814
| YouTube/ProtagonTeam

Οχι άλλον Στέλιο Καζαντζίδη

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 30 Δεκεμβρίου 2024, 12:00
|YouTube/ProtagonTeam

Οχι άλλον Στέλιο Καζαντζίδη

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 30 Δεκεμβρίου 2024, 12:00

Χθες το βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι με κυνηγούσε κάποιος για να μου πει τη γνώμη του για τον Στέλιο Καζαντζίδη κι εγώ έτρεχα να ξεφύγω και φώναζα «δεν θέλω, δεν θέλω άλλον Καζαντζίδη». Ξύπνησα με δύσπνοια και μπήκα λίγο στα σόσιαλ να ξεχαστώ, να με πάρει ξανά ο ύπνος. Εκεί, από κάθε γωνία πεταγόταν και ένας που έλεγε την άποψή του για τον Στέλιο Καζαντζίδη. 

Ως συνήθως, κάποιοι τσακώνονται, φιλίες ετών χαλάνε, άλλοι υπερβάλλουν μέχρι γελοιότητας, πολλοί παραθέτουν κάποια «βιωματική» σχέση τους με τον αείμνηστο λαϊκό αοιδό, ενώ άλλοι γράφουν ατελείωτα σεντόνια για το απόλυτο τίποτα, με το ακατανόητο ύφος που υιοθετούν συχνά οι άνθρωποι όταν θέλουν να γράψουν κάτι πολύ βαθύ για ένα πολύ ρηχό θέμα. 

Εμένα η μόνη βιωματική σχέση μου με τον Στέλιο Καζαντζίδη είναι από τον χειμώνα του 2006, που είχα μετακομίσει στη Βαρσοβία. Δεν μιλούσα γρυ πολωνικά και επειδή στην τηλεόρασή τους οι Πολωνοί δεν έχουν υπότιτλους, αλλά είναι ένας που μεταφράζει τα πάντα, τσακωμούς, έρωτες, σκοτωμούς, σεξ, διαλόγους, στον ίδιο απαθή τόνο, βαριόμουν κι έψαξα την ERTWorld. 

Και ανοίγω τη δορυφορική υπηρεσία της εθνικής μας τηλεόρασης, 12 το μεσημέρι, και βλέπω τον Στέλιο Καζαντζίδη σε ένα παλιό, ασπρόμαυρο βίντεο, να τραγουδάει θλιμμένα, συνοδεία μιας εξίσου θλιμμένης ορχήστρας, σε ένα θλιμμένο πάλκο, με φόντο ένα θλιμμένο σκηνικό. 

Αισθάνθηκα λίγο σαν γκασταρμπάιτερ, μια βραδιά στο Λεβερκούζεν λίγο έξω από τον σταθμό. Διότι αν ακούς Καζαντζίδη –ειδικά στις 12 το μεσημέρι– ή είσαι όντως γκασταρμπάιτερ τη δεκαετία του ’60, ή είσαι αυτοκτονικός. Ή ταξιτζής. Αλλιώς, γιατί; 

Η μανούρα που γίνεται εσχάτως πέριξ του Στέλιου Καζαντζίδη, με αφορμή την ταινία «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, δεν είναι πρωτοφανής. Αποκλείεται να μπεις στα σόσιαλ ή και στα mainstream ΜΜΕ αυτόν τον καιρό και να μην πέσεις επάνω σε Καζαντζίδη. Στάθηκα την πρώτη φορά, τη δεύτερη, άντε και την τρίτη, να διαβάσω αυτές τις ατελείωτες και τρομερά βαθυστόχαστες αναλύσεις που γίνονται για το τραγούδι «Υπάρχω», ας πούμε, λες και δεν είναι άλλο ένα καψουροτράγουδο αλλά μια χαμένη Ραψωδία του Ομήρου, που μας αποκαλύπτει ότι ο Οδυσσέας τελικά χώρισε την Πηνελόπη και πήγε πίσω στη σπηλιά να τα φτιάξει με τον Πολύφημο.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ανάλογα με το ποιον θα ακούσεις-διαβάσεις, ήταν ένας λαϊκός ήρωας (γιατί;), ένας μνημειώδης ερμηνευτής (τα ίδια λέγαμε και για το Βασίλη Καρρά, να θυμίσω), ένας μισογύνης (λες και θα μπορούσε να είναι φεμινιστής στο χρονικό και κοινωνικό του πλαίσιο) ή ένας ημίθεος του ελληνικού πολιτισμού. 

