Αν αναζητήσει κανείς τον κοινό παρονομαστή στις αλλεπάλληλες διαφοροποιήσεις και τις αντιδράσεις που καταγράφονται τελευταία στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας δεν θα τον βρει στην ιδεολογία, την ταυτότητα ή τον πολιτικό προσανατολισμό του κόμματος. Αντιθέτως, πρόκειται για μια ξεκάθαρη αμφισβήτηση του μοντέλου εξουσίας που εφαρμόζει από το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης: του «επιτελικού κράτους». Είτε του ως θεσμού, είτε των προσώπων πέριξ του Πρωθυπουργού που το ενσαρκώνουν και το υπηρετούν. Διακύβευμα είναι η ίδια η εξουσία. Αν όχι εξ ολοκλήρου, σίγουρα ο διαμοιρασμός της.
Από την πρώτη στιγμή που οι υπουργοί έλαβαν τους περιβόητους μπλε φακέλους, το στενό επιτελείο ελέγχου του έργου τους και δη οι Ακης Σκέρτσος και Γιώργος Γεραπετρίτης μπήκαν στο στόχαστρο. Δεν ήταν σύνηθες στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης κάποιος άλλος, εκτός του Πρωθυπουργού, να επιβλέπει τα (μη) πεπραγμένα τους. Έκτοτε, κάθε ενδοκυβερνητική κρίση έχει συγκεκριμένους αποδέκτες.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών, το οποίο κινητοποίησε ακόμα και τον Κώστα Καραμανλή, χρεώθηκε στον στενό πυρήνα του επιτελικού κράτους, στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Όσο δε για τον περιβόητο νόμο περί των ομόφυλων ζευγαριών, που οδήγησε στην πύρινη ομιλία του Αντώνη Σαμαρά ενώπιον κενών βουλευτικών εδράνων, η οργή προσωποποιήθηκε στους κ.κ. Σκέρτσο και Αλέξη Πατέλη. Παρά τους, κατά γενική ομολογία, λάθος χειρισμούς όσον αφορά την έκταση και το χαρακτήρα της δημόσιας συζήτησης, δύσκολα ξεχνά κανείς την παρασκηνιακή ατάκα κορυφαίου διαφωνούντος υπουργού: «Ε, δεν θα μας κάνει και ό,τι θέλει ο Πατέλης».
Η αντίδραση σταδιακά κεφαλαιοποιήθηκε και έλαβε πιο συλλογικά χαρακτηριστικά, για παράδειγμα με τις επερωτήσεις και τα αναγκαστικά, μαζικά μασάζ βουλευτών. Οι εκάστοτε αντιδρώντες κρατάνε μεγάλες αποστάσεις από το Μέγαρο Μαξίμου- και το αντίστροφο. Τις τελευταίες εβδομάδες μπήκε το κερασάκι στην τούρτα. Δεν είναι άλλο από την δήθεν επερχόμενη «μειοδοσία» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Το «μαγείρεμα». Το «ξεπούλημα» ή ακόμα χειρότερα η «προδοσία». Στο επίκεντρο της κριτικής αυτή τη φορά, εκτός από τον Πρωθυπουργό, είναι ο Γιώργος Γεραπετρίτης ο οποίος, εκτός από υπουργός Εξωτερικών, είναι και ο θεωρητικός του επιτελικού κράτους.
Στην Ελλάδα, ο,τιδήποτε άπτεται στην έννοια του «πατριωτισμού» λειτουργεί ως το καλύτερο υλικό διακομματικής ή και εσωκομματικής ανάφλεξης. Πολύ περισσότερο δε τα Ελληνοτουρκικά. Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον όταν στα δεξιά της Δεξιάς υπάρχουν ήδη δύο σχετικά δυναμικοί σχηματισμοί, έτοιμοι να φιλοξενήσουν τους ψηφοφόρους που πράγματι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση ή, καλύτερα, το πρωθυπουργικό επιτελείο ετοιμάζεται να χαρίσει ζωτικό χώρο στην Τουρκία.
