Στους διαδρόμους των Βρυξελλών –τουλάχιστον σε αυτούς που κυκλοφορούν τα υψηλόβαθμα στελέχη της Κομισιόν– ακούγεται όλο και περισσότερο, με περίσσεια βεβαιότητα: Εντός του 2027 ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα φύγει από την Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει ένα από ανώτερα αξιώματα των ευρωπαϊκών θεσμών. Προφανώς αυτό του προέδρου του Συμβουλίου, καθώς η θητεία του πορτογάλου προέδρου Αντόνιο Κόστα είναι διετής και τελειώνει ακριβώς τότε. Ο ίδιος πάντως δήλωσε απερίφραστα, με φόντο τις αρχαιότητες του υπόγειου σταθμού «Βενιζέλου», ότι εκείνο το καλοκαίρι (του 2027) θα είναι ξανά υποψήφιος πρωθυπουργός.
Ουδείς έχει λόγο, ούτε και τα απαραίτητα στοιχεία για να διαψεύσει τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Είναι, άλλωστε, εξαιρετικά νωρίς για προβλέψεις. Οπως επίσης κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, εν μέσω μιας κυβερνητικής καμπής, δυόμισι χρόνια πριν από τις προγραμματισμένες εκλογές και με το κόμμα τραυματισμένο από το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είχε περιθώρια να δηλώσει κάτι άλλο εκτός από παρών.
Ανεξαρτήτως του σεναρίου που μένει να αποδειχθεί αληθινό και καθώς εδώ και μήνες έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για τον χαρακτήρα της ιστορικής κεντροδεξιάς παράταξης επί των ημερών του νυν πρωθυπουργού, ένα ενδιαφέρον ερώτημα έρχεται στην επιφάνεια: Ποια θα είναι η ΝΔ μετά τον Μητσοτάκη; Ποιος θα πρέπει να είναι ο πολιτικός και, κυρίως, ο ιδεολογικός-ταυτοτικός προσανατολισμός του κόμματος; Είναι η στροφή προς τα δεξιότερα μια λογική επιλογή στη βάση του κάπως αφελούς επιχειρήματος «προς τα εκεί πάει όλος ο κόσμος»; Και τι θα σημαίνει η εγκατάλειψη, έστω μερική, του Κέντρου, που ως γνωστόν στην Ελλάδα δίνει τις πλειοψηφίες;
Ο Μητσοτάκης ρωτήθηκε στο συνέδριο του «Βήματος» για την ελληνική εξωτερική πολιτική αν στέκουν οι κατηγορίες των προκατόχων του ότι τα τελευταία χρόνια η ΝΔ έχει υποστεί μετάλλαξη. Αν τελικά το κόμμα σήμερα είναι άλλο από εκείνο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Κώστα Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά. «Η απάντηση είναι προφανώς και ναι» αποκρίθηκε, επισημαίνοντας αφενός ότι τα κόμματα εξελίσσονται, αφετέρου ότι οι επιλογές του επιβραβεύθηκαν τρεις φορές με 40%: «Το 2016 δεν είπα ότι θα κρατήσω τη ΝΔ την ίδια, είπα ότι θα την εξελίξω (…) θα κάνω ένα γενναίο άνοιγμα σε αυτό το οποίο αποκαλούμε πολιτικό Κέντρο (…) θα προσαρμόσω το κόμμα στις απαιτήσεις των καιρών».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η διεύρυνση με στελέχη προερχόμενα από τον λεγόμενο εκσυγχρονισμό, η ανάδειξη ενός τεχνοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης με έμφαση στην οικονομία και την ανάπτυξη και η επιμονή στο αποτέλεσμα, η εφαρμογή ορισμένων (ελάχιστων στην πραγματικότητα) φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, καθώς και η ήπια από-ιδεολογικοποίηση της ΝΔ ήταν οι δομικές πολιτικές επιλογές που οδήγησαν το κόμμα δύο φορές στην αυτοδυναμία – αμφότερα τα αποτελέσματα, το 2019 και το 2023, εμπεριείχαν μάλιστα το στοιχείο της έκπληξης.
Σχηματικά, στο Μέγαρο Μαξίμου, βάφτισαν αυτή τη στρατηγική «νέα τριγωνοποίηση»: πρόοδος στα κοινωνικά θέματα, δημοσιονομική υπευθυνότητα, σκληρή Δυτική ατζέντα στη διπλωματία και στη μετανάστευση.
