Οι γνωστές μάσκες μιας χρήσης που πριν από τρεις μήνες πωλούνταν 0,10 η μία, σήμερα κοντεύουν να φθάσουν το 1,5 ευρώ, αλλά και πάλι δεν βρίσκονται. Οι σκληρές μάσκες από χαρτόνι που χρησιμοποιούν οι μπογιατζήδες κοστίζουν πια 5 ευρώ η μία, πλην και σ’ αυτές υπάρχει πλήρης έλλειψη. Στέλεχος μεγάλου πολυκαταστήματος, που πουλά εργαλεία και είδη μαστορικής, μου έλεγε ότι έχουν εξαφανιστεί ακόμα και οι μάσκες της οξυγονοκόλλησης, αυτές με το σκούρο γυαλί που καλύπτει όλο το πρόσωπο. Αν είναι δυνατόν να κυκλοφορεί κάποιος στο σπίτι ή έξω με τέτοιο πράγμα στη μούρη του. Πάντως τις πήραν.
Στο μεταξύ, γνωρίζω άτομα που ενώ έχουν δυο γέρους στο σπίτι, δηλαδή δυο υποψήφιους για το κρεβάτι της Εντατικής που δεν θα υπάρχει, αυτοί απασχολούν το μυαλό τους με τις χαμένες επιχειρηματικές ευκαιρίες της κρίσης του κορονοϊού. «Αν είχα δώσει 100.000 ευρώ να φέρω μάσκες από την Κίνα ή το Μπαγκλαντές, θα τις είχα αγοράσει με 0,03 και σήμερα θα τις πουλούσα με 2 ευρώ τη μία. Με 100.000 θα είχα κερδίσει 6 εκατομμύρια και βάλε». (Το άκουσα σε συζήτηση φίλων, δεν το έβγαλα απ’ το στομάχι μου.) Προτίμησα να θεωρήσω τη συζήτηση ως χαβαλεδιάρικη φυγή της σκέψης προς τα εμπρός, παρά ως θρήνο για έναν μαυραγοριτισμό που δεν τους έκατσε.
Στη χώρα έχει γίνει πια κοινό μυστικό ότι απομένουν μόλις δύο βδομάδες πριν περιέλθουμε στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ιταλία. Το λένε όλοι με τέτοια βεβαιότητα, λες και συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συντονιστικού των λοιμωξιολόγων. Και αυτό που έχουν κυρίως καταλάβει οι περισσότεροι από την Ιταλία, είναι ότι δεν θα μπορούν να βρουν τρόφιμα. Γνωστός μου υπολόγισε σε τριάντα μέρες την υποχρεωτική καραντίνα στην οποία θα μας βάλουν λίαν συντόμως, οπότε έστειλε τη γυναίκα του στο σουπερμάρκετ να ψωνίσει φακές και μακαρόνια, ενώ αυτός πήρε σβάρνα με το αυτοκίνητο τα περίπτερα μέχρι να συγκεντρώσει πενήντα πακέτα τσιγάρα. Ενα πακέτο την ημέρα καπνίζει, αλλά υπέθεσε ότι κλεισμένος μέσα και άπραγος θα το ρίξει στο φουμάρισμα για να περνά η ώρα.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από μας δεν έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε το νυν ή το επερχόμενο κακό. Πλένουμε τα χέρια μας, άντε να φοράμε και γάντια όταν βγαίνουμε έξω, προσπαθούμε να μην τρίβουμε τα μάτια μας και να μη βάλουμε χέρι στο στόμα μας (δύσκολο αυτό), αποφεύγουμε αγκαλιές και χειραψίες, αλλά κάτι περαιτέρω να κάνουμε δεν υπάρχει. Στην πραγματικότητα καθόμαστε και αναμένουμε πότε θα ανεβάσουμε πυρετό ή πότε θα αρχίσουμε να βήχουμε. Οταν διαβάζουμε ότι στην επαρχία Βένετο θα νοσήσει συνολικά το 60% του πληθυσμού κι εμείς εδώ είμαστε σίγουροι ότι θα γίνουμε Ιταλία, μια μοιρολατρία είναι λογικό να μας καταλαμβάνει, ανεξάρτητα από την πειθαρχία που δείχνουμε στις οδηγίες.
Οι πραγματικά ανήσυχοι (αν έχουν συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει) είναι όσοι είναι προχωρημένης ηλικίας ή έχουν χρόνιο νόσημα. Επίσης όσοι νεότεροι έχουν τέτοια άτομα στο σπίτι τους και ήδη κάνουν εγκεφαλικές προσομοιώσεις μεταφοράς ημιθανών γερόντων στα νοσοκομεία αναφοράς. Οσοι είναι νέοι και δίχως κάποιους ευπαθείς στην ευθύνη τους, ανησυχούν περισσότερο για τις δουλειές τους, παρά για την υγεία τους. Σε τελευταία ανάλυση, αν κολλήσουν, θα περάσουν μια γρίπη και θα μπουν καραντίνα δυο βδομάδες στο σπίτι τους. Μια απόλυσή τους όμως επειδή η επιχείρηση τους θα καταστραφεί, είναι το πιο τρομακτικό σενάριο γι’ αυτούς. Ολοι για κάτι φοβόμαστε, και φοβόμαστε πολύ. Λες και είχαμε περάσει προκλητικά όμορφα και ξένοιαστα τα προηγούμενα χρόνια, οπότε η θεά Νέμεσις μας χρωστούσε μια κατραπακιά…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News