Για χίλιους δύο λόγους, που ο κάθε νοήμων άνθρωπος που ζει σε αυτό το νησί μπορεί να κατανοήσει, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν η πιο σημαντική στιγμή της Κύπρου από την ανεξαρτησία της. Οταν ο πρόεδρος Βασιλείου υπέβαλε την αίτηση ένταξης, το 1990, ο στόχος αυτός φάνταζε ουτοπικός. Η διαδικασία ένταξης πέρασε από πολλές συμπληγάδες και δεν ήταν ποτέ δεδομένη. Χωρίς τους διπλωματικούς χειρισμούς του Κώστα Σημίτη ίσως να μην κατέληγε ποτέ σε αίσιο τέλος.
Στην πρώτη του θητεία (1993-1998) ο τότε πρόεδρος της Κύπρου Γλαύκος Κληρίδης εφάρμοσε την πολιτική του «ενεργού ηφαιστείου», δηλαδή της αναζήτησης διεξόδου στο Κυπριακό μέσω της πρόκλησης κρίσης. Ηταν η περίοδος της στρατιωτικοποίησης του Κυπριακού με το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου. Το Δόγμα εξαγγέλθηκε τον Οκτώβριο του 1993, αμέσως μετά την επάνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, και ήταν ένα εύηχο σύνθημα παρά μια ρεαλιστική στρατηγική.
Τον Ιανουάριο του 1996 η κυβέρνηση της Κύπρου υπέγραψε συμφωνία για την αγορά ρωσικών πυραύλων S-300. Μόλις δύο εβδομάδες αργότερα παραιτήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και τον διαδέχτηκε ο Κώστας Σημίτης. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο Σημίτης ήταν ορθολογιστής, διαλεκτικός και εκεί που χρειαζόταν διαλλακτικός. Δεν παρασυρόταν σε εθνικιστική ρητορική και δεν λαΐκιζε με τα εθνικά θέματα. Ο Σημίτης ήταν θιασώτης των διπλωματικών λύσεων και όχι των στρατιωτικών παλικαρισμών.
Η προσέγγιση Σημίτη δοκιμάστηκε από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησής του, όταν ξέσπασε η κρίση στα Ιμια. Μια κρίση που εκδηλώθηκε και κλιμακώθηκε μετά από ιδιωτικές πρωτοβουλίες και προβοκάτσιες, φέρνοντας την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα πολέμου. Ο Σημίτης επέλεξε την αποκλιμάκωση αντί της πολεμικής σύγκρουσης. Εκτοτε το εθνικιστικό μπλοκ κατηγορεί τον Κώστα Σημίτη για εθνική μειοδοσία.
Η κρίση στα Ιμια, και γενικά οι τουρκικές αμφισβητήσεις στο Αιγαίο, είναι απότοκα της κυπριακής κρίσης του 1974. Ο Σημίτης έθεσε ψηλά στις προτεραιότητές του την αντιμετώπιση των προβλημάτων με την Τουρκία στη ρίζα τους, διά της επίλυσης του Κυπριακού. Μόνο μια προσέγγιση που θα στηρίζεται στα κοινά συμφέροντα και όχι στους ανταγωνισμούς θα μπορούσε να απορροφήσει τις εντάσεις. Σε αυτό το μοντέλο στηρίχθηκε η ίδρυση της ΕΟΚ, μία μόλις δεκαετία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και εξελίχθηκε ως το πιο επιτυχημένο project ειρήνης και ευημερίας στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο Σημίτης ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που είχε ρεαλιστικό όραμα για την Κύπρο και εργάστηκε για την υλοποίησή του. Η Κύπρος, λόγω γεωγραφικής θέσης, ήταν όμηρος της Τουρκίας. Ομως και η Ελλάδα είναι η γέφυρα της Τουρκίας προς την Ευρώπη και ο σύνδεσμός της με τη Δύση. Ο Σημίτης συνέλαβε αυτή τη διάσταση και χάραξε στρατηγική για την αξιοποίησή της. Ετσι προέκυψε ο διπλωματικός σχεδιασμός για επίλυση του Κυπριακού, ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ και έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ.
