεταλλαγμένο κίνδυνο, επανέρχεται και ένα ζήτημα που τον προηγούμενο καιρό είχε κάπως υποχωρήσει από το προσκήνιο: ο ρόλος της επιστημονικής επιτροπής στη διαμόρφωση της πολιτικής διαχείρισης του κορονοϊού.
Κάθε κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να καταστρώσει –σε συνεργασία με μια επιστημονική επιτροπή– μια πολιτική, βάσει γνωμοδοτήσεων για εκείνα ακριβώς τα, ουκ ολίγα, ζητήματα που υπερβαίνουν την «παραδοσιακή» πολιτική ύλη. Οι ανησυχίες που εκφράζονται για αυτού του είδους την πολιτική, ως έναν βαθμό, είναι κατανοητές και αναμενόμενες, αν και συχνά, όσοι τις εκφράζουν δεν λαμβάνουν καθόλου υπ’ όψιν ότι οι ανάγκες τού σήμερα δεν επιτρέπουν σε μια εξουσία να λαμβάνει αξιόπιστες αποφάσεις χωρίς προηγούμενη επιστημονική διαφώτιση.
Εκεί ακριβώς που η πολιτική εξουσία μοιάζει να εκφεύγει ανεπίτρεπτα από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού, σε εκείνο ακριβώς το σημείο, γίνεται αντιληπτό το αναπόφευκτο του χαρακτήρα της προσφυγής στους ειδικούς. Τα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ένα σύγχρονο κράτος ξεπερνούν την ιδεολογία ως αποκλειστικό παράγοντα διαμόρφωσης της πολιτικής δράσης.
Υπάρχουν βεβαίως και οι πολιτικές αποφάσεις, βάσει της όποιας κομματικής ιδεολογίας, αλλά η αντιμετώπιση της πανδημίας δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια για ιδεολογικά διαμορφούμενη πολιτική. Είναι όμως η τόσο στενή συνεργασία με τους επιστήμονες προϊόν της πανδημίας ή απλώς τώρα άρχισε να απασχολεί την κοινή γνώμη;
Κάθε νόμος έχει σκοπό τη ρύθμιση ενός συγκεκριμένου τομέα κοινωνικής ή οικονομικής δραστηριότητας. Οι νόμοι τού σήμερα, όμως, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ρυθμιστέα κοινωνικοοικονομική υποδομή η οποία παρουσιάζει ραγδαία πρόοδο. Πάντοτε υπήρχε αυτό το ζήτημα καθώς η ανθρωπότητα προχωρά, αλλά η τόσο άμεση –ακόμα και εν μια νυκτί– πρόοδος που συντελείται σε τομείς της ζωής μας είναι πρωτοφανής και απαιτεί από εκείνους που νομοθετούν να καταφέρουν να διατυπώσουν κανόνες που θα είναι σε θέση να τιθασεύσουν αυτήν τη δράση.
Τόσες και τόσες νεοεμφανιζόμενες έννοιες, όπως τα κρυπτονομίσματα και η τεχνητή νοημοσύνη, έχουν προσφάτως αιφνιδιάσει τη νομοθετική εξουσία και εν συνεχεία τη δικαστική, η οποία κλήθηκε να δώσει τις απαντήσεις και να προστατεύσει όποιον χρειάστηκε προστασία.
Ξεκινώντας από τα τεχνολογικά επιτεύγματα, για τα οποία, αν κάτι είναι σίγουρο, αυτό είναι το ότι δεν μπορούμε εξ αρχής να γνωρίζουμε τι είδους προβλήματα μπορεί να δημιουργήσουν. Τα προβλήματα θα γίνουν γνωστά μόνο μέσα από την εμπειρία της χρήσης τους· χρήση καλή και κακή. Η αυτόνομη οδήγηση, για παράδειγμα, είναι ένα από τα φλέγοντα ζητήματα τα οποία προκαλούν εξαιρετική δυσχέρεια στον νομοθέτη, καθώς μέρα με την ημέρα προκύπτουν νέοι προβληματισμοί και νέα ηθικά διλήμματα, μαζί με νέες κακές πρακτικές, οι οποίες επιτάσσουν άμεση και αποτελεσματική πρόληψη.
