Υπάρχει κανένας που να αμφιβάλλει ότι υπόθεση των υποκλοπών πλήγωσε την εικόνα της κυβέρνησης, παρότι αυτό δεν θεωρείται ότι αποτυπώθηκε στις δύο κάλπες του 2023; Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές αναγνωρίζουν το αυτονόητο: οι αποκαλύψεις για τις υποκλοπές και ιδίως αυτή για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, έφεραν την κυβέρνηση σε πολύ δύσκολη θέση και το Μέγαρο Μαξίμου σε θέση απολογούμενου.
Υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει ότι ο ρόλος του Τύπου είναι να ερευνά και να αποκαλύπτει και όχι να αναπαράγει τα δελτία Τύπου της κυβέρνησης; Οι περισσότεροι σοβαροί δημοσιογράφοι και οι Ενώσεις τους θα απαντούσαν ότι αυτονοήτως αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος του Τύπου και ότι πολύ σωστά έπραξαν οι δημοσιογράφοι και οι εφημερίδες που προχώρησαν σε αποκαλύψεις.
Μέχρι εδώ έχουμε δύο σταθερές: ότι οι υποκλοπές ήταν μια πολύ σοβαρή υπόθεση που αφορούσε αυτονόητες θεσμικές λειτουργίες και δικλείδες ασφαλείας, και ότι τα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων βοήθησαν στο να χυθεί φως.
Κάπου εδώ όμως μοιάζει να ξεμένουμε από σταθερές:
-Υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος σε αυτή τη χώρα πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου; Δυστυχώς, με βάση τα δείγματα γραφής από ορισμένα κόμματα και μέσα ενημέρωσης, η σταθερά αυτή, στη χώρα μας δεν ισχύει. Στην Ελλάδα, άνθρωποι «καταδικάζονται» στην αρένα της πολιτικής αντιπαράθεσης ακόμη κι αν για τη Δικαιοσύνη δεν είναι ούτε καν ύποπτοι. Και άντε μετά να αποκαταστήσουν το όνομά τους όταν το θέμα θα έχει φύγει από την επικαιρότητα και δεν θα εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες.
-Υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει ότι για το ζήτημα των υποκλοπών πρέπει να αποφασίσει η Δικαιοσύνη, και ειδικότερα ο Άρειος Πάγος εφόσον αυτός ερευνά την υπόθεση; Εδώ βρίσκεται η δεύτερη ανατροπή, καθώς ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, πατώντας ένα νέο πακέτο δημοσιευμάτων, υποστηρίζουν εμμέσως πλην σαφώς τις τελευταίες ημέρες ότι έχουν ανακαλύψει τα ίδια τους υπευθύνους! Αρα, αν η Δικαιοσύνη δεν επιβεβαιώσει τις επιθυμίες τους (και δεν υπηρετήσει τις πολιτικές επιδιώξεις τους) τότε δεν θα έχει κάνει καλά τη δουλειά της! Καλό;
Επενδύουν με άλλα λόγια, όπως πολλές φορές έχουμε δει στην Ελλάδα, στο «κλίμα».
Για παράδειγμα, το 2018, ο ΣΥΡΙΖΑ, πατώντας σε δημοσιεύματα, είχε όντως καταφέρει να δημιουργήσει «κλίμα» εναντίον 10 προσώπων που επιχείρησε να διασύρει στη Βουλή με ισάριθμες κάλπες για την υπόθεση της Novartis. Το «κλίμα» ήταν τότε κυρίαρχο και σκέπαζε οποιαδήποτε φωνή προσπαθούσε να πει το αυτονόητο: να ερευνήσει η Δικαιοσύνη και να μας πει τι συνέβη.
Ομοίως και σήμερα, με αφορμή ένα ακόμη κύμα δημοσιευμάτων, το «κλίμα» είναι κυρίαρχο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν και τότε «κατήγορος», αλλά και το ΠΑΣΟΚ, που στελέχη του ήταν ανάμεσα στους υποτίθεται «κατηγορούμενους» (αλλά φαίνεται να το ξέχασε αυτό μετά η σημερινή του ηγεσία), έχουν συγκροτήσει ένα μέτωπο που ασκεί πίεση στην Δικαιοσύνη με βάση τα δημοσιεύματα και τα ονόματα που βολεύουν τα δυο κόμματα και θεωρούν ως εκ τούτου ότι πρέπει να υπαγορεύσουν και τα πραγματικά ευρήματα της δικαστικής έρευνας.
Το πιο catchy όνομα σε αυτή την πολιτική/επικοινωνιακή ας την πούμε πρωτοβουλία/εισήγηση δια ανακοινώσεων προς τη Δικαιοσύνη είναι προφανώς αυτό του πρώην γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη, ο οποίος παραιτήθηκε το 2022 αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη. Εκτοτε δεν έχει κάνει καμιά δήλωση για την υπόθεση (και δεν εκλήθη καν ως ύποπτος).
Ωστόσο είναι ο αγαπημένος στόχος εκδοτικών συγκροτημάτων που με τη σειρά τους δίνουν «πάσα» στα κόμματα για να κατασκευάσουν το «κλίμα» και τους «ενόχους» που τους βολεύουν πολιτικά. Και είναι προφανές, ακριβώς όπως συνέβη και με την υπόθεση της Novartis, ότι τα κόμματα που φτιάχνουν το «κλίμα» δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση η πραγματικότητα (αν όντως αποδειχτεί διαφορετική από το «κλίμα») να χαλάσει μια ωραία ιστορία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News