Από την άλλη, διάφοροι βρίσκουν ευκαιρία να εκφράσουν την αποστροφή τους προς τον ίδιο και τα τραγούδια του. «Ακούω Καζαντζίδη και ξερνάω», έγραψε κάποιος στα σόσιαλ, διότι πάντα υπάρχουν εκείνοι που νιώθουν την ανάγκη να υπερτονίσουν την πολιτιστική τους αποστασιοποίηση από το λούμπεν, ασχέτως που όταν το κάνεις αυτό, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, γίνεσαι αυτομάτως λούμπεν ο ίδιος. 

Και βέβαια, είναι και εκείνοι που προσδίδουν πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά και άλλα περισπούδαστα νοήματα γύρω από το θέμα: «Δεν χτυπάνε τον Καζαντζίδη, χτυπάνε τον λαό», διάβασα κάπου και πραγματικά λύγισα. 

Η ξαφνική αποθέωση ή ακύρωση του Στέλιου Καζαντζίδη, που έρχεται χρόνια μετά τον θάνατό του από ανθρώπους που δεν θυμούνταν καν ότι «Υπήρχε» πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, δεν είναι παρά μια ακόμη διέξοδος από τη διαδικτυακή βαρεμάρα, που οδηγεί αναπόφευκτα σε κρεσέντο υπερβολής. Ολοι πρέπει να γράψουν την άποψή τους και να κάνουν με αυτήν την άποψη «τη διαφορά». Οι Αγγλοι το λένε FOMO – Fear of Missing Out· μην και γίνει κάτι στο Διαδίκτυο και δεν πάρω μέρος, δηλαδή. Ετσι, άνθρωποι που μας έχουν μουρλάνει στην όπερα, ξαφνικά βρίσκουν την πολιτιστική τους επιφοίτηση στον Καζαντζίδη και τα παλκοτράγουδα, άνθρωποι που μερακλώνουν με Σφακιανάκη, «σιχαίνονται» τον Καζαντζίδη και πάει λέγοντας.  

Μετά, είναι η ταινία. Ντροπή, λέει, να υποδυθεί ο Χρήστος Μάστορας τον Στέλιο Καζαντζίδη. Είναι που δεν ήταν διαθέσιμος ο Ντάνιελ Ντέι Λούις. Ασε που ο Χρήστος Μάστορας είναι για τις τωρινές γενιές το ίδιο που ήταν ο Καζαντζίδης για τις παλιότερες: ένας τραγουδιστής που απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό, τον σνομπάρουν οι υπόλοιποι και πιθανότατα κάποια μέρα η ζωή του θα γίνει ταινία και θα αρχίσει ο διαδικτυακός καβγάς του μέλλοντος. 

Η νοσταλγία είναι μια εντελώς παράδοξη κατάσταση που σε κάνει να συγκινείσαι με πράγματα που δεν συμπάθησες, στην πραγματικότητα, ποτέ. Οι περισσότεροι από αυτούς που γράφουν ελεγείες για τον Στέλιο Καζαντζίδη σήμερα, δεν θα περνούσαν ούτε έξω από τα κέντρα όπου τραγουδούσε τότε. Τώρα, όμως, το χωροχρονικό εκείνο πλαίσιο τούς φαίνεται μαγευτικό, περίπου όπως όταν πηγαίνεις σε μια χώρα του Τρίτου Κόσμου ως τουρίστας και ενθουσιάζεσαι με το φολκλόρ, αλλά δεν θα μπορούσες ποτέ να ζήσεις εκεί. 

Είναι πολιτιστικό «κεφάλαιο»; Κατά μία έννοια ναι. Εξέφρασε μια συγκεκριμένη εποχή και κάποια συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα. Ολα αυτά ελάχιστη σχέση έχουν με το σήμερα. Θα έπρεπε, συνεπώς, να μπορούμε να δούμε το θέμα αποστασιοποιημένα και στις πραγματικές διαστάσεις του. 

Δεν μπορούμε, όμως, και σε αυτό δεν φταίει κανένας Καζαντζίδης. Φταίει που έχει χαθεί κάθε μέτρο και κάθε συναίσθηση του τι είναι πραγματικά σημαντικό και σε τι βαθμό.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...