Πριν από λίγες ημέρες η Βουλή τον Ελλήνων ψήφισε τον νόμο 4640/2019 που αφορά τη «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις».
Είναι από τους νόμους που συνήθως οι εφημερίδες δεν αφιερώνουν ούτε μονόστηλο και οι παρουσιαστές των ενημερωτικών εκπομπών αδιαφορούν. Όμως συχνά στις τροπολογίες που συνοδεύουν αυτούς τους νόμους κρύβονται κάποιες ενδιαφέρουσες νομοθετικές παρεμβάσεις, με τον τρόπο που πάει ο διάβολος και κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Προσέξτε τι συνέβη.
Με τροπολογία, που εισηγήθηκε το ΚΙΝΑΛ και πέρασε στον νόμο για τις αστικές συμβάσεις, τροποποιείται το άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τις εξουσίες του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Στο τέλος του άρθρου, προστίθεται η εξής φράση: «ειδικώς η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος».
Αυτό είναι προβληματικό. Ενδεχομένως και αντισυνταγματικό, όπως επισημαίνει με μία ανακοίνωση, που πέρασε μάλλον απαρατήρητη, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία, αν και αρμόδια, δεν ενημερώθηκε για την αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο.
Το άρθρο 19 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Σημειώστε τη λέξη «απόλυτα» στη διατύπωση. Εκφράζει την έμφαση που αποδίδει ο συνταγματικός νομοθέτης.
Εκτελεστικός νόμος του άρθρου 19 είναι ο 2225/1994. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών μπορεί να γίνει για συγκεκριμένα κακουργήματα που απειλούν την υπόσταση, την ασφάλεια και το νόμισμα της χώρας, για δολοφονίες, εμπρησμούς, απαγωγές και εκβιασμούς. Επίσης για μία σειρά αδικημάτων που περιγράφονται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα.
Για ποιο λόγο ορίζονται με σαφήνεια τα αδικήματα; Πρώτον επειδή έτσι επιτάσσει το Σύνταγμα που επιτρέπει την παραβίαση του απορρήτου για «ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα». Είναι όλα τα κακουργήματα «ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα»; Προφανώς και δεν είναι. Αλλιώς ο 2225/1994 δεν θα προσδιόριζε τα κακουργήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε άρση του απορρήτου. Και δεύτερον επειδή αυτό προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει κρίνει ότι οι νόμοι για τον περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων γενικά και ειδικά για την άρση του απορρήτου πρέπει να είναι σαφείς και εξειδικευμένοι.
Τώρα το τροποποιημένο άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επιτρέπει στον Οικονομικό Εισαγγελέα να κινήσει διαδικασίες άρσης απορρήτου όταν τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος. Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι η διατύπωση αφορά μόνο το πεδίο του οικονομικού εγκλήματος, δεν παύει να είναι προβληματική ως έκφραση μίας αντίληψης δικαίου που γίνεται όλο και πιο περιοριστική εις βάρος ελευθεριών που είναι κατοχυρωμένες από το Σύνταγμα. Ενδεχομένως θα πείτε ότι έτσι η γάτα αποκτά μεγαλύτερα νύχια για να πιάνει τα ποντίκια. Εντάξει. Όμως το θέμα, πέρα από τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα της τροποποίησης, έχει να κάνει και με τη φιλοσοφία του Δικαίου. Ενισχύουμε την καταστολή και συμπιέζουμε τις ελευθερίες.
Και, παρεμπιπτόντως, δίνουμε γενναία κίνητρα για γενικευμένες υποκλοπές.
Πρόσφατα το υπουργείο Δικαιοσύνης επανέφερε, δια τροπολογίας, το πλαίσιο που εισήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, αλλά κατάργησε το 2019, για την αξιοποίηση στοιχείων που αφορούν οικονομικά εγκλήματα και προήλθαν από παράνομες υποκλοπές. Να τι ορίζει ο νόμος: «Επιτρέπεται στο πλαίσιο εκδίκασης πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, η αξιοποίηση μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης, κατά τις κείμενες διατάξεις».
Ας γυρίσουμε πάλι στο Άρθρο 19 του Συντάγματος, παράγραφος 3: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων του απορρήτου της επικοινωνίας, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων».
Ο νόμος είναι καταφανέστατα αντισυνταγματικός. Και εκτός των άλλων, χορηγεί άλλοθι για γενικευμένες (ίσως και παράνομες ή, τέλος πάντων, «ελεγχόμενες) παρακολουθήσεις με το πρόσχημα του οικονομικού εγκλήματος. Είναι και ελαφρώς παράλογος. Αν δικάζεσαι για φόνο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εις βάρος σου υλικό που αποκτήθηκε παρανόμως. Αν δικάζεσαι, όμως, για φοροδιαφυγή, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Ένας καλόπιστος πολίτης, που δεν κατανοεί τι λεπτές αποχρώσεις του νομικού λόγου, θα έλεγε ότι έτσι το κράτος θωρακίζεται απέναντι σε αυτούς που του στερούν πόρους. Ένας κακόπιστος μπορεί και να διέκρινε τη διάθεση για τη δημιουργία ενός μηχανισμού που θα μπορεί να ελέγχει, ενίοτε και να «κρατάει» οικονομικούς παράγοντες. Και ένας αντικειμενικός πολίτης θα διέκρινε την ελαφρότητα με την οποία παράγεται νομοθετικό έργο στη χώρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News