Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε στίχους του γερμανού ποιητή Βολφ Μπίρμαν. Στο ποίημα «Αυτούς τους έχω βαρεθεί», ο Μπίρμαν περιγράφει τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο»: «κέρδος ποτέ, μα από παθήματα χορτάτος, που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά». Το άκουγες από τη Μαρία Δημητριάδη και σιχαινόσουν τον ανθρωπάκο, ήθελες να τον καρφώσεις, σαν πινέζα, στη γη.
Την ίδια περίοδο, στην πρώιμη Μεταπολίτευση, ο Πάνος Τζαβέλας λοιδορούσε και κατήγγειλε στο «Λημέρι» του τον «κυρ Παντελή». «Εντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή, σκέβρωσες, σάπισες στο μαγαζί, τη νιότη ξόδεψες και την ορμή, για τη δραχμή». Και στα τραπέζια, κάτω από το νέφος των τσιγάρων, η νεολαία σιγόνταρε, πίνοντας ρετσίνα, πληρωμένη από κάποιον κυρ Παντελή που μπορεί να τον έλεγαν και αλλιώς.
Πάνω κάτω τον ίδιο καιρό, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μελοποίησε τα «Μικροαστικά» του Γιάννη Νεγρεπόντη. Και έβγαζε τη γλώσσα σε αυτούς που είχαν ως όνειρο να χώσουν κάπου με ασφάλεια το φοβισμένο κεφάλι τους. «Γιατί είμαστε νομοταγείς, κοιτάμε τη δουλειά μας, μπλεξίματα δεν θέλουμε στην οικογένειά μας».
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Δήμος Μούτσης έβαλε τα πράγματα στη θέση τους για τη μεσαία τάξη, τη μόνη τάξη με έντιμη συνείδηση εθνική. Και το έκανε σαφές: «Για όλα φταίνε οι γκόμενες, οι πρώην και οι επόμενες».
Η μεσαία τάξη κατά κάποιον τρόπο δαιμονοποιήθηκε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Ο μικροαστισμός ταυτίστηκε με το αισθητικό και κοινωνικό κιτς. Και ο μέσος ανθρωπάκος έσκυβε το κεφάλι είτε από ντροπή είτε από φόβο. Ναι, είναι μία οπτική που συνάδει με αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Η άρχουσα τάξη θεωρείται εξ ορισμού εχθρική. Και η μεσαία υπάρχει για να απορροφά την πίεση που ασκούν τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Η επιδίωξη της ευημερίας έγινε αντικείμενο καλλιτεχνικής χλεύης. Μάθαμε να ακούμε για το δίκιο του εργάτη, αλλά δεν μας είπαν κάτι σχετικό για τους μικρομεσαίους.
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική ιστορία, από τον 20ό αιώνα έως και τις ημέρες μας, περιγράφεται καλύτερα μέσα από τη διαδρομή, τις κατακτήσεις και τις αντιφάσεις της μεσαίας τάξης. Αυτή αλλάζει πάντα τη χώρα, σπρώχνει τα πράγματα μπροστά ή προσπαθεί να τα συγκρατήσει στη θέση τους. Και να που φτάσαμε σε αυτές τις εκλογές και όλοι μιλούν για τη μεσαία τάξη. Λες και την ανακάλυψαν τώρα, λες και μόλις σχηματίστηκε. Ο Μητσοτάκης λέει ότι την εκπροσωπεί και ο Τσίπρας στέκεται απολογητικός ενώπιόν της. Και στο μεταξύ, δεν μπορούμε καν να ορίσουμε με σαφήνεια για ποιους ανθρώπους μιλάμε.
Την Πέμπτη ολοκληρώνεται στο ξενοδοχείο Divani Caravel το πραγματικά πολύ ενδιαφέρον συνέδριο με θέμα «Η ανασύσταση της μεσαίας τάξης» που διοργανώνεται από τον e-κύκλο, δηλαδή το think tank του Ευάγγελου Βενιζέλου. Ενα μικρό πλήθος αξιόλογων ομιλητών επιχειρεί να συγκροτήσει την ταυτότητα της μεσαίας τάξης, να μετρήσει την ένταση της πίεσης που έχει υποστεί στα χρόνια της κρίσης και να κάνει υποδείξεις ανάταξης.
