Τις Μεγάλες Παρασκευές, δύο Επιτάφιοι περιδιάβαιναν τα σοκάκια της κωμόπολής μας, με τα αναμμένα κεράκια των πιστών να τους ακολουθούν. Καθότι δύο εκκλησίες είχε η πολιτειούλα μας, η μία κάλυπτε τη νοτιοδυτική της πλευρά και η άλλη τη βορειοανατολική. Δεν συναντιούνταν ποτέ οι δύο Επιτάφιοι, πράγμα αλλόκοτο για μικρές κοινωνίες, που συνήθως επιδιώκουν τέτοια θεαματικά συναπαντήματα, όμως οι δυο ενορίες είχαν προαιώνιες διαφορές που μήτε τη Μεγάλη Παρασκευή δεν καταλάγιαζαν.
Η Αγία Αικατερίνη ήταν η εκκλησία των φτωχών συνοικιών, ο Αη Γιώργης ήταν η εκκλησία των εύπορων και των πλουσίων. Βαθιές ταξικές διαφορές χώριζαν τα δυο στρατόπεδα, που δεν φαίνονταν μόνο στον όγκο και στη μεγαλοπρέπεια του κτίσματος κάθε εκκλησίας, αλλά και στον Επιτάφιό τους. Η Αγία Αικατερίνη ήταν μια μικρή, παλιά, συνηθισμένη, σχετικά χαμηλή και σαφέστατα ταπεινή εκκλησιούλα, με μίζερο περίβολο, τριγυρισμένη από φτωχικά ή και χαμόσπιτα. Ο Αη Γιώργης ήταν νεότερος, ψηλότερος, με πολύχρωμα καμπαναριά και μάρμαρα στην πρόσοψη. Η δε αυλή του ήταν μεγαλοπρεπέστατη, περιτριγυρισμένη με πέτρινο τοιχίο και με καλοφροντισμένα παρτέρια στις άκρες της. Γύρω του υπήρχαν καινουργιοχτισμένες πολυκατοικίες και αριστοκρατικά αρχοντικά.
Το ίδιο συνέβαινε και με τους δύο Επιταφίους. Ο φτωχικός της Αγίας Αικατερίνης έμοιαζε με παλαιική ντιβανοκασέλα. Είχε έναν μίζερο θόλο πάνω από τον πεθαμένο Χριστό του και ήταν ερασιτεχνικά στολισμένος με ανεμώνες των χωραφιών, με μαργαρίτες των άχτιστων οικοπέδων και με σπιτικά λουλούδια κήπων, που έκοβαν οι κοπελιές. Τον περιποιούνταν με μεράκι βέβαια, αλλά τι ήξεραν οι μικρές από ανθοστολισμούς; Τίποτα. Οπως-όπως, κατά το γούστο τους τον έφτιαχναν.
Ο Επιτάφιος του Αη Γιώργη, αντιθέτως, ήταν ένα θαύμα ξυλοτεχνίας και ανθοτεχνικής. Τέσσερα υπέροχα ξύλινα αγγελάκια με σκυμμένο το κεφάλι πλαισίωναν τον σκαλιστό τρούλο του και πάντα κάποιος επαγγελματίας ανθοπώλης αναλάμβανε να καθοδηγήσει τις γυναίκες της ενορίας για να τον ομορφοφτιάξουν με καλλιτεχνική επιτηδειότητα. Τα κορδόνια και τα μπουκέτα του περιείχαν σπάνια λουλούδια των ανθοπωλείων που εμείς δεν τα ξέραμε καν. Ποιος ξέρει από πού τα φέρνανε. Είχε λεφτά ο Αη Γιώργης, όχι σαν την Αγία Αικατερίνη που το παγκάρι της είχε μόνο πενηνταράκια και πενταροδεκάρες.
Αν και κατά καιρούς είχε πέσει η ιδέα να συναντώνται οι δύο Επιτάφιοι στην κεντρική πλατεία με τα ζαχαροπλαστεία και τα εμπορικά καταστήματα, μήτε οι παπάδες, μήτε οι επίτροποι, μήτε το χριστεπώνυμο πλήρωμα των δύο ναών ήθελαν τέτοιο πράγμα. Οι μεν της φτωχής Αγίας Αικατερίνης φοβούνταν ότι η σύγκριση θα ισοπέδωνε τον Επιτάφιό τους στα μάτια των πιστών. Οι δε του πλούσιου Αη Γιώργη θεωρούσαν ότι η συμπόρευση με τη μιζεροστολισμένη κασέλα των άλλων θα αλλοίωνε τη δική τους αναμφισβήτητη μεγαλοπρέπεια. Ετσι, αμφότεροι σχεδίαζαν προσεκτικά την πορεία του δικού τους Επιταφίου, ώστε να μη διασταυρωθεί, μήτε να ακουμπήσει την πορεία του αντιπάλου. Χωρισμένα τσανάκια.
Συνέβαιναν και συμβαίνουν αυτά σε πληθυσμιακά μικρούς και μεσαίους συνοικισμούς, όπου τα μικρά πάθη και οι χαζές διαφορές μετατρέπονται σε πελώρια κοινωνικά χαρακώματα. Ούτε είχε κανένας στη μικρή πολιτειούλα μεγάλο πρόβλημα με την αντιπαράθεση των δύο εκκλησιών. Μόνο εγώ είχα. Που όλοι οι συμμαθητές και φίλοι μου έβλεπαν έναν Επιτάφιο να περνά μπροστά από την αυλή του σπιτιού τους, εκτός από μένα που το σπίτι μας έτυχε να είναι ακριβώς πάνω στο σύνορο των δύο ενοριών, με αποτέλεσμα να μας παρακάμπτουν επιδεικτικά και οι δύο. Απωθημένο μου είχε μείνει να ακούσω τη «Ζωή εν Τάφω» μπροστά στην πόρτα μας και να δω τη μάνα μου σκαρφαλωμένη στη βεράντα μας να πετά ανθόνερο στον Επιτάφιο που θα διάβαινε από τον δρόμο μας.
Γι’ αυτό και, πολλά χρόνια αργότερα, με κοίταξε με σμιχτά φρύδια ο μεσίτης στον οποίον απευθύνθηκα για να αγοράσω σπίτι. «Πού θέλετε να βλέπει;», με ρώτησε, «σε θάλασσα, σε πλατεία, σε λεωφόρο, σε πάρκο, σε κεντρικό δρόμο ή σε ήσυχο δρομάκι;». Κι εγώ τότε του απάντησα, «δεν με νοιάζει, αρκεί να περνά Επιτάφιος από μπροστά του». Με κοίταξε παράξενα, ομολογώ, σαν να ήμουν κανένας τρελός…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News