Aκουγα πρόσφατα για νιοστή φορά το διπλό άλμπουμ «Quadrophenia» των Who (το καλό ροκ ποτέ δεν πεθαίνει). Όταν λοιπόν, μετά την εισαγωγή, μπήκε το τραγούδι «The real me» με τον δυναμισμό της κιθάρας του Πιτ Τάουνσεντ, η σκέψη μου πέταξε συνειρμικά στο θέμα της έκθεσης των φετινών πανελληνίων. Κι αυτό επειδή ένα από τα κριτήρια για την εισαγωγή των υποψηφίων στις ανώτατες σχολές έγινε το αν και ποιο ρόλο παίζει η Ποίηση στην προσωπική τους ζωή και το «ποια είναι η σχέση (τους) με την ανάγνωση βιβλίων και ποιος ο ρόλος της στη γενικότερη διαχείριση του προσωπικού (τους) χρόνου…».
Το θέμα δέχθηκε πολύπλευρη κριτική κυρίως για τον κομφορμισμό που ήταν φανερό ότι επέβαλε στους υποψήφιους, αναγκάζοντάς τους να γράψουν απόψεις που υπέθεταν ότι θα «έπρεπε να γράψουν, ώστε να αρέσουν στους εξεταστές», καθώς είναι γνωστό πως η μεγάλη πλειοψηφία των νέων ελάχιστη σχέση έχει, τόσο με την ποίηση, όσο και με το διάβασμα γενικότερα, σε αντανάκλαση (γιατί όχι;) της συμπεριφοράς και των επιλογών του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, πέρα από αυτό και την αποκάλυψη ότι ένα από τα κείμενα που συνόδευαν το θέμα ήταν προϊόν λογοκλοπής, παρατήρησα πως έγινε γενικά αποδεκτό το να θεωρηθεί ως θέμα έκθεσης κάτι που αναφέρεται σε προσωπικά κριτήρια. Διατυπώθηκαν π.χ. εναλλακτικά ερωτήματα στα οποία να διατηρείται μεν ο προσωπικός τόνος των ερωτήσεων, αλλά να αφήνουν τους νέους να εκφράσουν ελεύθερα το εγώ τους. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Αχιλλέας Ντελής στο Protagon, το θέμα της έκθεσης «θα πρέπει να επιτρέπει την ανάδειξη της ατομικότητας του μαθητή τοποθετούμενο στη χρυσή τομή της λογικής με το συναίσθημα» πράγμα που αποτελεί και «την πρόθεση της πρόσφατης αναμόρφωσης του μαθήματος της έκθεσης».
Τα παραπάνω μας δείχνουν άλλο ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο συγχέονται έννοιες και σκοποί, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό, τόσο της μορφής της δημόσιας συζήτησης και φθάνει μέχρι τον σχεδιασμό και τη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Εξηγούμαι, υπενθυμίζοντας τη σημασία της ικανότητας για διάκριση (που τόνιζε μεταξύ των άλλων και ο Μέγας Βασίλειος με το θαυμάσιο παράδειγμά του για τις μέλισσες που ξέρουν από ποια λουλούδια θα πάρουν το νέκταρ): Ο σκοπός των Πανελληνίων ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ να βοηθήσει στην ανάδειξη των συναισθημάτων των μαθητών που διαγωνίζονται για την είσοδό τους στις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μπορεί κάτι τέτοιο να περιέχεται στα προγράμματα σπουδών της λογοτεχνίας αλλά δεν έχει καμία σχέση με τις Πανελλήνιες Εξετάσεις.
