«Με το που ακούγαμε τις σειρήνες, με έπαιρνε ο πατέρας μου στους ώμους του και τρέχαμε στο καταφύγιο». «Οχι πάλι η ίδια ιστορία!» μορφάζαμε ο ένας στον άλλον. Η γυναίκα είναι 87 ετών και την ιστορία αυτή την έχουμε ακούσει χίλιες χιλιάδες φορές. Μας αφορούσε το πόσο σφράγισε όλη τη ζωή της, αλλά από ένα σημείο και μετά, δεν μας «έκαιγε» κιόλας. Ηταν μια ιστορία σαν ασπρόμαυρη ταινία.
Προχθές οι σειρήνες έσκιζαν το σύμπαν. Εσκιζαν και το μυαλό. «Πόλεμος; Στα χρόνια μας; Σειρήνες;». Δύο χρόνια τώρα… Τι μας είχε πιάσει;.. Ταξιδεύαμε με το στερνοπαίδι μας σε όλα τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ. Εκεί όπου τα στίγματα ενός παρελθόντος (όχι τόσο μακρινού), υπό την σκέπη της Σοβιετικής Ενωσης, ήταν παρόντα σε κτίρια «σκληρής» αρχιτεκτονικής και αδιανόητης ομοιομορφίας –τι μαύρο εκείνο το αστείο, όπως μας το είχε πει η Λαρίσα: «Με το ίδιο κλειδί μπορούσες να ανοίξεις ένα σπίτι στη Μόσχα και ένα σπίτι στη Σιβηρία».
Εκεί όπου η σκληράδα του πολιτεύματος παρέμενε στη συμπεριφορά όσων φορούσαν στολή, ακόμα κι αν ήταν υπάλληλος αεροδρομίου, αλλά και όπου συγχρόνως έβλεπες με βαθιά συγκίνηση τους λαούς να τρέχουν να προλάβουν ένα «σήμερα» και στην Εσθονία μέχρι και ένα θαύμα. Τι τεράστια διαδρομή καλέστηκαν να καλύψουν! Και το ευρωπαϊκό μας «σήμερα» το νιώθαμε τόσο μασίφ χτισμένο, που αναλωνόμασταν και σε «φιλοσοφικές» αναζητήσεις.
Και μένα πάντα με στενοχωρούσε ότι αυτοί οι λαοί, από το ένα άκρο πέταξαν στο άλλο, ακυρώνοντας τα πάντα-όλα, λες και «παραδοθήκαμε αμαχητί» στον καπιταλισμό μιας Αμερικής (βλέπεις, αν δεν τα έχεις ζήσει στο πετσί σου, κρίνεις και γιατί «έκοψαν πέρα»;) που κρύβει τα δράματά της κάτω από τα λαμπερά επιτεύγματά της. Και αφού πλέον δεν υπάρχει αντίποδας, δεν θα τα δει κιόλας. Απλώς θα πεταχτούν σαν θρίλερ, μπροστά στα μάτια μας, όπως επί Τραμπ. Και ευγνωμονούσα την τύχη μας ότι απολαμβάνουμε μια Ευρώπη, που παρά τα όποια θέματά της, είναι το πιο φωτεινό σημείο του σύγχρονου χάρτη. Ολα αυτά τα παρατηρούσα στατικά. Λες και μόνο έτσι θα έμεναν. Ή μόνο προς το καλύτερο θα πήγαιναν. Και όχι μόνο εγώ.
Να, και προχθές ακόμα, την πρώτη πρώτη μέρα των σειρήνων, μετά το πρώτο μεγάλο σοκ, πάλι βρήκαμε λίγο χρόνο να χωρέσουμε σκέψεις, προβληματισμούς, φιλοσοφίες. Εφτασαν μερικοί μέχρι και να βλέπουν το «δίκιο» του Πούτιν, τόσο που, λέει, παίξαμε στο ρουθούνι του, τόσο που τον εξοργίσαμε… Τον δικτάτορα. Χάζευαν τη δύναμή του να κάνει τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών να τραυλίζει. Και μετά ήρθε ο δικός μας τραυλισμός. Και άνοιξε το οπτικό μας πεδίο. Και είδαμε έως και τα δικά μας με άλλο μάτι. Πρόσφατες οι «αγανακτήσεις» μας και οι παλιμπαιδισμοί μας γιατί να ξοδεύουμε για όπλα. Με γείτονα την Τουρκία του Ερντογάν.
Από την Τετάρτη βλέπουμε σκηνές που μας τινάζουν την ψυχή και το μυαλό: άνθρωποι σε καταφύγια, ασφυκτικά σαν ποντίκια, που ωστόσο τραγουδάνε και με κιθάρα, τα βρέφη στη σειρά και τη νοσοκόμα με τη στολή της να τα «περιθάλπει» με χαμόγελο… Πώς να τα περιθάλψεις σε καταφύγιο τα βρέφη; Τι σόι ωραία «τέρατα» αντοχής οι άνθρωποι! Τον γονιό να δασκαλεύει το παιδί του τι να κάνει αν χαθεί. Τα πλημμυρισμένα μάτια. Τα στεγνά μάτια. Τη σιωπή ενός τοπίου. Την αγωνία. Το δράμα. Τη φράση του ουκρανού προέδρου Ζελένσκι: «Δεν ξέρω πόσες ώρες θα υπάρχει η χώρα μου, δεν ξέρω πόσες ώρες θα ζω». Τι θηριώδης ευθύνη σε ανθρώπου ώμο;
Βλέπουμε, βλέπουμε από το παραπέτασμα μιας τηλεοπτικής οθόνης. Εκείνοι, εκεί. Εμείς; «Πρέπει να διακόψουμε για διαφημίσεις». Και σφίγγεται το στομάχι σου ότι κάποτε μπορεί εμείς να είμαστε στο «εκεί» και άλλοι να διακόπτουν για διαφημίσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News