Στις αρχές του μήνα η Φώφη Γεννηματά δήλωσε ότι δεν της αρκεί το Κίνημα Αλλαγής να βρίσκεται στο 8,1% , που πήρε στις εκλογές του ‘19, και θέλει αρκετά παραπάνω, θέτοντας μάλιστα στόχο να καταγραφεί ως αξιωματική αντιπολίτευση μετά τις επόμενες εκλογές. Πώς όμως επιτυγχάνεται αυτή η φιλοδοξία όταν από τη μία οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δείχνουν το Κίνημα Αλλαγής κολλημένο σταθερά ανάμεσα στο 6,5% και στο εκλογικό του ποσοστό, και από την άλλη καταγράφονται αντιδεξιές εξάρσεις και αντιφάσεις στον πολιτικό του λόγο, γεγονός που δίνει αφορμή για μουρμούρα, γκρίνια, ακόμη και κριτική αγωνίας και ιδιοτέλειας;
Είναι εμφανές ότι αυτό που λείπει είναι αυτοπεποίθηση. Διότι χρειάζεται αυτοπεποίθηση, τόλμη για υπερβάσεις από τα παραδοσιακά αντιδεξιά αντανακλαστικά του και όχι φοβικότητα και δισταγμοί, όπως φάνηκε στην αντίδραση στην αναγγελία από τον Μητσοτάκη της υποψηφιότητας της Αννας Διαμαντοπούλου για την ηγεσία του ΟΟΣΑ. Τυπικά, το Κίνημα Αλλαγής αντέδρασε θετικά, όμως απέπνεε μια στρυφνάδα αντί να είναι γενναίο και υπερβατικό. Αντί δηλαδή το Κίνημα Αλλαγής να το πάρει, κατά το κοινώς λεγόμενο, πάνω του, να τη «βγει» δυναμικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη και να υπερθεματίσει για την υποψηφιότητα της κυρίας Διαμαντοπούλου, ενός προσώπου του δικού του χώρου, περιορίστηκε στο μεσοβέζικο ότι «πρόκειται για θετική υποψηφιότητα η οποία κάνει καλό στη χώρα», με τη Φώφη Γεννηματά μάλιστα να σπεύδει να υπενθυμίσει ότι η Αννα είχε κάνει πολιτική κίνηση μαζί με τον (νυν Συριζαίο) Γιάννη Ραγκούση!
Σύμφωνοι, ήταν μια προσπάθεια να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην επιδίωξη ενός εθνικού στόχου και στην ενδόμυχη ενόχληση ότι ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί για άλλη μια φορά εισπήδηση στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Ομως για να πραγματοποιηθεί το ξεπέταγμα του ΚΙΝΑΛ, το οποίο έχει δηλώσει ότι θέλει η κυρία Γεννηματά, και να ανατρέψει τον δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας δίνει και θα δώσει τα πάντα ώστε να παγιωθεί, είναι ολοφάνερο ότι απαιτείται αμφίπλευρη διεύρυνση: και προς τα αριστερά και προς τους «συμπαθούντες», τον Μητσοτάκη, κεντροαριστερούς .
Μολονότι τα περιθώρια δεν είναι μεγάλα, με δεδομένη την πολιτική κυριαρχία από τη μια πλευρά του κ. Μητσοτάκη και από την άλλη το αντιδεξιό μένος των πασοκογενών και της ηγετικής ομάδας στον ΣΥΡΙΖΑ, η αμφίπλευρη διεύρυνση είναι όρος επιβίωσης.
Η έντονη επιθυμία να ξαναγίνει ισχυρή παράταξη , όπως σταθερά δηλώνει η κυρία Γεννηματά, δεν πραγματοποιείται χωρίς να διαμορφωθεί, εντός του Κινήματος Αλλαγής και «δεξιά» και « αριστερή» πτέρυγα, όπως συμβαίνει στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και στα κόμματα από τον ευρύτερο ενδιάμεσο χώρο. Με την ηγεσία να εξισορροπεί και να συνθέτει.
Προς το παρόν άλλωστε, μόνο η δεξαμενή των αποστασιοποιημένων και αδρανοποιημένων στελεχών, εκσυγχρονιστικής προέλευσης, είναι πρόσφορη. Δεν είναι ευκαταφρόνητη σαν μέγεθος αρκεί να τους προσεγγίσει η πλευρά Γεννηματά και να εκλείψουν εκατέρωθεν εγωισμοί και «μούτρα». Η προσδοκία άλλων ότι η σωστή στρατηγική του Κινήματος Αλλαγής είναι «να ξαναβρούμε τον κόσμο μας που είναι στο ΣΥΡΙΖΑ», δεν θα εκπληρωθεί πριν από την αναμενόμενη και προδιαγραφόμμενη διπλή εκλογική ήττα του Αλέξη Τσίπρα.
Στη κατεύθυνση αυτή το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να αξιοποιήσει τα ισχυρά εχέγγυα αντιπολιτευτικής υπευθυνότητας που διαθέτει, όπως φάνηκε για άλλη μια φορά με την ανάδειξη της υπόγειας συνεργασίας ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ στην επίμαχη τροπολογία για την απαλλαγή παραγόντων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που κατηγορούνται για διασπάθιση δημοσίου χρήματος.
Αλλά και να ξεπεράσει αντιφάσεις που θολώνουν τον πολιτικό του λόγο. Για παράδειγμα δεν γίνεται να ασκεί έντονη κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη για έλλειψη εμπιστοσύνης σχετικά με το πώς χειρίζεται την προκλητικότητα της Τουρκίας και την ίδια ώρα να ζητείται επίμονα συνεννόηση για τη διαμόρφωση εθνικής γραμμής. Ούτε να καταθέτει την πιο ολοκληρωμένη και συνεκτική πρόταση στη ΔΕΘ για την ανάταξη της οικονομίας δίνοντας έμφαση στις δημόσιες δαπάνες για υποδομές και στη μερική φορολογία του πλούτου, συμπίπτοντας μάλιστα με τις συστάσεις του ΔΝΤ (!) και την ίδια στιγμή να επιμένει σε αύξηση των επιδομάτων και μισθών. Ή, στο Ασφαλιστικό να υποστηρίζει την κεφαλαιοποίηση των επικουρικών συντάξεων αλλά να θέτει όρους που να την δυσκολεύουν.
Ακόμη και στην πανδημία, όπου το Κίνημα Αλλαγής έδειξε εξ αρχής υπεύθυνη στάση με αποτελεσματικές ιδέες και προτάσεις, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να αποδεχθεί αρκετές από αυτές, η κριτική του για ενέργειες του υπουργείου Υγείας και για περιοριστικά μέτρα είναι συχνά στείρα.
Εφόσον, λοιπόν, για το ΚΙΝΑΛ βασική πολιτική επιδίωξη είναι να υπερκεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αποκαθιστώντας την πολιτική ανισορροπία από το 2012 μέχρι σήμερα, για να μην καθηλωθεί και εμπεδωθεί ο ρόλος του ως συμπληρωματικής δύναμης, εξέλιξη που αποκλείει η κυρία Γεννηματά και η σημερινή ηγετική ομάδα, απαιτείται η εκπλήρωση όσων προαναφέρθηκαν χωρίς δισταγμούς κι εγωισμούς απ’ όλους. Εντός κι εκτός του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News