Το ερώτημα εδώ είναι από πού ακριβώς προκύπτει ότι οδηγούμαστε σε άτακτη υποχώρηση έναντι του επελαύνοντος Ερντογάν; Διότι όπως όλα δείχνουν μάλλον η αντίδραση είναι κάπως πρωθύστερη. Ουσιαστικά, δεν έχει συμβεί κάτι που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «προδοσία». Είτε στην Ελλάδα, είτε στην Κύπρο, την οποία μάλιστα ο κ. Σαμαράς φρόντισε να συμπεριλάβει στο «μαγείρεμα», σαν η ίδια να μην έχει κρατική υπόσταση, λαό και Ιστορία- απλώς άγεται από την Αθήνα.
Η αλήθεια είναι ότι η υπέρμετρη αισιοδοξία για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας καλλιεργήθηκε αρχικά τόσο από τον Πρωθυπουργό, όσο και από τον υπουργό Εξωτερικών. Και κυρίως δεν εξηγήθηκε, τουλάχιστον επαρκώς, ποιες είναι- ή ήταν- οι συνθήκες και κυρίως πώς στοιχειοθετείται μια πιθανή μεταστροφή στην πολιτική της Τουρκίας που επιτρέπει να μιλάμε για «παράθυρο» ή ακόμα και για «ιστορική ευκαιρία» επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Πράγματι, οι πολλές και πανομοιότυπες συνεντεύξεις, οι ανούσιες συζητήσεις, ίσως και οι ανούσιες (τουλάχιστον στον αριθμό) συναντήσεις μάλλον προκαλούν το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα: το θέμα συντηρείται στην επικαιρότητα εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, με λάθος τρόπο, χωρίς μάλιστα αντίκρισμα. Η κοινή γνώμη δεν προετοιμάστηκε για μια πιθανή συμφωνία που είναι βέβαιο ότι θα απαιτήσει συγκεκριμένους συμβιβασμούς- περισσότερο ανακατεύτηκε με διάφορα αβάσιμα σενάρια, ενώ βομβαρδίζεται συνεχώς με κορώνες πατριωτικής πλειοδοσίας, εντός κι εκτός Νέας Δημοκρατίας.
Το πρόβλημα είναι ότι η συζήτηση περί πατριωτισμού και η σύνδεσή της με τους χειρισμούς στα Ελληνοτουρκικά κάνει ζημιά στην κυβέρνηση, στέλνοντας πράγματι αρκετό κόσμο δεξιότερα. Γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να συμμαζέψει τα πράγματα δια της κατά μέτωπο αντεπίθεσης και μάλιστα έναντι του Αντώνη Σαμαρά. Αλλά και δια του προσεταιρισμού του Κώστα Καραμανλή, σε μια φανερή προσπάθεια διαχωρισμού των δύο πρώην πρωθυπουργών. Η κατάσταση θα σχηματοποιηθεί καλύτερα τις επόμενες εβδομάδες, ειδικά μετά τη συνάντηση Γεραπετρίτη- Φιντάν, όπου και θα φανεί προς τα πού οδεύει ο διάλογος με την Τουρκία. Αν πάντως υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες επίλυσης, υπό το παρόν τοπίο στο εσωτερικό αυτές τείνουν σταδιακά προς το μηδέν.
Αρεστό ή όχι, αποδυναμωμένο ή μη, το επιτελικό κράτος είναι ένα πρωθυπουργικό κόμμα μέσα στο κόμμα. Όσο η Νέα Δημοκρατία ήταν στο 40% όλα ήταν πολύ καλά και κυρίως ελεγχόμενα. Όταν άρχισε να κυλά αίμα στους διαδρόμους, και ειδικά μετά τις ευρωεκλογές, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι αντιδράσεις. Η πολιτική είναι σκληρό σπορ και δεν χωρούν συναισθηματισμοί και παλινδρομήσεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως γνωρίζουν όλοι στο κόμμα, έχει στο απώτερο μέλλον δύο επιλογές: είτε θα διεκδικήσει τρίτη τετραετία, υπό διαφορετικούς όρους σε σχέση με το 2023 πολλώ δε μάλλον με το 2019, είτε θα αποχωρήσει από την ηγεσία. Και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να μοιραστεί ξανά η εξουσία, με τον πρωθυπουργικό πυρήνα να είναι πλέον σαφώς πιο ευάλωτος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτό προσβλέπουν και οι αποστρατευμένοι πρώην και οι φιλόδοξοι επόμενοι και όσοι βρίσκονται πέριξ αυτών. Η ουσία είναι στην εξουσία και όχι στην πατρίδα ή την ιδεολογία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News