Eνα έργο τέχνης έχει τη δυνατότητα, αν είναι στις προθέσεις του δημιουργού του, να φέρει το κοινό αντιμέτωπο με τον εαυτό του, να του επιτρέψει να ρίξει μία σύντομη ματιά στην πραγματικότητά που τον περιβάλει χωρίς τον παραμορφωτικό φακό των προκαταλήψεων, της συνήθειας, του φόβου ή απλά της ροής της καθημερινότητας. Έστω τον προτρέπει να εξετάσει τη πιθανότητα να μην είναι τα πράγματα όπως έχει μάθει. Και από το να φανταστεί κανείς τον εαυτό του να ζει σε διαφορετικές συνθήκες, είναι πολύ πιο δύσκολο να δει διαφορετικά τις συνθήκες στις οποίες ζει.
Η ελληνική θεατρική παραγωγή των τελευταίων χρόνων μέσα στην ποσότητα των έργων και την ποικιλία των προσεγγίσεων που έχει να παρουσιάσει, ανέδειξε και το ενδιαφέρον του κοινού για τον ωμό ρεαλισμό στη σκηνή. Δύο από τις παραστάσεις με τη μεγαλύτερη επιτυχία σε αυτή τη κατηγορία είναι τα έργα «Στέλλα κοιμήσου», σε σκηνοθεσία Γιάννη Οικονομίδη, το οποίο παιζόταν τα τελευταία τρία χρόνια, και «Πατέρας» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, που ανέβηκε φέτος και ήδη έχει πολύ θετικά σχόλια από κοινό και κριτικούς. Και τα δύο έργα είναι γραμμένα από τους σκηνοθέτες τους και βασίζονται σε παλαιότερα θεατρικά κείμενα, στο «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου και στο «Πατερας» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ αντίστοιχα.
Και οι δύο παραστάσεις έχουν προκαλέσει θόρυβο. Τόσο λόγω της επιτυχίας και των συζητήσεων που έχουν πυροδοτήσει, όσο και της έντασης στη σκηνή που περιλαμβάνει υψηλά επίπεδα σωματικής και λεκτικής βίας. Θόρυβο όμως γεννά και η εκκωφαντική αποδόμηση της ελληνικής οικογένειας, η οποία παρουσιάζεται και στις δύο παραστάσεις όχι ως σημείο αναφοράς και επαναφοράς σε συνθήκες κρίσης αλλά η ίδια σε μόνιμη κρίση, ως μαύρη τρύπα που καταπίνει ότι υπάρχει γύρω της, χωρίς ελπίδα διαφυγής. Οι συγκεκριμένες συνθήκες είναι ακραίες, οριακές και με αυτές σίγουρα δεν μπορεί να ταυτιστεί η πλειοψηφία των θεατών. Στηρίζονται όμως σε εσωτερικές δομές και εντάσσονται σε ένα εξωτερικό περιβάλλον οικείο. Με λίγα λόγια αυτές οι οικογένειες δεν είναι ο μέσος όρος, αλλά μπορεί να υπάρχουν στην Ελλάδα. Δύσκολα όμως τις φαντάζεται κανείς στη Σουηδία. Χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και εκεί πιθανότατα προβληματικές οικογένειες. Αλλά με άλλο τρόπο.
Είναι ενδιαφέρουσα η εντυπωσιακά θετική ανταπόκριση του θεατρικού κοινού σε αυτές τις παραστάσεις. Και είναι ακόμα περισσότερο ενδιαφέρουσα αν σκεφτεί κανείς την διαφορά της εικόνας της οικογένειας σε αυτές σε σχέση με εκείνη στην ελληνική τηλεόραση. Έτσι κι αλλιώς η τηλεοπτική παραγωγή σε αντίθεση με την θεατρική δεν προσπαθεί ούτε καν να υποκριθεί πως ακολουθεί την παγκόσμια τάση που θέλει το θέαμα να θέτει ερωτήματα και να φέρνει έναν καθρέφτη μπροστά στο κοινό. Η ελληνική τηλεόραση, όχι μόνο τώρα αλλά και πριν από την κρίση, φέρνει μάλλον μία ζωγραφιά στις καλύτερες περιπτώσεις, μία καρικατούρα στις χειρότερες, μπροστά στο κοινό. Σε κάθε περίπτωση μία στάσιμη εικόνα, είτε εξιδανικευμένη είτε με αποδεκτές, ανώδυνες ατέλειες διαχρονικά αμετάβλητων χαρακτήρων. Όλα οι ρόλοι και οι σχέσεις μεταξύ τους δεν έχουν αλλάξει στην ελληνική τηλεοπτική οικογένεια τα τελευταία 30 χρόνια.
Η οικογένεια έχει επιδράσει και συνεχίζει να επιδρά σε σημαντικό βαθμό στην ψυχοσύνθεση και στη συγκρότηση της προσωπικότητας του Ελληνα, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σε άλλες χώρες. Ο ισραηλινός ιστορικός και συγγραφέας Γιουβάλ Νόα Χαράρι γράφει στο βιβλίο του «Sapiens» ότι για αιώνες ήταν κυριολεκτικά αδύνατη η επιβίωση του ατόμου έξω από την οικογένεια. Αυτή παρείχε την εκπαίδευση, το επάγγελμα, την ιατρική περίθαλψη.
Με τη βιομηχανική επανάσταση, η ανάγκη για πλήθος εργατικών χεριών στις πόλεις ανάγκασε το κράτος να αναλάβει τα παραπάνω, οπότε και ο ρόλος της οικογένειας ατόνησε. Πλέον ήταν δυνατό να επιβιώσει κάποιος εκτός οικογένειας. Αυτό το στάδιο καθυστέρησε στην Ελλάδα, και λόγω της διαχρονικά περιορισμένη προσφοράς του ελληνικού κράτους στους παραπάνω τομείς η οικογένεια παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας, στήριγμα (όπως αποδείχθηκε στη κρίση), αλλά ταυτόχρονα και βάρος. Ενδεχομένως να πρέπει σε έναν βαθμό να αναζητηθούν και εκεί οι αιτίες χαρακτηριστικών που συντέλεσαν στη κρίση, ή έστω δεν ενθαρρύνουν τις αλλαγές που θα απέτρεπαν την κρίση. Ακόμα και η ρήξη της νέας γενιάς με την παλαιότερη γίνεται κάθε φορά γίνεται σε προβλεπόμενα και καθορισμένα πλαίσια, σαν ένα μπούμερανγκ που επιστρέφει πάλι πίσω.
Ισως και η σχέση του Ελληνα με το κράτος αποτελεί μία εκδοχή της σχέσης του με την οικογένεια. Περιμένει τα πάντα από αυτό, αλλά τον κατηγορεί και για τα πάντα. Πότε είναι ο πατέρας του «Στέλλα κοιμήσου», πότε εκείνος του «Πατέρας». Είναι η οικογένεια που μας έχει προσφέρει ό,τι έχουμε, παράλληλα μας καταπιέζει, θέλουμε να δραπετεύσουμε από αυτή, ενίοτε την οδηγούμε στην καταστροφή. Πάντα όμως καθορίζει τη δράση μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News