Η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσει την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία περιγράφεται από πολλούς σαν διάσπαση του εθνικού μετώπου. Σαχλαμάρες. Δεν υπάρχει κανένα εθνικό μέτωπο για να διασπαστεί. Εδώ δεν καταφέραμε ως έθνος να έχουμε ενότητα ακόμα και τις στιγμές των πιο κρίσιμων εθνικών μας συρράξεων, θα έχουμε αρραγές μέτωπο σε περίοδο ειρήνης; Ναι, ο τουρκικός κίνδυνος αποτελεί κοινή παραδοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, αλλά από τη θεωρητική αναγνώριση ενός κινδύνου μέχρι την ουσιαστική συστράτευση όλων σε μια ενιαία και διαρκή εθνική στρατηγική, υπάρχει τεράστια απόσταση.
Οταν το βλέμμα κάθε αρχηγού αποδεικνύεται ανίκανο να ατενίσει την επόμενη δεκαετία, διότι σκαλώνει στις ίντριγκες των κομματικών διαδρόμων του και στα σκαμπανεβάσματα των δημοσκοπικών πινάκων, τότε τι νόημα έχει οποιαδήποτε συζήτηση περί εθνικών μετώπων; Σε τούτο τον τόπο, κορυφαίες εθνικές επιλογές έκαναν μόνο οι κυβερνήσεις, άλλοτε κατ’ επιλογήν και άλλοτε υπό διεθνή πίεση, με τις αντιπολιτεύσεις να είναι παγίως απέναντί τους. Και εκτός από σπάνια και βραχύτατα διαστήματα εθνικής ενότητας, όπως τα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης του ’21 ή τους πρώτους μήνες του Αλβανικού Μετώπου το ’40, κάθε εθνικός πόλεμος συνοδευόταν από έναν βαθύ πολιτικό διχασμό που ενίοτε οδηγούσε ως και σε εμφύλιο.
Ακόμα και η υποτιθέμενη κοινή μεταπολιτευτική γραμμή της υπερψήφισης των αμυντικών δαπανών του προϋπολογισμού ήταν σταθερά προσχηματική. Οι μείζονες αντιπολιτεύσεις υπερψήφιζαν τα κονδύλια για τους εθνικούς εξοπλισμούς μας, ουδέποτε όμως αυτά τα (κοινής δήθεν αποδοχής) κονδύλια κατευθύνθηκαν κάπου δίχως να συνοδευτούν από κατηγορίες για λανθασμένες επιλογές, για κυβερνητική κατασπατάληση πόρων ή για μίζες. Το «εθνικό μέτωπο» ήταν πάντα μια κούφια θεωρία δίχως πρακτική εφαρμογή. Κομβικές επιλογές της χώρας, όπως η ένταξή της σε κάποιο παγκόσμιο στρατόπεδο ή η εξοπλιστική της ενδυνάμωση ή η είσοδός της σε σύρραξη, ήταν πάντα προϊόν απόφασης των κυβερνήσεών της και όχι αποτέλεσμα μιας κοινής στρατηγικής των βασικών πολιτικών της δυνάμεων.
Η απόφαση του Τσίπρα να καταψηφίσει την ελληνογαλλική συμφωνία δεν είναι παρά η ιστορική συνέχεια των εθνικών μας ηθών και εθίμων. Αν ξεχωρίζει κάτι από αυτό το εθνικό βήμα, δεν είναι στάση της αντιπολίτευσης, αλλά η τόλμη της κυβέρνησης να χαράξει έναν διαφορετικό δρόμο στην αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία. Ο δρόμος αυτός θα κριθεί εκ του αποτελέσματος και θα γραφτεί στα βιβλία της Ιστορίας μας ως σωστή ή λανθασμένη κίνηση. Η στάση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ θα ξεχαστεί την άλλη μέρα, όπως δεν θυμάται κανείς τη στάση του Ανδρέα όταν ο Καραμανλής μάς έβαζε στην ΕΟΚ ή η στάση της ΝΔ όταν ο Παπανδρέου έκανε την αγορά τού αιώνα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News