Πώς είναι να μην μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου; Να έχεις ένα κατάστημα, για παράδειγμα, που «πρέπει» να κλείσει για μήνες; Οχι επειδή δεν πάει καλά, όχι επειδή έκανες κάτι παράνομο, αλλά επειδή αυτό «επιτάσσει» η προστασία της δημόσιας υγείας – και της δικής σου.
Πώς είναι να μένεις άνεργος σε ένα βράδυ; Οχι επειδή δεν έκανες καλά τη δουλειά σου, ούτε επειδή η επιχείρηση έπεσε έξω. Αλλά επειδή, πάλι ως παράδειγμα το αναφέρω, εργάζεσαι στο κατάστημα που λέγαμε παραπάνω…
Πώς είναι να περνάς ώρες κλεισμένος στο σπίτι και να χρωστάς επειδή σε «έκλεισαν» ή σε «απέλυσαν» και τα επιδόματα δεν φτάνουν για όλους και για όλα;
Ακόμη όμως και αν έχεις σχετική οικονομική άνεση, πώς είναι να κάνεις μια δουλειά που αγαπάς και δεν μπορείς να την κάνεις;
Πώς είναι να είσαι έφηβος/η, να βράζει το αίμα σου, να θέλεις (και να πρέπει) να φλερτάρεις, να «φασωθείς» και να μην μπορείς να συναντήσεις τον/τη φίλη σου, να γνωρίσεις κάποιον ή κάποια για να ερωτευθείς, να γελάσεις, να κλάψεις, να αποκτήσετε και να μοιραστείτε εμπειρίες;
Πώς είναι να είσαι γονιός ή γόνος μονογονεϊκής οικογένειας, να μένεις σε διαφορετικό νομό από τον άνθρωπό σου και να μην μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητο/καράβι/αεροπλάνο για να περάσεις μαζί του μια ώρα, μια αγκαλιά, ένα Σαββατοκύριακο, τα Χριστούγεννα;
Πώς είναι να είσαι «κρούσμα» και να μην ξέρεις αν και τι θα σου ξημερώσει;
Δεν ξέρω. Υποθέτω ότι όλα τα παραπάνω και το κάθε ένα ξεχωριστά είναι απαίσια. Δεν ξέρω όμως.
Εχω την τύχη να ανήκω σε εκείνο το ποσοστό των πολιτών που δεν έχουν περάσει ούτε κορονοϊό ούτε τις χειρότερες από τις επιπτώσεις που η πανδημία έχει προκαλέσει στην κοινωνία και την οικονομία.
Δεν είναι εύκολα τα πράγματα, βεβαίως, η δουλειά έχει επηρεαστεί, αλλά με ένα «πάλι καλά» μπορούμε και προχωράμε.
Και στο σπίτι, στην οικογένεια, περάσαμε προ πολλού, νωρίς νωρίς στην πρώτη καραντίνα, το διάστημα τού «α, τι καλά που έχουμε επιτέλους χρόνο να είμαστε μαζί». Τα νεύρα μικρών και μεγάλων χτυπάνε συχνά πλέον κόκκινο – άλλο οι φωνές/στριγγλιές/γέλια/κλάματα στο δάσος και την παιδική χαρά και άλλο εντός των τειχών. «Α, εσείς είστε καλά», μου λέει φίλος, «εμείς “σκοτωνόμαστε” από το πρωί έως το βράδυ».
Να παρηγοριέμαι; Ισως. Ομως γνωρίζω ότι όλο αυτό, ακόμη και αν αύριο από ένα “θαύμα” σταματήσει, θα αφήσει κατάλοιπα. Σε εμάς, στα παιδιά, σίγουρα στο σπίτι.
Και αν εμείς μπορούμε (ή τουλάχιστον αναγνωρίζουμε ότι πρέπει) να τα διαχειριστούμε, αυτό δεν εγγυάται ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κάποιου είδους απώλειες. Τουλάχιστον εσείς είστε καλά στην υγεία σας, θα πείτε. Είμαστε όμως; Δεν ξέρω. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας περνάει τα ίδια. Και ένα μεγαλύτερο, πολύ χειρότερα – ίσως ΤΑ χειρότερα.
Για όλους αυτούς, για όλους εμάς, το εμβόλιο (όσοι, τέλος πάντων, το κάνουμε) θα είναι μια ισχυρή ένεση άμυνας του ανοσοποιητικού απέναντι στον κορονοϊό. Παράλληλα, όμως, θα χρειαστεί και μια εθνική εκστρατεία επούλωσης των «πληγών» που η πανδημία και τα μέτρα προστασίας από αυτήν προκάλεσαν σε εκατομμύρια συμπολίτες μας – στις τσέπες τους, στην αυτοτέλειά τους, στην αυτοπεποίθησή τους, στο σώμα και στην ψυχή τους.
Σήμερα ελάχιστοι μιλούν για αυτές τις «πληγές». Από χθες, όμως, με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης όλοι μιλούν για «εκλογές μέσα στο 2021». Και αυτό γεννάει την ελπίδα ότι ίσως η κουβέντα για τις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας σε άτομα και κοινωνία ανοίξει — και έτσι κάποιοι άνθρωποι θα έχουν τις ευκαιρίες να ενημερωθούν, να στηριχθούν, να βοηθηθούν. Αυτοί οι άνθρωποι θα ψηφίσουν και το κυρίαρχο (αν όχι μοναδικό) κριτήριο θα είναι ό,τι τους έχει αφήσει «ο κορονοϊός».
Από την άλλη, βέβαια, όσοι μπαινοβγαίνουν στο Μαξίμου ανήκουν στην ίδια κατηγορία με μένα. Δεν ξέρουν (από πρώτο χέρι) τι περνάει πολύς κόσμος εκεί έξω (εκεί μέσα, πιο σωστά). Αν δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταλάβουν, θα το μάθουν το βράδυ των εκλογών. Και είναι πιθανό να μην τους αρέσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News