«Ο Στέφανος θυμάται τώρα πως έπειτα ήρθε το φθινόπωρο· ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες. Οι λόφοι άπλωναν βιολέτινοι με τ’ ανθισμένα ρείκια στις πλαγιές, πέρα οι γιαλοί αλλού μενεξεδένιοι αλλού τριανταφυλλοί, οι βράχοι σε σχήματα που άλλαζαν παράξενα κάθε στιγμή κρεμιόνταν σαν ανάεροι στα νερά, οι αμμουδιές χρυσοφεγγίζαν κάτω σαν παρδαλά πανιά απλωμένα στο ακρογιάλι. Ένα φως απαλό και διάφανο, που έμοιαζε σαν να ήταν καθρέφτισμα κατιτίς άυλου, έτρεμε στον αέρα και στη γη. Και η Μαρίκα ήταν τόσο ευτυχισμένη να βυθά, να πλέει, να χάνεται σα σε όνειρο μέσα σ’ αυτό (…) “Μου αρέσει το φθινόπωρο”, έλεγε κ’ έδειχνε απάνω το γλαυκό κ’ έδειχνε γύρω το χρυσό φως και κάτω τις ανεμώνες που έσκαζαν πλήθη πολλά στή γη και πλούμιζαν με τόνους ωχρορόδινους το σκούρο χώμα».
Και εμένα μου αρέσει το φθινόπωρο όπως αισθαντικά το περιγράφει ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος στο «Φθινόπωρο», το συμβολικό μυθιστόρημα-σταθμό της ελληνικής πεζογραφίας που στα εφηβικά μου χρόνια με είχε μαγέψει· αν και είχα παιδευτεί να το καταλάβω. Μιλάμε για σαράντα χρόνια πίσω, τότε το είχα πρωτοδιαβάσει. Μιλάμε και για άλλους είδους φθινόπωρα, και δεν αναφέρομαι τόσο στο λογοτεχνικό όσο στις εποχές όπως τις θυμάμαι. Φθινόπωρα πιο τρυφερά από το εφετινό που έχει εισβάλει ως μεσογειακή εκδοχή του τυφώνα Κατρίνα που είχε ισοπεδώσει τη Νέα Ορλεάνη· «Ξενοφώντα» και «Ζορμπά» βαφτίσαμε εμείς τους δικούς μας «τυφώνες».
Τότε, όταν ήμασταν παιδιά, τα πρωτοβρόχια έπεφταν σαν ευλογία σύμφωνα και με τη δασκάλα μας που τους αφιέρωνε ολόκληρο μάθημα. Την πρώτη ζακετούλα τη φορούσαμε με χαρά και ας μύριζε ναφθαλίνη, γιατί είχαμε βαρεθεί τα κοντομάνικα. Τα μουστοκούλουρα, με τη φοβερή γεύση σοκολάτας και καραμέλας μαζί, ήταν απίθανα όταν τα βουτούσαμε στο γάλα. Την έναρξη του σχολείου η αλήθεια είναι πως δεν την καλοβλέπαμε, αλλά τουλάχιστον μας αγόραζαν καινούρια σάκα. Και γι’ αυτό μας άρεσε το φθινόπωρο.
Τώρα οι πρώτες βροχές προκαλούν πανικό πριν καν ξεκινήσουν να πέφτουν. Οι ενημερωτικές εκπομπές συνήθως τις παρουσιάζουν σαν τον νέο κατακλυσμό του Νώε. Και εμείς αντί να σκεφτούμε με ανακούφιση τη φύση που ποτίζεται και την πόλη που καθαρίζει, σκεφτόμαστε με τρόμο την πιθανότητα να σημειωθούν νέες πλημμύρες, πιθανώς με θύματα. Βρίζουμε που πρέπει να βγούμε στον δρόμο για να πάμε στη δουλειά μας. Ανησυχούμε για τα παιδιά που πρέπει να πάνε στο σχολείο. Φυσικά ούτε μάθημα για τα πρωτοβρόχια γίνεται· τα σχολεία τα έκλεισαν άρον άρον.
