Ποιος θέλει παλικαρισμούς με την Τουρκία;
Ποιος θέλει παλικαρισμούς με την Τουρκία;
Στη σημερινή συγκυρία της παγκόσμιας γεωπολιτικής αναστάτωσης και της διαρκούς αβεβαιότητας για τις διαθέσεις της αμερικανικής ηγεσίας είναι λάθος να υποτιμάται ή να αντιμετωπίζεται πρόχειρα και παρορμητικά η παράμετρος της ελληνοτουρκικής σχέσης.
Η κυβέρνηση – ή μάλλον: το Μέγαρο Μαξίμου και το ΥΠΕΞ – είναι φανερό ότι έχουν επίγνωση των συνθηκών και ακολουθούν την κατά το δυνατόν ασφαλή τακτική, ώσπου να διαμορφωθεί μία βάσιμη εκτίμηση για τους συσχετισμούς Ουάσιγκτον – Αθήνας – Αγκυρας.
Υπό αυτήν την έννοια, οφείλει κάποιος να δει για ποιους λόγους η ελληνική κυβέρνηση δεν επέσπευσε τελικώς την «επιστροφή στην Κάσο» και την πόντιση του καλωδίου για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ.
Και την ίδια στιγμή θα πρέπει κανείς να αντιληφθεί για ποιους λόγους αποφασίστηκε να ανακοινωθεί τώρα ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός, κάτι που αφενός, αποτελούσε εκκρεμότητα και υποχρέωση της χώρας έναντι της ΕΕ και, αφετέρου, έχει προφανή στρατηγική σημασία, αφού αποτυπώνει τα δυνητικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, βάσει των κανόνων διεθνούς δικαίου.
Οι απαντήσεις και στα δύο θα έπρεπε να είναι ευνόητες για όλους. Εύκολες είναι οι κραυγές, όχι όμως και ωφέλιμες.
Η απόφαση να μην προχωρήσει τώρα η πόντιση του καλωδίου συνδέεται προφανώς με την επιλογή να μην υπάρξει κανενός είδους απειλή έντασης, θερμού επεισοδίου ή και σύρραξης με την Τουρκία.
Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός είναι μία πρωτοβουλία κατοχύρωσης εθνικών συμφερόντων, που όσο και αν προκαλεί (μέτριας έντασης) αντιδράσεις της Τουρκίας, έχει ευρωπαϊκή και διεθνή ομπρέλα, με ό,τι σημαντικό αυτό συνεπάγεται.
Φαίνεται ότι τίποτε από αυτά τα προφανή δεν είναι κοινός τόπος στην ελληνική πολιτική και παραπολιτική καθημερινότητα.
Η αντιπολίτευση και διάφοροι, γνωστοί, εθνικοπατριωτικοί «κύκλοι» θεωρούν ότι η κυβέρνηση υποχώρησε ατάκτως στο θέμα του καλωδίου και την ίδια στιγμή, οι ίδιοι περίπου, γκρινιάζουν και λένε ότι άργησε ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός.
Ως προς το πρώτο, είναι εύλογη η απορία: Τι προτείνουν όλοι αυτοί, ακόμη και ορισμένοι εντός κυβέρνησης και ΝΔ, που είδαν άτακτη υποχώρηση στο θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης; Θα ήταν ευτυχείς με μία ηρωική μεν, τυχοδιωκτική δε, επιχείρηση στο Αιγαίο, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει ένταση ή και θερμό επεισόδιο; Και είναι βέβαιοι ποια θα ήταν η έκβαση ενός τέτοιου επεισοδίου;
Ως προς το δεύτερο, είναι κάπως ακατανόητη η μουρμούρα περί καθυστέρησης, εκτός αν πίεζε κανείς (πέραν της ΕΕ) για κάτι τέτοιο και δεν το γνωρίζαμε. Θα ήταν σοφότερο να πουν, όσοι επιμένουν να είναι γκρινιάρηδες, «κάλλιο αργά παρά ποτέ» και να τελειώνουν.
