898
Οι εγχώριοι κρυφοί θαυμαστές του Στάλιν και του Τσαουσέσκου περίμεναν ότι η Ελλάδα θα υιοθετούσε συνήθειες μιας κομμουνιστικής δικτατορίας και απογοητεύτηκαν οικτρά. | Wikipedia/Getty/CreativeProtagon

Ο Τσαουσέσκου, ο Στάλιν και ο Αρειος Πάγος 

Οι εγχώριοι κρυφοί θαυμαστές του Στάλιν και του Τσαουσέσκου περίμεναν ότι η Ελλάδα θα υιοθετούσε συνήθειες μιας κομμουνιστικής δικτατορίας και απογοητεύτηκαν οικτρά.
|Wikipedia/Getty/CreativeProtagon

Ο Τσαουσέσκου, ο Στάλιν και ο Αρειος Πάγος 

«Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το γραφείο Εσωτερικού, μετέπειτα ΚΚΕ Εσωτερικού, έκοψε κάθε σχέση με όλες τις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, πλην της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου – από την οποία προμηθευόταν τζάμπα χαρτί για την κομματική εφημερίδα και με την οποία είχε, εκτός των άλλων, και πολιτιστικές ανταλλαγές: έστελνε νεολαίους του κόμματος για σπουδές στο Βουκουρέστι και στην Τιμοσοάρα» έγραφε το 1995 ο Ηλίας Κανέλλης στα «ΝΕΑ».

Η σχέση της ανανεωτικής Αριστεράς με τον μακελάρη του ρουμανικού λαού υπήρξε μια μελανή σελίδα στην Iστορία του χώρου που κυοφόρησε την ελληνική περιπέτεια της προσπάθειας για σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο.

Διότι ο χώρος αυτός ευτύχησε να έχει προσωπικότητες με ανοικτό πνεύμα όπως ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Η ιδεολογική όμως ταύτιση ενός τμήματός του με τον ολοκληρωτισμό, αλλά και ο θαυμασμός αυτής της ισχυρής μειοψηφίας για τις σταλινικές αντιλήψεις, ήρθαν δυστυχώς στην επιφάνεια πολλά χρόνια μετά το 1968: τα υποστήκαμε ως χώρα όταν ανέλαβε την εξουσία το 2015.

Αυτά ακριβώς τα αντανακλαστικά μιας κυνικής ομάδας οδήγησαν στην απόπειρα του Αλ. Τσίπρα και κάποιων σκληροπυρηνικών συνεργατών του (της κρυφοσταλινικής μειοψηφίας του ΚΚΕ Εσωτερικού) να «καθαρίσουν» τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να ελέγξουν την ενημέρωση των πολιτών.

Οι δέκα κάλπες της Novartis και ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες προσέκρουσαν ωστόσο στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Οι αρμοί του δημοκρατικού συστήματος άντεξαν. Οι δέκα πολιτικοί αντίπαλοι του κ. Τσίπρα και της σκληροπυρηνικής ομάδας του κρίθηκαν αθώοι, ενώ ο νόμος για τις άδειες κρίθηκε αντισυνταγματικός.

Ετσι, όσοι κρυφοί θαυμαστές του Στάλιν και του Τσαουσέσκου περίμεναν ότι η Ελλάδα θα υιοθετούσε συνήθειες μιας κομμουνιστικής δικτατορίας, όπου η Δικαιοσύνη ελέγχεται πλήρως από το κόμμα, απογοητεύτηκαν οικτρά. Και, φυσικά, τα έβαλαν με τη Δικαιοσύνη.

Αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα, από τη μια πλευρά, στις δικές τους επιθυμίες για μια κατ’ όνομα μόνο δημοκρατία, όπου οι ίδιοι και οι φίλοι τους θα ήλεγχαν τα πάντα, με πρώτη τη Δικαιοσύνη και, από την άλλη πλευρά, στο δημοκρατικό σύστημα της διάκρισης των εξουσιών, είναι και σήμερα επίκαιρος: με τελευταίο κρούσμα την αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ στην απόφαση του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των υποκλοπών.

Ακριβώς όπως η αντίληψη των κρυφο-σταλινικών του χώρου ήταν το δόγμα «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει τη δική του άποψη, αρκεί να συμφωνεί με τη δική μας», έτσι και η προσέγγιση για τον ρόλο της Δικαιοσύνης ακολουθεί αυτό που εξήγησε ωραία ο Παύλος Πολάκης όταν είπε καθαρά και με… κρητική λεβεντιά ότι πρέπει να βάλουν και κάποιους φυλακή.