Αυτή η προοπτική είχε πολλούς εχθρούς στις δύο όχθες του Αιγαίου, αλλά και στα δύο μέρη της Κύπρου. Διακυβεύονταν επίσης διεθνή συμφέροντα από την πλευρά της Ρωσίας. Η Μόσχα εκμεταλλεύεται το Κυπριακό από το 1964 για να αποσταθεροποιεί το ΝΑΤΟ, ενώ επεδίωκε να αποσπάσει την Τουρκία από τη Δύση προς όφελος των δικών της γεωπολιτικών συμφερόντων. Η στρατηγική Σημίτη βρέθηκε στο στόχαστρο της υποκινούμενης από τη Μόσχα αντιδυτικής προπαγάνδας, τόσο από την εθνικιστική Δεξιά όσο και από την κομμουνιστική Αριστερά.
Το 1998 ο Γλαύκος Κληρίδης, με προίκα τους S-300 και με λάβαρο το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, εξελέγη πρόεδρος για δεύτερη θητεία. Ωστόσο, αμέσως μετά την εκλογή του προσαρμόστηκε με την πολιτική Σημίτη για εγκατάλειψη της πολιτικής των ενεργών ηφαιστείων και επικέντρωση στον μεγάλο στόχο, της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.
Οι ενταξιακές συνομιλίες, υπό τον Γιώργο Βασιλείου, ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1998, ενώ η Κύπρος δεχόταν πιέσεις από τη Δύση για την ακύρωση της παραγγελίας των ρωσικών πυραύλων. Αν και η κοινή γνώμη ήταν πεπεισμένη ότι οι S-300 ήταν ένα υπερόπλο που θα επηρέαζε καθοριστικά το στρατιωτικό ισοζύγιο, στην πραγματικότητα δεν πρόσθεταν τίποτε το ουσιαστικό στην άμυνα της Κύπρου. Η απόφαση για την παραγγελία των πυραύλων ήταν αποτέλεσμα ενός μείγματος λαϊκισμού, διαφθοράς και προβοκάτσιας εκ μέρους της Ρωσίας, για να περιπλέξει την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Η εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο έγινε κόκκινη γραμμή για τη Δύση, για τους ίδιους λόγους που πολλά χρόνια αργότερα αντέδρασαν οι ΗΠΑ στην εγκατάσταση των S-400 στην Τουρκία. Τον Δεκέμβριο του 1998, στη Σύνοδο κορυφής της ΕΕ στη Βιέννη, ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ έθεσε ωμά το δίλημμα προς την Κύπρο: είτε πύραυλοι S-300 είτε ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Ο Σημίτης παρότρυνε τον Κληρίδη να εγκαταλείψει το πρόγραμμα των S-300 και τον Ιανουάριο του 1999 ανακοινώθηκε η μεταφορά τους, και ουσιαστικά η αποθήκευσή τους, στην Κρήτη.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1999 ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν εγκαινίασε μια νέα διαδικασία λύσης του Κυπριακού, η οποία ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη με εκ του σύνεγγυς συνομιλίες μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς. Οι συνομιλίες ήταν εκ του σύνεγγυς διότι ο Ντενκτάς δεν αποδεχόταν να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με τον Κληρίδη χωρίς να αναγνωριστεί η «ΤΔΚΚ» ως ισότιμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τους ίδιους όρους έθετε ο Ντενκτάς και για τη διαδικασία ένταξης, δηλαδή ξεχωριστές συνομιλίες της ΕΕ με τα δύο μέρη στην Κύπρο.
Η κρίσιμη στιγμή για την ένταξη της Κύπρου ήταν η σύνοδος κορυφής στο Ελσίνκι. Ο Σημίτης κατάφερε και έφερε όλη την Ευρώπη μαζί του στη στρατηγική του για την Κύπρο και τα Ελληνοτουρκικά. Στα συμπεράσματα του Ελσίνκι δόθηκε στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας χώρας και της υποδείχθηκε να αναζητήσει λύσεις στις διαφορές της με την Ελλάδα με βάση τις αρχές του διεθνούς Δικαίου, και εν ανάγκη να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Για την Κύπρο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε ότι «η πολιτική επίλυση του προβλήματος θα διευκόλυνε την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση», και διευκρίνισε πως εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση για την ένταξη της Κύπρου «θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία».
Η τελευταία πρόταση, η οποία ονομάστηκε «ουρά του Ελσίνκι», χαρακτηρίστηκε από τους μονίμως διαφωνούντες ως παγίδα για να μπλοκάρει το Συμβούλιο την ένταξη της Κύπρου. Στην πραγματικότητα, με τα συμπεράσματα του Ελσίνκι τέθηκε σε τροχιά υλοποίησης ο σχεδιασμός για λύση του Κυπριακού, ένταξη όλης της Κύπρου στην ΕΕ και έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.
