Δεκαπέντε ημέρες. Τόσες απομένουν πλέον για τις πρώτες κάλπες για την αρχηγία του Κινήματος Αλλαγής και οι δημοσκοπήσεις ήδη καταγράφουν τη δημοτικότητα των υποψηφίων και κυρίως την αυξημένη απήχηση του κόμματος σε επίπεδο εθνικών εκλογών.
Ως προς το πρώτο σκέλος, αυτές οι μετρήσεις είναι, βέβαια, μόνο ενδεικτικές και όχι απαραίτητα αξιόπιστες, καθώς οι αντικειμενικές και θεμελιώδεις δυσκολίες της έρευνας —ως προς το μέγεθος, τη σύνθεση και την προσέλευση του εκλογικού σώματος— είναι τεράστιες, τουλάχιστον όσον αφορά τον πρώτο γύρο.
Ωστόσο, μπορούν να προκύψουν ορισμένες σαφείς και καθόλου αμελητέες διαπιστώσεις ως προς την εκλογική επιρροή του ΚΙΝΑΛ, και αυτό επηρεάζει τόσο το γενικότερο πολιτικό σκηνικό όσο και τον προεκλογικό αγώνα των υποψηφίων, άρα το πρώτο σκέλος της εξίωσης.
Σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis το Κίνημα Αλλαγής στην πρόθεση ψήφου για τίς εθνικές εκλογές ανεβαίνει στο 9,8% από το 6% του Σεπτεμβρίου, ενώ στην αντίστοιχη μέτρηση, της MARC, από το 6,3% φτάνει στο 8,2%. Με τις σχετικές αναγωγές των αναποφάσιστων το ποσοστό του γίνεται διψήφιο, σχεδόν 11,5-12%,. Εφόσον σταθεροποιηθεί αυτή η δυναμική, θα επηρεάσει τους συσχετισμούς των εθνικών εκλογών.
Θα σταθεροποιηθεί όμως; Η ανοδική πορεία του Κινήματος Αλλαγής, μετά από χρόνια δημοσκοπικής στασιμότητας, θα φανεί αν είναι πρόσκαιρη ή όχι την επομένη της εκλογής ηγεσίας. Το ποιος θα είναι ο αρχηγός και πώς θα διαμορφωθεί συνολικά το τοπίο στον ευρύτερο δημοκρατικό προοδευτικό χώρο θα μετρήσει και θα μετρηθεί.
Προς το παρόν αυτός που διαβάζει πίσω από τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΚΙΝΑΛ απλώς τη συγκυρία μπορεί να λέει ότι έχει το δίκιο με το μέρος του. Η χρόνια αδυναμία του Αλέξη Τσίπρα να εκφράσει έναν χώρο ευρύτερο από αυτόν της ριζοσπαστικής και έξαλλης Αριστεράς και να διατυπώσει μια ρεαλιστική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στην ηγεμονική πολιτικά ΝΔ, συναντήθηκε ξαφνικά με το συναίσθημα και τη συσπείρωση παλιών συναγωνιστών που γέννησε η τραγική απώλεια της Φώφης Γεννηματά, με το πολιτικό hype της υποψηφιότητας του Γιώργου Παπανδρέου —είτε μας αρέσει είτε όχι, ενός πρώην Πρωθυπουργού που επιστρέφει και ο κόσμος πάντα έχει όρεξη να συζητάει για comeback— καθώς και με την εντατική παρουσία στα ΜΜΕ όλων των υποψηφίων αρχηγών. Αυτό το μείγμα έδωσε στο ΚΙΝΑΛ ένα ελατήριο —θα δούμε αν είναι η αρχή της εκτίναξης ή το όριό του.
Ωστόσο υπάρχουν και αντικειμενικοί δείκτες, που μπορούν να διαπιστωθούν από έναν παρατηρητή του προεκλογικού αγώνα των υποψηφίων.
