Μέσα Απριλίου 2020. Εχει ήδη περάσει παραπάνω από μήνας που έκλεισαν τα σχολεία της χώρας και, κατόπιν, τα μαγαζιά, οι παραλίες, τα πάρκα, οι εκκλησίες – σχεδόν τα πάντα. Απομονωμένοι στα σπίτια μας, εκείνα που τώρα μας απασχολούν είναι η διαχείριση του ανεξέλεγκτου προσωπικού φόβου μας και η αγωνία για το τι μέλλει να συμβεί, στον κόσμο αλλά και κυρίως στη χώρα μας. Ετούτην ακριβώς την στιγμή υπάρχουν μόνο τρία αδιαμφισβήτητα δεδομένα, τα εξής:
– Μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση και οι υπόλοιποι πολιτικοί θεσμοί αντέδρασαν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
– Μετά το πέρας της πανδημίας, η χώρα μοιραία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια συνολική κρίση πρωτοφανών διαστάσεων.
– Από σήμερα μέχρι το πέρας της πανδημίας, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην χώρα. Αλλά και κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει ότι αυτές οι εξελίξεις θα είναι καθοριστικές για το εθνικό μας μέλλον.
Aς ξαναγυρίσουμε, όμως, στο μεταβατικό σήμερα, όπου, σε ελάχιστο διάστημα, η χώρα έχει ήδη βρεθεί αντιμέτωπη με δύο συνεχόμενες κρίσεις. Η πρώτη ήταν το μεταναστευτικό πρόβλημα που δημιούργησε η Τουρκία (28 Φεβρουαρίου) ανοίγοντας τα χερσαία σύνορά της σε χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που προσπάθησαν να περάσουν στην Ευρώπη. Η δεύτερη μεγάλη κρίση προκλήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού. Γνωρίζουμε ότι, μέχρι στιγμής, η αντιμετώπιση και των δύο αυτών κρίσεων υπήρξε θετική και αρκετά επιτυχής. Σε μερικές από τις επιμέρους πτυχές της, θα αναφερθώ παρακάτω. Αν όμως εστιάσουμε καλύτερα στην μεγάλη εικόνα των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, θα δούμε να συμβαίνει κάτι πολύ πιο σημαντικό – η εν μέσω της κρίσης απρόσμενη μεταμόρφωση του όλου πολιτικού μας συστήματος σε μια, σχεδόν ιδεοτυπική, φιλελεύθερη δημοκρατία. Εξηγούμαι, ξεκινώντας από τις διαφορές ανάμεσα στην φιλελεύθερη δημοκρατία και το αντίθετό της, τον λαϊκισμό.
Σαν λαός με μακρά εμπειρία λαϊκιστικών κυβερνήσεων, μπορούμε να κατανοήσουμε τον λαϊκισμό πολύ απλά ως ένα σύστημα δημοκρατικού αντι-φιλελευθερισμού (democratic illiberalism), δηλαδή το ακριβώς αντίθετο μιας σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Παρότι, λοιπόν, δέχεται την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο λαϊκισμός δείχνει σαφή προτίμηση σε μη φιλελεύθερες πολιτικές πρακτικές, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία. Οι λαϊκιστές αντιλαμβάνονται την κοινωνία σαν να είναι διαιρεμένη σε δύο – και μόνο δύο – αντίπαλα στρατόπεδα, τον πλειοψηφικό «λαό» και ένα μικρό αλλά πανίσχυρο «κατεστημένο». Αυτή η κοινωνική διαίρεση οδηγεί αναπόφευκτα, όταν οι λαϊκιστές καταλαμβάνουν την εξουσία, σε πολιτική πόλωση και, ταυτοχρόνως, στην υποβάθμιση των θεσμών της συντεταγμένης πολιτείας και την παρέκκλιση από το κράτος δικαίου. Οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν το κράτος και τους πόρους του για την ικανοποίηση των συμφερόντων της δικής τους εκλογικής βάσης (την οποία ταυτίζουν με τον «λαό»), έστω και όταν αυτό γίνεται εις βάρος της θεσμικής νομιμότητας και του «κοινού καλού». Οι κοινωνικοί και πολιτικοί τους αντίπαλοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι κάθε λογής ειδικοί και τεχνοκράτες, βρίσκονται αίφνης στο περιθώριο της πολιτικής διαδικασίας. Το δε σύνολο της κοινωνίας, έχοντας πλέον χάσει την εμπιστοσύνη του στους ξεφτισμένους θεσμούς, βρίσκεται να λειτουργεί μέσα σε ένα εξαιρετικά πολωμένο κλίμα που κάθε άλλο παρά προάγει την κοινωνική αλληλεγγύη. Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι λαϊκιστές αδυνατούν να δώσουν λύσεις σε δύσκολα πολιτικά και τεχνικά προβλήματα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές σε μεγάλης έκτασης κρίσεις.