Τη στρατηγική αυτή υποστήριζαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Κλίντον, ο οποίος είχε διορίσει από το 1996 τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ ειδικό απεσταλμένο του για το Κυπριακό, επικοινώνησε ο ίδιος με τον Ετζεβίτ και τον παρότρυνε να αποδεχτεί την προσφορά της ΕΕ. Ο Ετζεβίτ, ο οποίος απειλούσε ότι δεν θα υπήρχαν όρια στην αντίδραση της Τουρκίας εάν η Κύπρος γινόταν αποδεκτή στην ΕΕ, υποχρεώθηκε και αποδέχτηκε την προσφορά της υποψήφιας χώρας.
Απόλυτα αρνητική υπήρξε η αντίδραση του Ραούφ Ντενκτάς. Τα συμπεράσματα του Ελσίνκι άνοιγαν τον δρόμο για ένταξη όλης της Κύπρου στην ΕΕ και για εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε όλη την επικράτεια, ακυρώνοντας τις πάγιες θέσεις του για δύο αμιγώς εθνικές περιοχές στην Κύπρο, οι οποίες θα ζούσαν δίπλα-δίπλα σε καθεστώς συνομοσπονδίας. «Σε περίπτωση που η ΕΕ αποδεχθεί την πλήρη ένταξη της ελληνοκυπριακής διοίκησης υπό το όνομα της Κύπρου, θα επωμιστεί τη βαριά ευθύνη της μόνιμης διαίρεσης του νησιού» δήλωσε.
Δεν ήταν έκπληξη η θέση του ΑΚΕΛ ότι «η Τουρκία πήρε το καθεστώς υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ χωρίς να δώσει ουσιαστικά τίποτε στο Κυπριακό». Το ΑΚΕΛ βρισκόταν ήδη σε διαβούλευση με τον Τάσσο Παπαδόπουλο για να στηρίξει την υποψηφιότητα του στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ο ίδιος ο Τάσσος Παπαδόπουλος, θιασώτης της λεγόμενης «απορριπτικής σχολής» στο Κυπριακό, σε συνέντευξή του μηδένισε την απόφαση του Ελσίνκι και προδίκαζε ότι η Κύπρος θα εκβιαζόταν για να δεχτεί διχοτομική λύση. «Μεταξύ μιας κακής λύσης και ένταξης θα προτιμήσουμε τη μη ένταξη» είπε.
Ο Ντενκτάς ακολούθησε παρελκυστική τακτική και δεν επέτρεψε στις συνομιλίες να προχωρήσουν. Τον Δεκέμβριο του 2002, στο Συμβούλιο της ΕΕ στην Κοπεγχάγη, θα λαμβάνονταν αποφάσεις για τη μεγάλη διεύρυνση του 2004. Η Κύπρος ολοκλήρωσε με επιτυχία τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις και ο μεγάλος σκόπελος ήταν το άλυτο Κυπριακό.
Εναν μήνα νωρίτερα σημειώθηκαν στην Τουρκία σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Στις 3 Νοεμβρίου 2002 το ΑΚΡ κέρδισε τις εκλογές. Ο ηγέτης του κόμματος, Ταγίπ Ερντογάν, έθεσε ως προτεραιότητά του την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η νέα τουρκική κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στον Κόφι Ανάν να υποβάλει ολοκληρωμένο σχέδιο λύσης του Κυπριακού. Το σχέδιο υποβλήθηκε στις 11 Νοεμβρίου και ο προγραμματισμός ήταν να γίνει αποδεκτό πριν από τη Σύνοδο της Κοπεγχάγης. Ο πρόεδρος Κληρίδης το αποδέχτηκε, αλλά ο Ντενκτάς το απέρριψε, έχοντας τη στήριξη του τουρκικού στρατού.