Στις Πανελλήνιες, λόγω του απόλυτα συγκεκριμένου σκοπού τους, πρέπει να εξετάζονται οι μαθητές ως προς τις ικανότητες που έχουν αποκτήσει στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες, τα αρχαία ελληνικά και τα άλλα μαθήματα, που αποτελούν αναγκαία προαπαιτούμενα για την επιτυχή παρακολούθηση των μαθημάτων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Επομένως, ως προς την έκθεση, αυτό που θα πρέπει να εξετάζεται είναι η ικανότητα κατανόησης κειμένων (η έλλειψή της οποίας είναι ιδιαίτερα αισθητή στις νεότερες γενιές και προκαλεί μεγάλη εντύπωση η αδιαφορία της πολιτείας για διορθωτικά μέτρα) και η ικανότητα επιχειρηματολογίας πάνω σε συγκεκριμένα θεωρητικά θέματα (η οποία επίσης έχει πέσει δραματικά, αφού άλλωστε η βάση της επιχειρηματολογίας που είναι η απόδειξη στη γεωμετρία έχει εξαφανιστεί από την ελληνική εκπαίδευση). Μπορεί να δει κανείς τι θέματα μπαίνουν, τόσο στις αντίστοιχες εξετάσεις SAT στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη, π.χ. στο Μπακαλωρεά στη Γαλλία. Μάλιστα, εκεί καλείται ο μαθητής να διακρίνει και να αναλύσει επιχειρήματα, με τα οποία μπορεί να διαφωνεί απολύτως, ακριβώς επειδή ο σκοπός δεν είναι να του περάσουν μια politically correct άποψη, όπως εδώ, αλλά να μάθει να επιχειρηματολογεί.
Και από την άλλη πλευρά, ακόμα κι αν στα θέματα ζητούσαν την ειλικρινή άποψη των μαθητών, γιατί θα έπρεπε η όσο καλά τεκμηριωμένη άποψη για τη σημασία ή όχι της ποίησης στη ζωή ενός μαθητή να αποτελεί κριτήριο για την εισαγωγή του στην ιατρική ή στο πολυτεχνείο; Και επιπλέον γιατί να έχει ο όποιος καθηγητής το δικαίωμα να κρίνει την όποια άποψη ενός μαθητή για την ποίηση, τη λογοτεχνία ή τη μουσική, ασχέτως τεκμηρίωσης. Γιατί εδώ τίθεται τόσο το θέμα της αισθητικής άποψης (περί ορέξεως ουδείς λόγος – δεν υπάρχουν άραγε άξιοι επιστήμονες που ακούνε σκυλάδικα;) όσο και το θέμα της εσωτερικής κριτικής των διαφόρων ρευμάτων στη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα: πόσο τεκμηριωμένη μπορεί να θεωρηθεί στο πλαίσιο βαθμολόγησης πανελληνίων η υποστήριξη της απόλυτης στάσης του Τριστάν Τζαρά όταν τον κατηγορούσαν πως τα ντανταϊστικά του ποιήματα (που απάγγειλε στο Cabaret Voltaire στη παλιά πόλη της Ζυρίχης) δεν είχαν αναγνωρίσιμο νόημα, καθώς απαντούσε πως «εγώ δεν είμαι ταχυδρόμος να μεταφέρω μηνύματα – είμαι ποιητής»;
Αλλωστε, για να γυρίσουμε και στους Who, στους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού, ο ήρωας του έργου πηγαίνει δεξιά κι αριστερά, αναζητώντας τον «αληθινό εαυτό του» και ρωτώντας «Can you see the real me?» Ποιους ρωτάει;
Πηγαίνει σε έναν γιατρό, στη μητέρα του, στο κορίτσι που αγαπούσε, σε παράξενους ανθρώπους που τον ήξεραν στις παρέες τους και σε έναν ιερέα. Υποθέτω πως είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι όλοι οι παραπάνω κοινωνικοί τύποι που παίζουν ρόλο στον σχηματισμό και την αναγνώριση της ταυτότητας ενός νέου. Έ λοιπόν, όχι – σε καθηγητή δεν πάει να γράψει εξετάσεις για να κριθεί το είδος και η ποιότητα της ατομικότητάς του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News