Η σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία λειτουργεί με τον ακριβώς αντίστροφο τρόπο. Οπως δείχνει σχηματικά το παρακάτω γράφημα, στον πυρήνα μιας τέτοιας δημοκρατίας βρίσκεται μια εκλεγμένη κυβέρνηση με τρία τουλάχιστον χαρακτηριστικά: την ευελιξία στην λήψη αποφάσεων, την διαφάνεια στον τρόπο λειτουργίας της, και την αποτελεσματικότητα των ενεργειών της. Σε άμεση αλληλεπίδραση με μια τέτοια κυβέρνηση, βρίσκονται πέντε ξεχωριστοί τομείς που πρέπει να λειτουργούν εξίσου ικανοποιητικά. Ο πρώτος τομέας περιλαμβάνει το ικανό κράτος, το οποίο μεριμνά για την ασφάλεια και την ευημερία όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, εντός ή εκτός της εθνικής επικράτειας. Ο δεύτερος τομέας είναι η συνεργασία ανάμεσα στην κυβέρνηση και το κράτος από την μια πλευρά με το επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό από την άλλη, με σκοπό την εξεύρεση βέλτιστων λύσεων σε περίπλοκα προβλήματα. Ο τρίτος τομέας σχετίζεται με τον ρόλο της αντιπολίτευσης που, στην φιλελεύθερη δημοκρατία, επιλέγει την εποικοδομητική κριτική στην κυβέρνηση αντί για τους συνεχείς καβγάδες, την μετριοπάθεια αντί της πόλωσης και, ειδικά σε περιόδους κρίσης, ακόμη και την εν μέρει ανοιχτή συνεργασία αντί της τυφλής αντιπαράθεσης. Ο τέταρτος τομέας σχετίζεται με την λειτουργία των θεσμών της πολιτείας. Στον βαθμό που τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση πειθαρχούν στη νομιμότητα του θεσμικού-συνταγματικού πλαισίου της πολιτείας, η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους θεσμούς αυξάνεται ενώ η δημοκρατία ενισχύεται. Τέλος, ο πέμπτος τομέας που είναι απολύτως απαραίτητος για την λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η διαμόρφωση της «κοινωνίας πολιτών», δηλαδή μία κοινωνία ευθύνης με αναπτυγμένη αλληλεγγύη, ακριβώς επειδή γνωρίζει πώς η κυβέρνηση, το κράτος και η αντιπολίτευση λειτουργούν για λογαριασμό της σε ένα λειτουργικό και σχετικά ασφαλές θεσμικό περιβάλλον.
Ιδανική λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας
Αν τώρα, αυτές τις μέρες της προσωρινής μας απομόνωσης, παρατηρήσουμε το νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται εν μέσω των αλλεπάλληλων κρίσεων, ειδικά δε της εξελισσόμενης πανδημίας, θα διαπιστώσουμε ότι και τα έξι στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως απεικονίζονται στο παραπάνω γράφημα, είναι παρόντα και συνεργάζονται μεταξύ τους. Ας δούμε ένα-ένα τα κομμάτια της εικόνας που αναδύεται.
