Ενδιαφέρονται, άραγε, στην Αθήνα για το πολιτικό μέλλον του Ταγίπ Ερντογάν σε βάθος χρόνου πέραν της τρέχουσας θητείας του; Η πραγματικότητα είναι ότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν η σιβυλλική δήλωση τού επί 21 συναπτά έτη αδιαμφισβήτητου ηγέτη της γείτονος περί «τελευταίων» εκλογών, αντανακλά τις πραγματικές προθέσεις του ή απλώς αποτελεί μια ακόμα προσπάθεια συσπείρωσης του ακροατηρίου του ενόψει της κάλπης των αυτοδιοικητικών. Αλλωστε, η σχετική συζήτηση στην Τουρκία διεξάγεται σε δύο, θεωρητικά, επίπεδα: Δύναται βάσει Συντάγματος ο Ερντογάν να διεκδικήσει ξανά, το 2028, την προεδρία; Σε τι κατάσταση θα είναι, άραγε, τότε η υγεία του;
Οσο ρευστή, όμως, είναι η ερμηνεία των νόμων στην Τουρκία του Ερντογάν ή όσο κλονισμένη υποτίθεται ότι είναι υγεία του, άλλο τόσο –και ακόμα περισσότερο– ρευστές και κλονισμένες είναι οι ευρύτερες γεωπολιτικές ισορροπίες. Ετσι, οποιεσδήποτε προβλέψεις, ειδικά σε ορίζοντα πενταετίας, καθίστανται, αν μη τι άλλο, επισφαλείς. Πάντως, υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, νέων ή μη, η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης δεν αλλάζει: Στόχος είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διαστολή του χρόνου ηρεμίας που επικρατεί τους τελευταίους μήνες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Τουλάχιστον έως το τέλος της θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Είναι φανερό ότι καμία πλευρά δεν βιάζεται. Εξίσου φανερή είναι και η έλλειψη διάθεσης για ευθείες λεκτικές αντιπαραθέσεις – και αυτό μάλιστα παρά το γεγονός ότι οι σχετικές αφορμές από την τουρκική πλευρά όχι μόνο δεν έχουν πάψει να υφίστανται, αλλά, όσο περνά ο καιρός, αυξάνονται. Εντός αυτής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας διεξήχθη τη Δευτέρα στην Αγκυρα ο δεύτερος γύρος των πολιτικών διαβουλεύσεων μεταξύ της υφυπουργού Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και του τούρκου ομολόγου της Μπουράκ Ακτσαπάρ.
Τρεις μήνες μεσολάβησαν από την πρώτη επαφή και όπως αποτυπώθηκε στο κοινό ελληνοτουρκικό ανακοινωθέν, η ουσιαστική πρόοδος επί των διμερών ζητημάτων είναι σχεδόν μηδενική. Αλλωστε, δεν αναμενόταν κάτι διαφορετικό, καθώς η Τουρκία δεν έχει δείξει την παραμικρή διάθεση να αποσύρει τις πάγιες, επεκτατικές αξιώσεις της. Η διαδικασία, παρότι πολιτικά αναβαθμισμένη, προσομοιάζει περισσότερο στους παράλληλους μονολόγους που επί χρόνια διεξάγονταν στους ατέρμονους γύρους των διερευνητικών επαφών. Στοχεύει, δε, κατά κύριο λόγο στη διαχείριση και όχι τη λύση των διαφορών.
Πηγές με άριστη γνώση των συνομιλιών αναδεικνύουν το καλό κλίμα που επικράτησε μεταξύ των δύο υφυπουργών, επισημαίνοντας ότι η κ. Παπαδοπούλου έθεσε στον ομόλογό της το ζήτημα των Notam και των Navtex, ως στοιχείο που δύναται να διαταράξει τα ήρεμα νερά. Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι νέο. Στις 20 Φεβρουαρίου, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών γνωστοποίησε ότι επέδωσε σχετική ρηματική διακοίνωση στην Αγκυρα, απορρίπτοντας τους τουρκικούς ισχυρισμούς περί αποστρατιωτικοποίησης και κυριαρχίας του Αιγαίου.