Αν, πάντως, γνωρίζει κάποιος τα αίτια της νίκης, οφείλει να κάνει το ίδιο και με αυτά της φθοράς. Τι από τα παραπάνω έφταιξε και οδηγήθηκε η ΝΔ στο 28% των ευρωεκλογών του 2024; Και, κυρίως, τι διαφορετικό θα πρέπει να κάνει ο διάδοχος του Μητσοτάκη σε περίπτωση που αυτός αποχωρήσει και το κόμμα μείνει καθηλωμένο πολλές μονάδες μακριά από την αυτόνομη εξουσία;
Η προφανής απάντηση, τουλάχιστον αυτή που δίνεται ηχηρά από τον Αντώνη Σαμαρά και κάπως συγκαλυμμένα από τον Κώστα Καραμανλή, είναι η επιστροφή στις ρίζες. Δηλαδή σε μια δεξιά παράταξη, με λίγα στοιχεία Κέντρου, κυρίως ως προς τον κοινωνικό φιλελευθερισμό στην οικονομία, όπου οι αξίες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας θα βρίσκονται στον πυρήνα της κομματικής ιδεολογίας. Και κυρίως σε μια παράταξη όπου ο διαμοιρασμός της εξουσίας θα πραγματοποιείται με τον παλαιό, παραδοσιακό νεοδημοκρατικό τρόπο: ούτε επιτελικό κράτος ούτε «ξένα σώματα» όπως αυτά που έφερε ο Μητσοτάκης στο Μέγαρο Μαξίμου. Αντ’ αυτών βαρονίες, βιλαέτια, «καραμανλικοί», «λαϊκοί» δεξιοί ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να αυτοχαρακτηρίζεται.
Πόσο, όμως, πουλάει η ιδεολογία στα σύγχρονα εκλογικά σώματα και τι ακριβώς σημαίνει «καραμανλισμός» εν έτει 2025; Επίσης, ποια είναι η προσωπικότητα εντός της ΝΔ, ή έστω στις παρυφές της, που θα μπορούσε μετά τον Μητσοτάκη να ηγηθεί του κόμματος, αλλά και να εγγυηθεί ότι θα διατηρήσει την παράταξη σε τροχιά εξουσίας;
Ευλόγως υποθέτει κάποιος ότι αυτός δεν είναι ο Μάκης Βορίδης ή ο Αδωνις Γεωργιάδης. Πολλώ δε μάλλον ο Αντώνης Σαμαράς στα 73 του και έχοντας ήδη «θυσιαστεί για την πατρίδα». Ειδικά ο τελευταίος, σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μεταίχμιο, με τη χώρα να βρίσκεται υπ’ ατμόν, έλαβε μετά κόπων και βασάνων ένα 30%, συρόμενος αναγκαστικά σε μια θνησιγενή συγκυβέρνηση με την Κεντροαριστερά. Αδυνατώντας δηλαδή εξ ορισμού να εφαρμόσει την όποια δεξιά ιδεολογία του.
Η άλλη οδός διαδοχής θα είναι στα βήματα του Μητσοτάκη. Ενα στέλεχος με τεχνοκρατικό προφίλ, χωρίς ιδεολογικές γωνίες, με παράσταση αποτελεσματικότητας και προτεραιότητα την οικονομία και τους ισοσκελισμένους Προϋπολογισμούς, αλλά και με ελλείμματα στη διαχείριση του πολιτικού παιγνίου και των ταυτοτικών ζητημάτων, που καλώς ή κακώς απασχολούν μέρος της κομματικής βάσης.
Πάντως, αν ο Μητσοτάκης εξελέγη αρχικά –εσωκομματικά και σε εθνικό επίπεδο– και ως ο αντι-Τσίπρας, ο επόμενος αρχηγός της ΝΔ θα είναι δύσκολο να ετεροπροσδιοριστεί και να αποκτήσει τη δυνατότητα να ξετυλίξει αργότερα το κυβερνητικό αφήγημά του. Το 2027 δεν θα μοιάζει με το 2019.
Συνομιλώντας με έμπειρο στέλεχος, άριστο γνώστη των ισορροπιών στον χώρο της Κεντροδεξιάς, προέκυψε ένα καίριο συμπέρασμα: Η διαδοχή του Μητσοτάκη θα καθοριστεί από το πώς θα είναι η Ελλάδα όταν φτάσει εκείνη η ώρα. Και κατ’ επέκταση από το ποια θα είναι η ευρύτερη κατάσταση στη Δύση, αλλά και παγκοσμίως. Αυτό που πάνω απ’ όλα απαιτείται είναι ικανότητα προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Στη νέα τάξη των γεωπολιτικών πραγμάτων, στην αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών, στο δημογραφικό πρόβλημα, στη μειωμένη αγοραστική δυνατότητα, στην αδυναμία πρόσβασης στην αγορά εργασίας, στην ανάγκη ενίσχυσης του εθνικού διπλωματικού εκτοπίσματος. Είναι αυτά που ο Μητσοτάκης αποκάλεσε «απαιτήσεις των καιρών».
Ενδεχομένως η επιστροφή στη σκληρή ιδεολογία και η εσωστρέφεια να φαντάζουν ως πιθανές λύσεις, στην πραγματικότητα όμως αποτελούν τον εύκολο δρόμο. Οι λαοί δεν κυβερνώνται με λογική Μεσοπολέμου – αντιθέτως, τα πολιτικά συστήματα χάνουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων ακριβώς διότι αδυνατούν να λύσουν τα προβλήματά τους. Αρα το βασικό ερώτημα δεν είναι αυτό του τίτλου. Είναι αν στην ελληνική κομματική σκηνή υπάρχει στέλεχος που να διαθέτει τις απαντήσεις στις απαιτήσεις των καιρών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News