Η κυβέρνηση, πρώτα, έχει δράσει τις περισσότερες φορές ταχύτατα και αποτελεσματικά. Σε σχέση με το προσφυγικό, έκλεισε αυθημερόν (28/2) τα σύνορα στον Έβρο, ενώ ταυτόχρονα αύξησε τον βαθμό ασφάλειάς τους και ανέλαβε μια –όπως αποδείχτηκε, εξαιρετικά επιτυχημένη– διπλωματική εκστρατεία με σκοπό να αποθαρρύνει την τουρκική προκλητικότητα.
Σε σχέση με την αντιμετώπιση του κορονοϊού, η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να λάβει δραστικά μέτρα για να περιορίσει την εξάπλωσή του νωρίτερα και ταχύτερα από άλλες κυβερνήσεις της Ευρώπης. Ηδη στις 10 Μαρτίου, με μόλις 89 επιβεβαιωμένα κρούσματα στην χώρα, έκλεισαν όλα τα σχολεία, ενώ δύο μόλις μέρες αργότερα, όταν τα κρούσματα είχαν φτάσει τα 117, ανεστάλη η λειτουργία των εστιατορίων, των θεάτρων και των κινηματογράφων. Στις 13 Μαρτίου, με τον αριθμό των κρουσμάτων στα 190 και τον πρώτο νεκρό από τον κορονοϊού, η κυβέρνηση αποφάσισε το κλείσιμο όλων των καταστημάτων εκτός των φαρμακείων και των σουπερμάρκετ, όπως επίσης ανακοίνωσε νέες προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού για την ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας. Εκείνη την ίδια ημέρα, η Ισπανία είχε ήδη χιλιάδες κρουσμάτων και κόντευε τους 200 νεκρούς αλλά η ισπανική κυβέρνηση δεν είχε ακόμη πάρει κανένα σοβαρό μέτρο για τον περιορισμό της πανδημίας.
Η ελληνική κυβέρνηση, επιπλέον, επέλεξε να δράσει με αμεσότητα και ειλικρίνεια. Εκτός από την καθημερινή ενημέρωση από τον εκπρόσωπο του υπουργείου Υγείας και τον αρμόδιο υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας, ο Πρωθυπουργός απευθύνθηκε με συχνά τηλεοπτικά μηνύματα στους πολίτες για να τους εμψυχώνει και να τους ενημερώνει προσωπικά, τόσο για την εξέλιξη της πανδημίας όσο και για την αντιμετώπισή της από το κράτος.
Το ίδιο το κράτος, δεύτερον, απέκτησε «επιτελικό» χαρακτήρα, πράγμα που το έκανε αποτελεσματικότερο, ειδικά, όπως αποδείχτηκε, σε συνθήκες κρίσης. Ο εξορθολογισμός της δημόσιας διοίκησης υπήρξε, πράγματι, το πρώτο μέλημα της σημερινής κυβέρνησης. Σχεδόν αμέσως μόλις ανήλθε στην εξουσία, πριν ακόμη εμφανιστεί η πανδημία, είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή ένα νέο «εγχειρίδιο διακυβέρνησης» με κάθετη δομή, συγκεκριμένους στόχους ανά υπουργείο και σαφή χρονοδιαγράμματα. Για πρώτη φορά νομοθετήθηκε η διάκριση ανάμεσα σε πολιτική και υπηρεσιακή διοίκηση, ενώ θεσμοθετήθηκε μια ενιαία αρχή διαφάνειας για όλη την δημόσια διοίκηση. Κομβική σημασία στις νέες ρυθμίσεις αποτέλεσε η σύσταση της Προεδρίας της Κυβέρνησης, η οποία ανέλαβε να παρακολουθεί την ύλη και το έργο όλων των υπουργείων, όπως επίσης να προειδοποιεί για τυχόν καθυστερήσεις.