Από την άλλη πλευρά, αυτό που σημειώνουν διαχρονικοί γνώστες των ελληνο-τουρκικών σχέσεων είναι ότι η Τουρκία ανέκαθεν πρόβαλλε τις αξιώσεις της μέσω οδηγιών και ειδοποιήσεων προς ναυτιλλομένους και αεροπόρους. Αν, τέλος, θα έπρεπε κανείς να στοιχηματίσει τι βρέθηκε στην κορυφή της ατζέντας του Μπουράκ Ακτσαπάρ, αυτό θα ήταν μια σειρά θεμάτων περί της δήθεν «τουρκικής» μειονότητας.
«Οι δύο πλευρές επανέλαβαν την κοινή δέσμευσή τους να αξιοποιήσουν την υπάρχουσα θετική ατμόσφαιρα σύμφωνα με τη Διακήρυξη των Αθηνών που υπεγράφη τον περασμένο Δεκέμβριο από τους ηγέτες των δύο χωρών», σημειώνεται στο κοινό και πολύ προσεκτικά γραμμένο ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά την ολοκλήρων των πολιτικών διαβουλεύσεων.
Ενα ανακοινωθέν το οποίο αφενός είναι όσο γενικόλογο πρέπει, αφετέρου υποδεικνύει και το επόμενο «ορόσημο», δηλαδή την επικείμενη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τουρκία τον ερχόμενο Μάιο. Η κυρία Παπαδοπούλου και ο Μπουράκ Ακτσαπάρ εξέτασαν, όπως έκαναν λίγες εβδομάδες πριν και οι προϊστάμενοί τους, ορισμένες από τις λεπτομέρειες του νέου τετ α τετ κορυφής. Εως τότε μεσολαβούν ορισμένα ακόμα αργόσυρτα βήματα: Μία συνάντηση για τη θετική ατζέντα στις 15 Απριλίου και μία για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στις 22 Απριλίου.
Μοιάζει παράδοξο, αλλά αυτό που αναζητά τώρα η ελληνική κυβέρνηση είναι η ακινησία στη βάση όσων επιτευχθεί έως σήμερα. Οση ενέργεια αφιερώθηκε τους προηγουμένους μήνες για να στηθεί ο μηχανισμός του διαλόγου, υπό την εποπτεία των δύο υπουργείων Εξωτερικών και με τους δύο ηγέτες να έχουν το γενικό πρόσταγμα, άλλη τόση πρέπει τώρα να ξοδευτεί απλώς για να παραμείνει η διαδικασία ενεργή. Χωρίς βήματα μπροστά, αλλά κυρίως χωρίς πισωγυρίσματα.
Ειδικά το τελευταίο εναπόκειται στην Τουρκία και δη στον Ταγίπ Ερντογάν: Δηλαδή αν, σε τι βαθμό και, κυρίως, με ποιο τρόπο θα επιχειρήσει να επαναφέρει στην πρώτη γραμμή την αναθεωρητική ατζέντα του. Εως τότε, αυτό που ισχύει –και επισημαίνεται με κάθε ευκαιρία από το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών–, είναι ότι όταν λειτουργούν οι δίαυλοι επικοινωνίας, σε διάφορα επίπεδα, τότε εκλείπουν οι κίνδυνοι παρεκτροπής.
Από τη στιγμή που ο ελληνοτουρκικός διάλογος απώλεσε την όποια δυναμική είχε αποκτήσει τις πρώτες εβδομάδες μετά την επανεκλογή Μητσοτάκη – Ερντογάν, στην Αθήνα γνωρίζουν ότι αυτό που απομένει είναι να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο. Οπως έχει σημειωθεί, επανειλημμένως, στο Protagon, αυτό που επιδιώκει ο Πρωθυπουργός δεν είναι τόσο η μετατροπή της «ιστορικής ευκαιρίας» σε πράξη, με την παραπομπή της διαφοράς οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στη Χάγη, όσο η διατήρηση της νηνεμίας προκειμένου να εφαρμοστούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό. Η πολιτική προτεραιότητα αμφοτέρων των ηγετών εντοπίζεται πίσω από τα σύνορα. Οσον αφορά τον Ερντογάν, μένει να δούμε για πόσο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News