Στην Κοπεγχάγη ήρθε η ώρα της επαλήθευσης της «ουράς του Ελσίνκι», της παγίδας σύμφωνα με τους μονίμως διαφωνούντες. Η ΕΕ αξιολόγησε θετικά τη στάση της Κύπρου και αποφάσισε την οριστική ένταξή της. Οι μάντεις κακών διαψεύστηκαν. Η στρατηγική Σημίτη απέδωσε αποτελέσματα, αλλά υπήρχε ακόμη δουλειά να γίνει. Εχοντας πλέον κλειδώσει την ένταξη στην ΕΕ, η Κύπρος ήταν σε θέση να διαπραγματευτεί από θέση μεγαλύτερης ισχύος την επίλυση του Κυπριακού.
Τον Φεβρουάριο του 2003, θα διεξάγονταν στην Κύπρο οι προεδρικές εκλογές και το ΑΚΕΛ είχε συνάψει συνασπισμό με τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Ο Σημίτης προσκάλεσε στην Αθήνα τον ηγέτη του ΑΚΕΛ Δημήτρη Χριστόφια και του πρότεινε να ανεχθεί την επανεκλογή του Γλαύκου Κληρίδη για 18 μήνες με σκοπό να ολοκληρώσει τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού. Ο Χριστόφιας, ο οποίος θεωρούσε το Σχέδιο Ανάν προϊόν αμερικανοβρετανικής συνωμοσίας, αρνήθηκε και επέμεινε στην υποψηφιότητα Παπαδόπουλου.
Τον Φεβρουάριο του 2003 ο Παπαδόπουλος εξελέγη πρόεδρος της Κύπρου με τη δέσμευση ότι θα διαπραγματευόταν με καλή θέληση το Σχέδιο Ανάν. Ο Κόφι Ανάν κατέβαλε άλλη μια προσπάθεια για συμφωνία πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ. Τον Μάρτιο κάλεσε τον νέο πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο και τον Ραούφ Ντενκτάς σε διάσκεψη στη Χάγη. Ο Ντεντκάς επισκέφθηκε την Αγκυρα και εξασφάλισε τη στήριξη του τουρκικού στρατού για την απόρριψη του σχεδίου. Ο Παπαδόπουλος, έχοντας την ασφάλεια της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς, αποδέχτηκε το σχέδιο και εξέφρασε δημόσια τη λύπη του για την απόρριψή του από τον Ντενκτάς.
Στις 16 Απριλίου, επί ελληνικής προεδρίας, υπογράφηκε στη Στοά του Αττάλου η συνθήκη προσχώρησης όλης της Κύπρου στην ΕΕ, με αναστολή στην εφαρμογή του κεκτημένου στο κατεχόμενο μέρος. Ηταν η στιγμή της δικαίωσης του Σημίτη, αλλά κατά το ήμισυ, διότι έμεινε ανεκπλήρωτος ο στόχος της επίλυσης του Κυπριακού.
Η Κύπρος θα γινόταν επίσημα μέλος της ΕΕ από την 1η Μαΐου 2004. Εχοντας την ασφάλεια της άρνησης του Ντενκτάς, ο Παπαδόπουλος διακήρυττε δημόσια τη θέση για λύση πριν από αυτή την ημερομηνία. Τον Δεκέμβριο του 2003 ο Παπαδόπουλος κάλεσε με επιστολή του τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ να αναλάβει πρωτοβουλία για συμφωνία με βάση το Σχέδιο Ανάν. Τον Φεβρουάριο ο Κόφι Ανάν προσκάλεσε τους Παπαδόπουλο και Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη.
Αυτή τη φορά η Τουρκία υποχρέωσε τον Ντενκτάς να αποδεχτεί μια δεσμευτική διαδικασία που θα κατέληγε υποχρεωτικά σε δημοψηφίσματα για το Σχέδιο Ανάν. Η κορύφωση της διαδικασίας ήταν η διάσκεψη στο Μπούργκερστοκ της Ελβετίας, τον Μάρτιο του 2004. Ο Ντενκτάς αρνήθηκε συμμετοχή και τους Τουρκοκύπριους εκπροσώπησε ο μετριοπαθής «πρωθυπουργός» Μεχμέτ Αλί Ταλάτ.
Σε αυτή τη συγκυρία ο Σημίτης έχασε την εξουσία. Στις 7 Ιανουαρίου παραιτήθηκε από πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και τον διαδέχτηκε ο Γιώργος Παπανδρέου. Τον Μάρτιο του 2004 πρωθυπουργός της Ελλάδας έγινε ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος εκπροσώπησε την Ελλάδα στη διάσκεψη του Μπούργκερστοκ. Δύο φορές ο Ντενκτάς είχε «διασώσει» τον Παπαδόπουλο από το Σχέδιο Ανάν. Σε αυτή την τελική φάση ο Πρόεδρος της Κύπρου έπρεπε να αναλάβει εκείνος την ευθύνη και βρήκε χείρα βοήθειας από τον Καραμανλή και από τη Μόσχα.