Εν μέσω της κρίσης, τα κυριότερα υπουργεία λειτούργησαν αποτελεσματικά. Η εθνική άμυνα ενισχύθηκε στα σύνορα της χώρας, το υπουργείο Εξωτερικών επέδειξε αξιοσημείωτες διπλωματικές επιτυχίες, η δημόσια τάξη ουδέποτε απειλήθηκε, οι υπηρεσίες υγείας βελτιώθηκαν σημαντικά με νέο ιατρικό και νοσοκομειακό υλικό. Από τα σημαντικότερα επιτεύγματα ήταν, ασφαλώς, η ταχύτατη εφαρμογή της ψηφιακής διακυβέρνησης, καθώς και ο ευρύτερος ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας. Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας φάνηκε στις εβδομάδες της κοινωνικής καραντίνας, όταν οι πολίτες διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι μπορούν να απολαύσουν σημαντικές κρατικές υπηρεσίες – όπως εκπαίδευση, συνταγογράφηση, λήψη πιστοποιητικών – από τα σπίτια τους. Επίσης εξαιρετικά σημαντικές ήταν οι εφαρμογές προηγμένης τεχνολογίας που ανέπτυξε – και ήδη χρησιμοποιεί – η Πολιτική Προστασία για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η πολιτική τάξη, τρίτον, προτίμησε αυτήν τη φορά να ακούσει τους ειδικούς, αναθέτοντας τους ρόλους-κλειδιά. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν έχασε καμία ευκαιρία για να τονίζει ότι, ειδικά στις δύσκολες συνθήκες της παρούσας συγκυρίας, η κυβέρνησή του ακολουθεί την γνώμη των ειδικών παρά το δικό της πολιτικό ένστικτο. Στη συνέντευξη που έδωσε στην Κριστίν Αμανπούρ (CNN) την 1η Απριλίου, ήταν απολύτως σαφής: «Η κυβέρνηση εμπιστεύτηκε τους ειδικούς», είπε και κατόπιν συμπλήρωσε: «Οι πραγματικοί ειδικοί, οι “τεχνοκράτες”, οι οποίοι λοιδορήθηκαν για πολλά χρόνια, τώρα μας καθοδηγούν (ως κυβέρνηση) σε σχέση με τις σωστές πολιτικές αποφάσεις που χρειάζεται να πάρουμε».
Η καλύτερη εικόνα σύγχρονου τεχνοκράτη, ο οποίος κατά την κρίση ανέλαβε επιτελική θέση ακριβώς ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία, είναι εκείνη του λοιμωξιολόγου καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Ηδη από την 1η Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση τον όρισε ως επικεφαλής του υπουργείου Υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως επίσης εκπρόσωπο Τύπου με σκοπό την ενημέρωση των πολιτών για θέματα υγείας. Ετσι, κάθε μέρα στις 18:00, οι Ελληνες συνήθισαν να βλέπουν στην τηλεόραση και να ακούν με προσοχή τον τεχνοκράτη Τσιόδρα. Εκτός όμως από την εμπιστοσύνη των πολιτών στο εσωτερικό της χώρας, ο Τσιόδρας κέρδισε, για τον εαυτό του και για την Ελλάδα, πολλά επαινετικά σχόλια από το εξωτερικό.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η δημόσια τοποθέτηση του ίδιου του Μητσοτάκη (τηλεοπτικό διάγγελμα 11 Μαρτίου) κατά το οποίο, απευθυνόμενος στην ηγεσία της Εκκλησίας που ήθελε να συνεχίσει τις λειτουργίες, μίλησε για την ανάγκη της προσωπικής πίστης που ο ίδιος επικαλείται στις περιστάσεις, προσθέτοντας: «Ως πρωθυπουργός, όμως, οφείλω να ακούσω τους ειδικούς επιστήμονες. Ο,τι ισχύει για τις δημόσιες συναθροίσεις, ισχύει και για τις εκκλησίες μας… Γι’ αυτό και τα θρησκευτικά καθήκοντα πρέπει κι αυτά να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα (κ)αι να επιτελούνται, όσο είναι εφικτό, από το σπίτι, ώστε να περιορίζονται οι μεγάλες συναθροίσεις».