Επομένως, η λογική του ΣΥΡΙΖΑ και όσων κρατούν ακόμη ψηλά τη σημαία εκείνης της αποτυχημένης απόπειρας λέει ότι, αν η Δικαιοσύνη δεν αποφασίζει με βάση τα συμφέροντα του κόμματός, μάς είναι κακή. Και επομένως είναι ένας εχθρός που πρέπει να πληρώσει: γιατί όχι και να διαπομπευθούν οι δικαστές με πρωτοσέλιδα που τους στοχοποιούν, όπως είδαμε να συμβαίνει με την ηγεσία του Αρείου Πάγου.

Ακριβώς την ίδια λογική εξυπηρετεί και η επιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να σύρει την ηγεσία του Αρείου Πάγου σε μια αίθουσα της Βουλής που θα μετατραπεί σε «δικαστήριο» ώστε να «καταδικαστούν» επειδή δεν έλαβαν την απόφαση που βόλευε το κόμμα και την πολιτική γραμμή του. Κοινώς το αίσθημα είναι… αρκετά με τους δικαστές. Και η αλήθεια είναι ότι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν τους έχουν και λίγα μαζεμένα για αυτά που σταμάτησαν την περίοδο 2015-2019 ανατρέποντας (επειδή έκαναν σωστά τη δουλειά τους ως ανεξάρτητη εξουσία) τα σχέδια τους για μια μακροχρόνια πολιτική κυριαρχία. Διότι είναι προφανές ότι θεωρούσαν ότι αν οι βασικοί τους πολιτικοί αντίπλαοι ήταν στη φυλακή και το μιντιακό τοπίο πλήρως ελεγχόμενο από τους ίδιους, η ισχύς τους θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να συναντήσει αντιστάσεις.

Το γιατί τώρα συμπλέουν το ΠΑΣΟΚ και ο κ.  Ανδρουλάκης με αυτές τις αντιλήψεις, «πυροβολώντας» τον Αρειο Πάγο, είναι ένα άλλο θέμα. Διότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά σταλινικό κόμμα δεν υπήρξε ποτέ. Και ίσως σε αυτό οφείλεται και η μεγάλη του απήχηση τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν ήδη από το 1977 απέκτησε σαφές προβάδισμα έναντι της Αριστεράς.

Το ενδιαφέρον είναι ωστόσο ότι με αφορμή τις υποκλοπές και την έρευνα του Αρείου Πάγου, ένα τμήμα του πολιτικού φάσματος μοιάζει να τάσσεται με μανιχαϊστικές απλουστεύσεις που συνάδουν περισσότερο με ολοκληρωτικές φαντασιώσεις και λιγότερο με τις βασικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δηλαδή με τον σεβασμό της διάκρισης των εξουσιών.

Διότι αν φύγουμε από αυτές τις αρχές, τότε όλοι γνωρίζουν ότι περνάμε σε μια κατάσταση που δεν διαφέρει και πολύ από τον κομματικό χουλιγκανισμό. Για παράδειγμα, όταν η Δικαιοσύνη αθωώνει τον κ. Πολάκη, είναι προφανώς καλή και αξιέπαινη. Αντίθετα, όταν δεν κυνηγάει τους αντιπάλους του Πολάκη (και εν προκειμένω, για τις υποκλοπές, και των Κασσελάκη – Ανδρουλάκη), είναι κατακριτέα και τότε πρέπει να «κυνηγήσουμε» τους δικαστές.

Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Υποβιβάζονται στο «μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα», όπως θα έλεγε και ο Νίκος Αλέφαντος. Ή, ακριβέστερα, στην ευανάγνωστη νόρμα του ολοκληρωτισμoύ που περιέγραψε κάποτε ο Νικολάε Τσαουσέσκου: «Η επίλυση των εντός της χώρας προβλημάτων επαφίεται αποκλειστικά στο Κόμμα».

Το αν κατά καιρούς συμπράττει μερίδα της διαπλοκής με αυτές τις απόψεις (όπως με την υπόθεση των υποκλοπών), στοχοποιώντας κι αυτή με τη σειρά της πρόσωπα (για δικούς της, άσχετους λόγους), αυτό δεν ενοχλεί καθόλου τους φορείς των ανωτέρω αντιλήψεων για τον ρόλο της Δικαιοσύνης. Αντίθετα, καλωσορίζεται ως ένα έξτρα μπόνους.

Και πάνε σούμπιτες περίπατο οι ρητορικές πιρουέτες και ο καταγγελτικός λόγος κατά της «εγχώριας ολιγαρχίας» κ.ο.κ. Γιατί και για την ολιγαρχία, όπως και για τους δικαστές, ισχύει ο ίδιος μανιχαϊσμός. Αν είναι μαζί μας είναι καλοί. Οπότε παύουν φυσικά οι ίδιοι να κατονομάζονται ως «ολιγάρχες» και τα ΜΜΕ τους ως «διαπλεκόμενα».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...