Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, είτε αφορά την ανάδειξη κυβέρνησης είτε δημάρχων και περιφερειαρχών είτε ευρωβουλευτών, καταγράφονται πολιτικοί συσχετισμοί. Με την ψήφο των πολιτών στην κάλπη και δεδομένων των χαρακτηριστικών κάθε εκλογικής διαδικασίας προσδιορίζεται η δύναμη κάθε κόμματος και σχηματίζεται συνολικά ο πολιτικός χάρτης της χώρας τη συγκεκριμένη περίοδο. Και οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου δεν θα αποτελέσουν εξαίρεση: οι πολίτες θα εκφράσουν τη θέλησή τους και θα στείλουν τα σχετικά μηνύματα προς την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
Από τη μέχρι τώρα προεκλογική δραστηριότητα των κομμάτων και τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων είναι βάσιμη η εκτίμηση ότι δεν θα αλλάξει αισθητά η καταγραφή των πολιτικών δυνάμεων που προέκυψε από τις διπλές εθνικές εκλογές πριν από έναν χρόνο. Η κυβερνητική παράταξη της ΝΔ θα παραμείνει ισχυρή και δεσπόζουσα στο πολιτικό σκηνικό και οι τυχόν πολιτικές απώλειες συνιστούν μάλλον μήνυμα διόρθωσης πορείας, όπου χρειάζεται.
Αν ωστόσο τα πράγματα για την κυβερνώσα παράταξη είναι σχετικά σαφή, όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η ανισορροπία με την κεντροαριστερή αντιπολίτευση θα διατηρηθεί και άρα το εκλογικό αποτέλεσμα αφορά κυρίως τα κόμματα και τις ηγεσίες στον ευρύτερο πολιτικό χώρο. Θα αποτελέσει σαφές μήνυμα ότι αν δεν πραγματοποιηθεί συνολική ανασύνθεσή της, η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ θα παραμένει ισχυρή, παρά την επικριτική προεκλογική ρητορική του Στέφανου Κασσελάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη στα πεπραγμένα της κυβέρνησης.
Συνεπώς, το μετεκλογικό ερώτημα είναι: πώς θα ανασυγκροτηθεί η Κεντροαριστερά, ώστε να εξισορροπήσει το πολιτικό σύστημα και να αποτελέσει την εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στη ΝΔ;
Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη και μονοδιάστατη, ενώ ήδη έχουν ξεκινήσει οι πρόδρομες συζητήσεις.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να προκύψει: Ο ένας είναι ο τρόπος του Ανδρέα Παπανδρέου. Χρειάζεται μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ το 1981, η οποία θα βγει στην κοινωνία να διατυπώσει ένα όραμα για τη χώρα, τη νέα Αλλαγή, και θα συσπειρώσει τα περισσότερα κόμματα και κομματίδια του χώρου. Τέτοια, όμως, προσωπικότητα δεν υπάρχει, καθώς έχει παρέλθει η εποχή των χαρισματικών προσωπικοτήτων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Η δημοσκοπική αναζήτηση μιας τέτοιας προσωπικότητας είναι άστοχη επειδή εξαντλείται μόνο στα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά και στην αναπόλησή τους. Κοινώς, αναζητεί κάποιον/α που θα κάνει γκελ στην κοινή γνώμη, ωστόσο λείπει το πολιτικό περιεχόμενο για το μέλλον της χώρας και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη.
Ο δεύτερος τρόπος είναι ο τρόπος του Κώστα Σημίτη. Απαιτεί σαφές, συνεκτικό, τεκμηριωμένο πολιτικό σχέδιο με στόχους για το ποια Ελλάδα θέλουμε. Απαιτεί υπερβάσεις και αλλαγές στην ιδεολογική και πρακτική αντίληψη της Κεντροαριστεράς. Απαιτεί συναινέσεις και συμβιβασμούς με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Αυτό το μοντέλο πέτυχε την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη, την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, την ανάπτυξη με κοινωνική αλληλεγγύη, τα ουσιώδη βήματα εκσυγχρονισμού.
Ευχής έργο θα ήταν να ταυτιστούν οι δύο τρόποι. Μάλλον όμως για όνειρο θα πρόκειται και όχι για πιθανό ενδεχόμενο.
Δεν αρκεί, λοιπόν, μόνο η απλή εκλογική καταγραφή στην ευρωκάλπη για το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Εχει καθοριστική, αν όχι απόλυτη, σημασία το ποιος θα είναι δεύτερος. Γιατί άλλο περιεχόμενο θα έχει η μετεκλογική συζήτηση αν είναι δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη με τις ανερμάτιστες τοποθετήσεις και άλλο στην περίπτωση που είναι δεύτερο το ΠΑΣΟΚ με τις πιο αξιόπιστες, αν και αποσπασματικές προτάσεις, που παρουσιάζει ο κ. Ανδρουλάκης. Η επιλογή, τελικά, ανήκει στους ψηφοφόρους του χώρου, στις 9 Ιουνίου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News