Εδώ που τα λέμε δεν είναι πόλη (η Αθήνα τουλάχιστον) για να κυκλοφορείς όταν βρέχει, ένα μαρτύριο είναι! Οπότε, δεν είμαστε τρελοί που ακούμε για πρωτοβρόχια και παθαίνουμε ταχυκαρδία, είναι το περιβάλλον που δεν βοηθάει να παραμείνουμε ήρεμοι. Οι συνθήκες της ζωής μας. Οι γειτονιές μας όπως τις χτίσαμε – και τα δάση μας όπως τα χτίσαμε. Τα φρεάτια που δεν τα καθαρίζουμε. Τα ρέματα που τα κάναμε σκουπιδότοπους. Είναι ένα σωρό πράγματα που δεν έχουν γίνει όπως έπρεπε, ώστε ακόμα και ο κακός μας ο καιρός να μπορεί να είναι ασφαλής απόλαυση «μπροστά στο τζάκι, αγκαλιά στην πολυθρόνα…».
Λέμε πως οι εποχές άλλαξαν, δεν είναι πιο αυτό που ήταν. Και εμείς όμως αλλάξαμε: Εκνευρισμένοι, αγχωμένοι και τρομαγμένοι βλέπουμε γύρω μας μόνο προβλήματα, δεν εμπιστευόμαστε (εν πολλοίς δικαίως) εκείνους που έπρεπε να τα έχουν λύσει και περιμένουμε μόνο το κακό. Ετσι και τα πρωτοβρόχια που τόσο ωραία τα περιέγραφε η δασκάλα και ακόμα πιο ωραία τα βιώναμε στα εκδρομικά σαββατοκύριακα του Σεπτεμβρίου περπατώντας με προσοχή σε γλιστερά μονοπάτια καλυμμένα με κίτρινα φύλλα, φέτος έγιναν θρίλερ.
Το παράκανε είναι η αλήθεια ο «Ξενοφών» που δεν μας άφησε τις προάλλες να κοιμηθούμε έτσι όπως ταλαιπωρούσε τις τέντες και τις γλάστρες μας, όμως μέχρι στιγμής η πατρίδα βρίσκεται στη θέση της, δεν έχει απογειωθεί όπως φοβηθήκαμε. Και η βροχή που έπεσε ήταν απαραίτητη καθώς οι προηγούμενοι μήνες ήταν άνυδροι για πολλά μέρη της Ελλάδας. Οσοι λοιπόν έχουμε την ευτυχία της ασφαλούς στέγης ας απολαύσουμε τη νέα εποχή. Με την ευχή, και ο πολυσυζητημένος «Ζορμπάς» να περάσει ανώδυνα. Γιατί αυτός ναι, μοιάζει ακραίο φαινόμενο για τα μέρη μας. Κατά τα άλλα, και από βροχές ξέρουμε, και από αέρηδες ξέρουμε, και από φθινόπωρα ξέρουμε. Πού να έρθει και ο χειμώνας, ο μεγάλος ανεπιθύμητος για όσους θα τον περάσουμε για άλλη μια χρονιά χωρίς κεντρική θέρμανση. Για αυτόν όμως θα αγχωθούμε (και πιθανώς θα γράψουμε) σε έναν – δύο μήνες.
ΥΓ. Δεν χρειάζεται, υποθέτω, να επισημάνω πως ακόμα και αν αστειευόμαστε με τη βίαιη έλευση του φθινοπώρου, η σκέψη μας και η έγνοια μας βρίσκονται πάντα κοντά σε όποιον δεν έχει πάνω από το κεφάλι του το κεραμίδι που σε κάνει να αντιμετωπίζεις ακόμα και τους «Ζορμπάδες» με χιούμορ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News