Θυμάμαι που κάποτε κανονίζαμε, μια ολιγομελής παρέα–συνήθως όσοι είχαμε ξεμείνει στην Αθήνα– να πηγαίνουμε μαζί στον Επιτάφιο του Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτη (με το δέλεαρ της φιλαρμονικής του Δήμου) ή κάποιον άλλον «γραφικό» π.χ. στην Αγία Αικατερίνη στην Πλάκα. Ηταν φίλοι αγαπημένοι από τα φοιτητικά χρόνια αλλά, είχαν αρχίσει πλέον οι «ενήλικες» υποχρεώσεις και στη διάρκεια της χρονιάς χανόμασταν. Και όμως η παρέα του Επιταφίου συναντιόμασταν απαρέγκλιτα κάθε χρόνο. Είχε κάτι, αυτό το γλυκόπικρο socializing μέσα στη μουντάδα της Μεγάλης Παρασκευής.
Το Πάσχα ήταν πάντα, πάνω από όλα, μια αφορμή για ανταμώματα. Δεν χρειάζεσαι να είσαι βαριά θρήσκος. Ούτε να εκδράμεις με εκατό νοματαίους στας εξοχάς. Εν έτει 2024, σε ένα λαβωμένο κόσμο από την «κοινωνική αποστασιοποίηση» (όχι της πανδημίας, την άλλη, την ηθελημένη), το σηκώνομαι από τον καναπέ μου, αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η μέρα είναι διαφορετική, βάζω το τζιν μου ή τα καλά μου και πηγαίνω κάπου να συναντήσω ανθρώπους (για να ανάψω ένα κερί ή έστω, για να ανακηρυχθώ ο πιο ψαγμένος ψήστης ανήμερα του Πάσχα) έχει κάτι το ιαματικό.
Στο άρθρο του «Τhe true cost of the churchgoing bust» στο Atlantic, ο (δηλωμένος αγνωστικιστής) Ντέρεκ Τόμπσον έγραφε πρόσφατα για τη χαμένη συλλογικότητα της οργανωμένης θρησκείας. Σαράντα εκατομμύρια Αμερικανοί (δηλαδή ένας στους οκτώ) σταμάτησαν να πηγαίνουν στην εκκλησία τα τελευταία 25 χρόνια, «η μεγαλύτερη μεταβολή στην εκκλησιαστική προσέλευση στην αμερικανική Ιστορία».
Η απομάκρυνση αυτή, υπογραμμίζει ο Τόμσον, τυχαίνει να συμπίπτει με μια ιστορικά άνευ προηγουμένου πτώση στην δια ζώσης επαφή. Για κάποιες δημογραφικές ομάδες, οι συνέπειες αυτής της «σύμπτωσης» μπορεί να είναι πολύ πιο καταστροφικές από όσο νομίζουμε.
Για παράδειγμα, τα αγόρια και τα κορίτσια ηλικίας 15 έως 19 ετών έχουν, σύμφωνα με την American Time Use Survey, μειώσει τις ζωντανές κοινωνικές τους επαφές κατά τρεις ώρες την εβδομάδα. Όπως συμπεραίνει ο Τόμπσον: «Δεν έχει καταγραφή άλλη περίοδος στην Ιστορία των ΗΠΑ κατά την οποία οι νέοι να έχουν τόσο λίγες πιθανότητες να συμμετέχουν σε θρησκευτικές λειτουργίες και που να περνούν τόσο χρόνο μόνοι τους».
Δεν είναι η θρησκευτικότητα στην οποία εστιάζει στο άρθρο του στο «Atlantic» ο αμερικανός δημοσιογράφος, αλλά αυτή η έννοια της κοινότητας που προσφέρει η θρησκεία (όποια και αν είναι αυτή η θρησκεία). Με άλλα λόγια, οι χώροι στους οποίους οι άνθρωποι παραδοσιακά συναντιόμαστε ολοένα και και λιγοστεύουν. Και δεν αντικαθίστανται με κάτι άλλο.