Το τέταρτο σημαντικό στοιχείο του φιλελεύθερου δημοκρατικού οικοδομήματος είναι ο ρόλος της αντιπολίτευσης, ο οποίος χρειάζεται να είναι κριτικός μεν αλλά πολιτικά μετριοπαθής και, σε κρίσιμες εθνικές στιγμές, ακόμη και συνεργατικός. Πράγματι, μέσα στην τρέχουσα κρίση, η αντιπολίτευση στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, διευκολύνοντας έτσι σημαντικά το έργο της κυβέρνησης αλλά και προάγοντας νέο πολιτικό πολιτισμό. Ο μεν πρωθυπουργός φρόντισε να έχει ενημερωτικές επαφές σε διαδικτυακές συνομιλίες με όλους τους αρχηγούς των κομμάτων, οι δε πολιτικοί αρχηγοί υποστήριξαν στην πλειονότητά τους τις κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ παράλληλα πρότειναν πρόσθετα μέτρα.
Ετσι, σχετικά με την αντιμετώπιση του Προσφυγικού, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να παραδεχτεί πως το κλείσιμο των συνόρων ήταν σωστή ενέργεια. Επίσης, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας, ο υπουργός Υγείας κατά την προηγούμενη διακυβέρνηση Ανδρέας Ξανθός παραδέχτηκε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι «τα μέτρα είναι προς την σωστή κατεύθυνση». Ο ίδιος εξήρε την επιλογή του Σ. Τσιόδρα για την εποπτεία της πανδημίας προσθέτοντας ότι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση, θα έκανε την ίδια επιλογή προσώπου για την συγκεκριμένη θέση. Η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, τόνισε δημόσια ότι το κόμμα της «επέλεξε να είναι χρήσιμο (αντί να( κάνει αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση», ενώ αναγνώρισε δημοσίως ότι αρκετές από τις προτάσεις του κόμματός της έγιναν δεκτές από τον Πρωθυπουργό.
Πέμπτο σημαντικό απαιτούμενο κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους θεσμούς της πολιτείας. Θυμάστε πόσο βαθιά και έντονη αμφισβήτηση δοκίμασαν οι θεσμοί κατά την προηγούμενη δεκαετία και μέχρι αρκετά πρόσφατα; Σήμερα βλέπουμε το ακριβώς αντίθετο! Κατ’ αρχάς, οι προβλέψεις του Συντάγματος αποδείχτηκαν για μια ακόμη φορά επαρκείς για την αντιμετώπιση κρίσιμων περιστάσεων. Η εκλογή της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας από όλα σχεδόν τα κόμματα δημιούργησε μίαν ακόμη ευνοϊκή συγκυρία για την ενδυνάμωση των θεσμών. Ο στρατός, η αστυνομία, η δημόσια διοίκηση στο σύνολό της και οι δημόσιοι λειτουργοί ξεχωριστά απολαμβάνουν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης από τους πολίτες.
Δείτε πώς αποτυπώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις που διενεργούνται εν μέσω της πανδημίας την εμπιστοσύνη των πολιτών στους χειρισμούς της κυβέρνησης και τους λοιπούς θεσμούς. Σε μία πρώτη έρευνα, 74% της κοινής γνώμης έδειξε ικανοποιημένη από την αντιμετώπιση του προσφυγικού από την κυβέρνηση και σχεδόν 80% θεώρησε επαρκή την ενημέρωση σχετικά με τον κορονοϊό. Σε άλλη έρευνα που διενεργήθηκε έως την 1η Απριλίου, ένα θηριώδες 82% αξιολόγησε (πολύ ή αρκετά) θετικά τις ενέργειες της κυβέρνησης για την πανδημία. Ακόμη πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι οι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ αξιολόγησαν την κυβέρνηση θετικά κατά ποσοστό 89% ενώ εκείνοι του ΣΥΡΙΖΑ κατά ποσοστό 78%.