Πρώτον, κινητοποιείται κόσμος πολύς, και το ενδιαφέρον είναι ευρύτερο, πέρα δηλαδή από τα στενά τα τελευταία χρόνια όρια της παράταξης. Τηρουμένων των αναλογιών οι συγκεντρώσεις των υποψηφίων, κυρίως των (κατά αλφαβητική σειρά) Ανδρουλάκη, Λοβέρδου και Παπανδρέου, έχουν σημαντική παρουσία φίλων και ψηφοφόρων — και σίγουρα περισσότερο κόσμο από εκδηλώσεις κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αυτή την περίοδο. Αμελητέες δεν είναι ούτε οι επαφές και των τριών άλλων υποψηφίων χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πώς συρρέουν παντού πλήθη.
Δεύτερον, η αντιπαράθεση μεταξύ των υποψηφίων μέχρι στιγμής δεν έχει εκτραπεί. Χτυπήματα κάτω από τη ζώνη δεν είδαμε, ούτε και «ξεκατινιάσματα», που θα δηλητηρίαζαν τη πορεία του κόμματος και της παράταξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες εμφανίσεις τους στα ΜΜΕ οι υποψήφιοι αποφεύγουν ακόμα και να εκφέρουν το όνομα κάποιου εσωκομματικού τους αντιπάλου. Περισσότερο θόρυβο και ένταση παράγουν στα κοινωνικά δίκτυα οι υποστηρικτές τους παρά οι ίδιοι οι υποψήφιοι. Αυτό είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον – ίσως να φέρει κόσμο στις κάλπες.
Τρίτον, η φιλότιμη και αξιοπρεπής προεκλογική εκστρατεία των Γερουλάνου, Καστανίδη και Χρηστίδη προσθέτει πόντους. Μιλούν σε όλη την Ελλάδα, θέτουν ζητήματα για την παράταξη και την πορεία της χώρας και κινητοποιούν φίλους και ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ.
Τέταρτον, η αντιπαράθεση δεν έχει χαρακτηριστικά ουσιαστικής ιδεολογικοπολιτικής αντιπαλότητας για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας, έστω της σοσιαλδημοκρατίας α λα ελληνικά στη σύγχρονη εποχή. Μοιάζει να είναι περισσότερο αποσπασματική, με στρογγυλεμένες διακηρύξεις, επικλήσεις στην αύρα του ΠΑΣΟΚ και γενικότητες. Το βλέμμα μοιάζει να είναι στις συμμαχίες του β΄ γύρου. Διάλογος δεν γίνεται και το ντιμπέιτ της 29ης Νοεμβρίου θα είναι η πρώτη και η τελευταία φορά — χωρίς μάλιστα τον Παπανδρέου, για τον οποίο υπάρχει μια γενικότερη δυσπιστία. Σε κάθε περίπτωση η υποψηφιότητά του θα αποτιμηθεί διπλά και τριπλά —και στην κάλπη και στην ουσία— για τα όσα φέρει ή δεν φέρει στη συγκεκριμένη αναμέτρηση, πόσο μάλλον αν τελικά καταφέρει να εκλεγεί στην αρχηγία
Το πέμπτο στοιχείο είναι ο μεγάλος άγνωστος. Δεν είναι μόνο η επισφάλεια των δημοσκοπήσεων που καθιστά πρόωρες προβλέψεις και εκτιμήσεις για το ποιοι θα είναι οι δύο που θα περάσουν στο β΄ γύρο. Κανείς δεν ξέρει ούτε πόσοι ούτε ποιοι θα πάνε στις κάλπες στις 5 Δεκεμβρίου και τι ρόλο θα παίξει η πανδημία ή ακόμα και οι καιρικές συνθήκες, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Η συμμετοχή είναι το κλειδί και του β΄ γύρου. Παρατηρητές του χώρου σημειώνουν ότι, όσο μεγαλύτερη θα είναι, θα ευνοούνται οι Λοβέρδος και Παπανδρέου ενώ, αν κινηθεί στα όρια της κομματικής επιρροής, τον πρώτο λόγο τον έχει ο Ανδρουλάκης.
Υπομονή, 15 ημέρες απέμειναν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News