Εκτός δηλαδή από το Ιντερνετ. Οπου όλα είναι ίδια. Ενας ομοιόμορφος, άχρονος πολτός, ένα μαγαζί με τα πάντα, ανοιχτό όλο το 24ωρο, στο οποίο μπαινοβγαίνεις μόνος, χωρίς να το κουνήσεις από το σπίτι.
Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, τα διάφορα θρησκευτικά τελετουργικά σε υποχρεώνουν να εστιάσεις σε έναν συγκεκριμένο χρόνο, να αφιερώσεις ώρα για περισυλλογή, προσευχή, χρόνο με τις υπαρξιακές σου ανησυχίες ή τον εαυτό σου.
Αντίθετα, «στον εικονικό κόσμο δεν υπάρχει καθημερινό, εβδομαδιαίο ή ετήσιο ημερολόγιο που να δομεί πότε οι άνθρωποι μπορούν και πότε δεν μπορούν να κάνουν πράγματα» γράφει ο γνωστός αμερικανός κοινωνικός ψυχολόγος Τζόναθαν Χάιντ στο πρόσφατο βιβλίο του «The Anxious Generation». Η ψηφιακή ζωή είναι «ασώματη, ασύγχρονη, ρηχή και μοναχική».
Οι άλλες συναντήσεις
Ακόμα και αυτή η μια, κάποια συνάντηση με το θείο (για άλλους ουσιαστική, για άλλους φολκλόρ και καταναγκαστική, για άλλους μια επανασύνδεση με μνήμες της οικογένειας ή του τόπου τους κ.ο.κ.) παραμένει αναπόσπαστο συστατικό του Πάσχα. Είναι αυτό το μεταφυσικό «τσίμπημα» (από ανάγκη ή από συνήθεια) που, θέλεις δε θέλεις, βιώνεις κάθε χρόνο όταν ακούς το «ω, γλυκύ μου έαρ», όταν βουτάς τα αυγά στην πορφυρή μπογιά ή όταν ακούς τα χαρμόσυνα καμπανίσματα της Ανάστασης.
Είναι οι μνήμες των νεκρών σου που τέτοιες μέρες αρχίζουν και ζουζουνίζουν μέσα στο κεφάλι σου, πάνω από μια φύση που ξυπνά και θεριεύει. Άλλα ανταμώματα αυτά, κάποιες φορές σκληρά (για εκείνους που έφυγαν νωρίς ή πρόσφατα), άλλα λυσίπονα.
Όπως λέει ένας από τους πολυάριθμους ήρωες, όλοι τους νεκροί, στο βιβλίο του Τζωρτζ Σόντερς «Λήθη και Λίκολν» (εκδόσεις Ικαρος): «Αγαπηθήκαμε, λέω, και καθώς θα μας θυμούνται, κι ας έχουν περάσει πολλά χρόνια, οι άνθρωποι χαμογελάνε, χαρούμενοι για λίγο από τη θύμηση».
Υποθέτω, αυτές τις τελετουργικές, συναντήσεις του Πάσχα δεν τις πολυαντιλαμβάνεσαι, παρά μόνο, αν για κάποιο λόγο, τις απολέσεις. Πέρυσι π.χ., είδα στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας μια κυρία με ένα τάμπλετ μέσα στην εκκλησία, να «κινηματογραφεί», συνομιλώντας ταυτόχρονα με κάποιον.
Εριξα τη λαθραία μου ματιά και διαπίστωσα ότι συνομιλούσε με μια φοιτήτρια σε κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα του εξωτερικού (με μεγάλη διαφορά ώρας, εκεί ήταν πρωί). Η νεαρή (κόρη ή εγγονή;), μια εκπρόσωπος της Γενιάς Z μέσα σε κάποιο εργαστήριο της σχολής της, χαμογελούσε πλατιά και έδειχνε να απολαμβάνει αυτή τη μικρή «τζούρα» από ελληνικό Πάσχα. Φολκλόρ, ξεφολκόρ ήταν η συνάντησή της με κάτι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News