Η ουσία σε όλα αυτά είναι πολύ σοβαρότερη από τα όσα εύκολα γράφονται σε έντυπα, ιστοσελίδες και κοινωνικά δίκτυα, ή αναφέρονται πομπωδώς από πρώην Πρωθυπουργούς (ή και σημερινά μέλη της κυβέρνησης…), που επιμελώς καλλιεργούν προφίλ ως «τουρκοφάγοι» ή νεο-μεγαλοϊδεάτες.
Η σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία δεν είναι παιχνιδάκι, ειδικά όταν υπάρχει η αστάθμητη παράμετρος Τραμπ και η δική του, ειδική σχέση με τον Ερντογάν. Επομένως, απαιτείται ψυχραιμία και προσοχή. Αν, από την άλλη, προτείνει κάποιος σύγκρουση, να το πει ευθέως και υπευθύνως και να εξηγήσει και πώς θα γίνει αυτή, με ποιον ακριβώς στόχο και με τι βαθμό βεβαιότητας για ευτυχή κατάληξη.
Οσο και αν ορισμένοι επιμένουν να το υποτιμούν, το παιχνίδι στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο έχει ανοίξει και είναι πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες δεκαετίες.
Τότε το θέμα των ενεργειακών αποθεμάτων ήταν ένα υπονοούμενο, σήμερα είναι ένα δεδομένο, με πολλές παραμέτρους και πολλά συμφέροντα, που υπερβαίνουν τα ελληνικά και τα τουρκικά. Είτε αρέσει, είτε όχι, αυτή είναι η πραγματικότητα και με βάση αυτή οφείλουν να λαμβάνονται αποφάσεις.
Υπό αυτήν την έννοια, είναι χρήσιμο να διατηρείται η διπλωματική επαφή με την Τουρκία σε επίπεδο ΥΠΕΞ ή χαμηλότερο και, ταυτόχρονα, είναι θεμιτό έως και επιβεβλημένο, να μην προγραμματίζεται μία συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, άνευ λόγου και περιεχομένου.
Οσο (δεν) συμβαίνουν αυτά, είναι επίσης χρήσιμο η Ελλάδα να παίξει και πάλι το ευρωπαϊκό χαρτί σε σχέση με την Τουρκία. Πέραν όλων των άλλων, επειδή αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος ώστε να μεταφερθεί το βάρος ορισμένων αποφάσεων εκεί που πρέπει και να μην εμφανίζεται μονίμως η Αθήνα ως μαύρο πρόβατο, για λόγους που εμείς γνωρίζουμε, αλλά ελάχιστοι στην Ευρώπη αντιλαμβάνονται ή είναι διατεθειμένοι να αναζητήσουν.
Στη γενικευμένη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αναδιάταξη και με δεδομένα όπως η υποβάθμιση του ΝΑΤΟ, οφείλει κανείς να αναρωτηθεί: Πού θέλει η Ελλάδα την Τουρκία; Σε μία διαρκή αντιπαράθεση με την Ευρώπη και – ενδεχομένως – στην αγκαλιά της Ρωσίας ή σε κάποια διαδικασία συνεννόησης; Αυτή η τελευταία, από την πλευρά της Τουρκίας προφανώς και περιλαμβάνει μερίδιο και ρόλο στην νέα ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική.
Ως προς αυτό, η Αθήνα οφείλει να καταστρώσει τη δική της στρατηγική, να ιεραρχήσει τις προτεραιότητες και τις επιλογές της και να παίξει σωστά τα χαρτιά που διαθέτει.
Οι υπερπατριώτες μπορούν επίσης να καταθέσουν τις προτάσεις τους· έστω και αν πολλοί από αυτούς δεν είναι πολύ μπαρουτοκαπνισμένοι ή διατεθειμένοι και να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ποιος θέλει παλικαρισμούς με την Τουρκία;
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.