Το έκτο και τελευταίο στοιχείο που συμπληρώνει το οικοδόμημα της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι άλλο από την περίφημη, αλλά συχνά αόρατη, «κοινωνία πολιτών». Πρόκειται για το σύνολο της κοινωνίας που, είτε ατομικά είτε συλλογικά, λειτουργεί με κοινωνική ευθύνη και αλληλέγγυο τρόπο, που παίρνει πρωτοβουλίες δίχως να παραβιάζει το δίκαιο, και που συμπαρίσταται στην εκάστοτε κυβέρνηση χωρίς να παύει να την ελέγχει. Πρόκειται για όλους εμάς που, στην παρούσα κρίση, μένουμε σπίτι, ακούμε την γνώμη των ειδικών και συμμορφωνόμαστε με τις επιταγές του υπεύθυνου κράτους. Αλλά πρόκειται και για κάτι ακόμη, την κοινωνική αλληλεγγύη και τον εθελοντισμό που, ειδικά στις συνθήκες της πανδημίας, εκδηλώθηκαν με πρωτοφανή τρόπο.
Πλήθος ανθρώπων, επιχειρήσεων, οργανισμών και ιδρυμάτων επέδειξαν θαυμαστή ανταπόκριση στις έκτακτες ανάγκες που δημιούργησε η κρίση. Από τη δική της μεριά, η κυβέρνηση επίσης κινητοποίησε τον ιδιωτικό τομέα, ιδίως μεγάλα ιδρύματα, τα οποία μέχρι σήμερα συνεχίζουν να προσφέρουν, κυρίως υπό μορφή δωρεών, σε πολλούς τομείς κρατικής πολιτικής. Οι κλάδοι της ιδιωτικής υγείας, τροφίμων, ναυτιλίας, ενέργειας και πολλοί άλλοι προσέφεραν γενναιόδωρη βοήθεια, ιδίως για την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας αλλά και σε οικονομικά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Ωστόσο, να το επαναλάβω, βρισκόμαστε μόνον στα μέσα Απριλίου. Η πανδημία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, κανείς μας δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην χώρα. Αλλά, ακριβώς επειδή οι παρούσες εξελίξεις πρόκειται να είναι καθοριστικές για το μέλλον, μπορούμε με τα σημερινά στοιχεία να ελπίζουμε βάσιμα ότι το πέρας της πανδημίας θα βρει το πολιτικό σύστημα της χώρας πιο ισχυρό και περισσότερο αποτελεσματικό από ποτέ.
Λίγα χρόνια πριν, ακριβώς στο επίκεντρο της κρίσης που μας δοκίμασε κατά την προηγούμενη δεκαετία, έγραψα ένα βιβλίο για τον ρόλο που διαδραμάτισε ο λαϊκισμός στην πολιτική ανάπτυξη της χώρας μας κατά την Μεταπολίτευση. Το βιβλίο έκλεινε με την εξής φράση: «Ο πολιτικός φιλελευθερισμός παραμένει το ανολοκλήρωτο σχέδιο της Ελλάδας» (σ. 241). Πόσο παράξενο είναι που χρειάστηκε μία ακόμη τερατώδης κρίση, αλλά και ελάχιστο χρονικό διάστημα, για την οικοδόμηση ενός πλήρως φιλελεύθερου συστήματος στην Ελλάδα! Και πόσο εντυπωσιακό επίτευγμα θα ήταν αν μπορέσουμε να διατηρήσουμε το νέο κεκτημένο όταν η σημερινή κρίση θα έχει κι αυτή περάσει και η Ελλάδα θα γιορτάζει δύο αιώνες σύγχρονης Ιστορίας – για πρώτη φορά ως άρτια φιλελεύθερη δημοκρατία!
* Ο Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το Populism and Liberal Democracy: A Comparative and Theoretical Analysis (Oxford University Press, 2019). Διατηρεί το ιστολόγιο www.pappaspopulism.com
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News