Στις 24 Απριλίου θα διεξάγονταν τα δεσμευτικά δημοψηφίσματα. Το ΑΚΕΛ είχε διαχρονικά καλές σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους και δεν ήταν εύκολη επιλογή η καταψήφιση του Σχεδίου Ανάν. Το κόμμα πήρε απόφαση να υποστηρίξει το «Ναι». Μετά από παρέμβαση της Μόσχας άλλαξε γνώμη και στράφηκε στο «Όχι».
Με τον Καραμανλή στην εξουσία στην Ελλάδα, τη βοήθεια της Μόσχας και ελέγχοντας όλα τα μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης, ο Παπαδόπουλος σκότωσε οριστικά τη στρατηγική Σημίτη για λύση, με ένταξη όλης της Κύπρου στην ΕΕ και ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Ο Ντενκτάς ευχαρίστησε δημόσια τον Τάσσο Παπαδόπουλο για τη στάση του. «Μας έσωσε ο Τάσσος», είπε σε συνέντευξη του στα «Νέα», ενώ με δηλώσεις του στο τουρκικό CNN εξέφρασε τον θαυμασμό του προς το πρόσωπό του: «O Παπαδόπουλος κατέδειξε ότι είναι “πολιτικός ανήρ”. Είπε “όχι” για να υπεραμυνθεί του Κυπριακού Κράτους και πολέμησε – όπως πολεμά και τώρα – σαν λιοντάρι».
Σήμερα, 20 χρόνια μετά την ένταξη, ελάχιστοι στην Κύπρο αναγνωρίζουν τη θετική συνεισφορά του Σημίτη για την ένταξη στην ΕΕ, ενώ οι οπαδοί της στασιμότητας τον κατηγορούν για τη στήριξή του στο Σχέδιο Ανάν το οποίο έγινε συνώνυμο της εθνικής μειοδοσίας. Το αντίθετο είναι το αληθές. Το 2004 η κατεχόμενη Κύπρος ήταν άδεια και ελληνικές περιουσίες δισεκατομμυρίων ήταν ανεκμετάλλευτες. Θα επιστρέφονταν δύο πόλεις και 57 χωριά στα οποία κατοικούσαν οι μισοί από τους πρόσφυγες του 1974. Θα αποχωρούσαν 40.000 τούρκοι στρατιώτες, ενώ υπήρχε πρόβλεψη για αποχώρηση Τούρκων εποίκων. Το σημαντικότερο, θα εφαρμοζόταν το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε όλη την επικράτεια. Σήμερα ο στρατός είναι εκεί, ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε, οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων υφαρπάζονται και αναπτύσσονται από Τούρκους, Ισραηλίτες και Ρώσους επενδυτές. Και το Κυπριακό παραμένει μια ανοιχτή πληγή που δηλητηριάζει τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του Κώστα Σημίτη και των επαγγελματιών πατριωτών. Ο Σημίτης είχε όραμα και ανέλαβε ρίσκα για να δώσει λύσεις. Οι εξ επαγγέλματος πατριώτες δεν πρότειναν ποτέ καμιά λύση, μόνο προειδοποιούν, διαμαρτύρονται και επιδίδονται σε πολιτικές δολιοφθορές, σκοτώνοντας κάθε νέα προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων, ενίοτε και σε συντονισμό με τα πιο ακραία στοιχεία της άλλης πλευράς, διότι δεν θα έχουν λόγο να υπάρχουν χωρίς βαρβάρους. Το αποκορύφωμα της υποκρισίας τους είναι που καταριούνται τον Σημίτη διότι δεν κήρυξε πόλεμο για έναν ακατοίκητο βράχο στο Αιγαίο, αλλά δεν τους ενοχλεί που με τις εμμονές και τις δολιοφθορές τους συνέβαλαν στο να τουρκέψει οριστικά το 40% της Κύπρου.
* Ο Μακάριος Δρουσιώτης είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για το Κυπριακό. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το «Εγκλημα στο Κραν Μοντανά»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News