Σε αντιστοίχως δύσκολη θέση βρίσκεται και ο δικαστής ο οποίος μπορεί να κληθεί να αποφασίσει για ένα ζήτημα το οποίο νομοθετικά δεν έχει ρυθμιστεί ενδελεχώς ή η όποια ρύθμισή του είναι ανεπαρκής ή ασαφής. Εδώ εντοπίζεται και μια δεύτερη σημαντική δυσχέρεια της ρύθμισης αυτών των ζητημάτων: Η δυσκολία διατύπωσης κανόνων με την απαραίτητη σαφήνεια.
Η ασάφεια μπορεί να είναι είτε γλωσσική, λόγω μιας απλής άστοχης διατύπωσης –πράγμα διόλου σπάνιο–, αλλά μπορεί να προκύψει και από μια ενδεχόμενη παρανόηση του νομοθέτη, π.χ. για το πώς πραγματικά λειτουργεί ένα τεχνολογικό προϊόν, κάτι καθόλου απίθανο να συμβεί όταν εξετάζεται τεχνολογία αιχμής. Η απόλυτη τιθάσευση και ρύθμιση της κοινωνικής και οικονομικής δράσης είναι αδύνατη, καθώς προϋποθέτει ένα στοιχείο εγγενώς αδυνατισμένο –σχεδόν ανύπαρκτο– στην έννοια της προόδου· την προβλεψιμότητα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ένα και μόνο ερώτημα: Πώς θα αποφευχθούν φαινόμενα προβληματικών, ασαφών και αναποτελεσματικών νόμων και πολιτικών; (Οι δύο έννοιες σκοπίμως αναφέρονται μαζί, καθώς και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται το ίδιο πρόβλημα, αλλά και καθώς ο νόμος είναι βασικός τρόπος πραγμάτωσης μιας πολιτικής). Το να δώσουμε μια απάντηση που αποκλείει την πιθανότητα εμφάνισης τέτοιων φαινομένων είναι αδύνατη.
Από τα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν, όμως, έγινε αντιληπτή η ανάγκη επιστημονικής διαφώτισης για τα ζητήματα που δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος με τη δράση του, ας μην έχουμε λοιπόν ψευδαισθήσεις πιστεύοντας ότι δεν θα χρειαστεί αντίστοιχη –και περισσότερη– ενδεχομένως βοήθεια ο νομοθέτης για ζητήματα όπως ένας φονικός ιός. Η βοήθεια των επιστημόνων, πέρα από αναγκαία, είναι και ευπρόσδεκτη, και αυτό το καταλαβαίνουμε αν αναλογιστούμε τον κίνδυνο από τη χάραξη πολιτικής για την αντιμετώπιση μιας πανδημίας βάσει κάποιου «ενστίκτου» των κυβερνώντων.
Εκεί που η κατάσταση φαινόταν να βρίσκεται υπό έλεγχο και τα μέτρα ήταν τέτοια που επανέφεραν σταδιακά την καθημερινότητα του παρελθόντος, ξαφνικά, μια νέα μετάλλαξη επαναφέρει το κλίμα ανασφάλειας, απειλώντας να ανατρέψει πολλά από τα δεδομένα και «τα κεκτημένα». Μια διαπίστωση παραμένει σίγουρα δεδομένη και αυτή είναι η αξία που έχουν οι επιστημονικοί συνεργάτες, οι οποίοι βάσει της τεχνοκρατικής τους κατάρτισης θα μπορέσουν να επικουρήσουν τον νομοθέτη στη διατύπωση τελειότερων κανόνων δικαίου και την πολιτική ηγεσία στη χάραξη αποτελεσματικής πολιτικής αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης.
Προφανώς και δεν θα ήταν ανεκτό να γίνει λόγος για υποκατάσταση των αποφάσεων από επιστημονικά πορίσματα, αλλά σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως η πανδημία, τόσο ο νόμος όσο και η πολιτική εξαρτώνται άμεσα από την άποψη των ειδικών. Μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό όταν μιλάμε για μια πανδημία που έχει ήδη πάρει μαζί της πάνω από 5 εκατομμύρια ανθρώπους;
Ο Πάνος Δόμαλης είναι τεταρτοετής φοιτητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News