Ποια είναι, λοιπόν, η μεσαία τάξη; Είναι οι οικογένειες που δηλώνουν εισόδημα 10.000-13.000 ευρώ ή πρέπει να πάμε πιο ψηλά, να φτάσουμε στο οικογενειακό εισόδημα των 18.000 όπως, ας πούμε, προσδιορίζεται από τον υπουργό Οικονομικών; Μήπως είναι σωστό να θεωρήσουμε ως μεσαία τάξη και αυτούς που φτάνουν έως τις 40.000 ευρώ; Και εν τέλει πόσο αληθινά είναι τα ποσά για τα οποία συζητάμε; Στην αρχή της κρίσης αυξήθηκαν κατά 10% τα εισοδήματα των αυτοπασχολουμένων. Τα φορολογητέα. Ηταν η περίοδος που όλοι ζητούσαν απόδειξη.
Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, ο ορισμός της μεσαίας τάξης είναι μία μάλλον αφηρημένη υπόθεση που ξεκινάει κάπου στις 13.000 ευρώ ως οικογενειακό εισόδημα και μπορεί να φτάσει μέχρι εκεί που θέλει αυτός που εξετάζει το αντικείμενο. Αν πάντως ορίσουμε ένα πεδίο ανάμεσα στις 10.000 ευρώ και τις 42.000 ευρώ, θα συμπεριλάβουμε το 90% των ελληνικών νοικοκυριών που πλήρωσαν και το μάρμαρο της κρίσης. Τα περισσότερα από αυτά τα νοικοκυριά είδαν τα εισοδήματά τους να συμπιέζονται, τις υποχρεώσεις να υπερβαίνουν τα έσοδα και την αξία της ακίνητης περιουσίας τους να μειώνεται σχεδόν κατά 50%. Ολα αυτά σε μία χώρα που πλέον τα 2/3 του κόστους εργασίας καταλήγουν στο κράτος, το οποίο επιμένει να μοιράζει επιδόματα χωρίς να ελέγχει την περιουσιακή κατάσταση των παραληπτών.
Βλέποντας τη συμπίεση που υπέστη η μεσαία τάξη στην Ελλάδα, είναι να απορείς, τελικά, για το πώς διατήρησε την κοινωνική συνοχή στη χώρα. Και εν τέλει ίσως οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η εκτόνωση προς τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ μάς επέτρεψε να αποφύγουμε τα χειρότερα.
Στο δυτικό κοινωνικό μοντέλο, η ευημερία και το εύρος της μεσαίας τάξης συνδέονται με την ποιότητα της Δημοκρατίας. Είναι δύο έννοιες που τροφοδοτούν η μία την άλλη. Αυτό αμφισβητείται εσχάτως από το ασιατικό μοντέλο, όπου η ευημερία της μεσαίας τάξης δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από πολιτικές ελευθερίες. Υπάρχει περίπτωση να δούμε κάτι τέτοιο και στη δική μας, την κοντινή γεωγραφική σφαίρα; Απαντάται μάλλον αρνητικά, γιατί κυριαρχεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ομως από την άλλη και ο Τραμπ αυτό θέτει με τον τρόπο του, στο μέτρο που του επιτρέπεται: μπροστά στην ευημερία της μεσαίας τάξης δεν υπάρχει τίποτα άλλο, ούτε καν ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικά αν πρόκειται για μετανάστες.
Η «ανακάλυψη» της μεσαίας τάξης από τα κόμματα εξουσίας είναι, ασφαλώς, μία θετική εξέλιξη. Εκεί που ακούγαμε μόνο για συνταξιούχους και ανέργους, τώρα προστίθεται και κάτι για τη μεσαία τάξη. Και έρχεται πλέον η Αριστερά να αναγνωρίσει το δικαίωμά της στην ευημερία, να κάνει, κατά κάποιον τρόπο, έστω και προσχηματικά, ειρήνη μαζί της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News