Από μικρό με ακολουθεί η αυστηρή οδηγία της γιαγιάς μου να σηκώνομαι στα μέσα μεταφοράς για να κάτσουν οι μεγαλύτεροι. Eτσι, από τα τέλη του δημοτικού που άρχισα να μπαίνω μόνος μου στο τρόλεϊ για να πάω στο σχολείο είχα το άγχος να κοιτάζω να μην είναι κανένας μεγάλος όρθιος, ιδιαίτερα στις πιο σεβάσμιες ηλικίες.
Βεβαίως όταν ήμουν 11, ακόμα και το 40 έδειχνε ιδιαίτερα σεβάσμιο, αλλά τέλος πάντων.
Πολύ νωρίς λοιπόν, αποφάσισα να μην κάθομαι καθόλου ώστε να μην έχω την έννοια να κάνω υπολογισμούς ηλικίας και να ψάχνω στα μάτια των συνεπιβατών μου πόσο κουρασμένοι είναι για να τους δώσω η θέση μου.
Πλέον, έχω υπερβεί την ηλικία που θα έδειχνα ιδιαίτερα σεβάσμιος στα δεκάχρονα της δεκαετίας του ’80, αλλά δεν έχω αλλάξει αυτήν την μάλλον ψυχαναγκαστική συνήθειά μου. Σπανίως αναζητώ κάποια θέση και προτιμώ μια «ήσυχη» γωνιά στο βαγόνι του μετρό για να διαβάσω το βιβλίο μου ή να γράψω στο κινητό μου, μια που η διαδρομή με το μετρό μπορεί να είναι πολύ παραγωγική, καθώς εκεί δεν με βρίσκει κανένας απ’ όσους ενδέχεται να με αναζητούν.
Αυτό περιορίζει αρκετά την επαφή μου με τον μικρόκοσμο του μετρό.
Ετσι, δεν είδα χθες μια έγκυο κοπέλα που είχε μπει στο πρώτο βαγόνι όπου βρισκόμουν, αλλά κανένας δεν είχε σηκωθεί να της παραχωρήσει μια θέση. Το τρένο δεν ξεκινούσε μέχρι που μπήκε η οδηγός και με αυστηρή φωνή είπε «μια θέση για την έγκυο παρακαλώ». Σηκώθηκαν αμέσως δύο από τους καθήμενους. Εκτινάχθηκαν για την ακρίβεια, καθώς το ύφος της οδηγού δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Η κοπέλα κάθισε και το τρένο ξεκίνησε.
Οταν βγήκα από το βαγόνι έτρεξα να συγχαρώ την οδηγό για την παρέμβασή της και τη ρώτησα πού κατάλαβε ότι θα άφηναν την κοπέλα όρθια. Η οδηγός κλείνοντας τις πόρτες μου φώναξε «Δεν ξέρεις πόσα γαϊδούρια βλέπω εδώ μέσα κάθε μέρα».
Φυσικά δεν υπήρχε περιθώριο διαλόγου. Το τρένο έφευγε με ταχύτητα κι εγώ εμένα ενεός να σκέφτομαι τα σχόλια που θα έκανε η γιαγιά μου για τον κόσμο που ζούμε για την αγένεια που έχει φτάσει στον πυρήνα της συμπεριφοράς μας, για την αδιαφορία, την κοινωνική απαιδευσιά, την έλλειψη της βασικής ενσυναίσθησης με τον ακριβώς διπλανό μας.
Είναι μάλλον όλα αυτά, μαζί και με άλλα φυσικά, που κάνουν την κοινωνία μας απαθή στον πολακισμό. Διότι ας μην γελιόμαστε το φαινόμενο υφίσταται πολιτικά διότι προϋπάρχει κοινωνικά. Εξ ου και δεν εκπέμπεται κανένα μήνυμα μηδενικής ανοχής σε αυτή τη ρητορική, σε τέτοιες συμπεριφορές.
Πέρα από την όποια πολιτική προσέγγιση της περίπτωσης Πολάκη βρίσκεται και το ότι έχει εξαχρειωθεί η κοινωνική μας συμπεριφορά. Οτι ακόμα και τα προσχήματα ή η τυπική ευγένεια προηγούμενων εποχών είναι σε μεγάλο βαθμό ισοπεδωμένα.
Αυτή η καταπιεστική, συχνά, κοινωνική εκπαίδευση, με τα ομολογουμένως πολλά «πρέπει» που οδηγούσε στους τυπικά, έστω, καλούς τρόπους αντικαθίσταται καθημερινά από «το κάνω ό,τι μου γουστάρει, γιατί μπορώ».
Ακόμα και στα απλά πράγματα, όπως το να δώσεις τη θέση σου σε μια έγκυο.
Στην Ισπανία στα μέσα μεταφοράς ακούγονται συνεχώς ανακοινώσεις για να παραχωρούν οι επιβάτες τις θέσεις τους στους μεγαλύτερους και όσους έχουν ανάγκη. Δεν αρκεί λοιπόν μόνο το σχολείο και η οικογένεια.
Οι κοινωνίες πρέπει να εκπαιδεύονται διαρκώς και επίμονα. Να λαμβάνουν μηνύματα καθοδήγησης, ακόμα και να έχουν κατάλληλα παραδείγματα από την ηγεσία τους.
Κι εκεί ακριβώς θεωρώ ότι εστιάζεται ένα σημαντικό πρόβλημα σήμερα: σε μια ηγεσία που κατοικεί στον «μέσο όρο» της κοινωνίας ή και κάτω από αυτόν.
Που όχι μόνον δεν μπορεί να την ανυψώσει, αλλά συμπλεγματικά λοιδορεί την αριστεία. Και μάλιστα αυτό αποτελεί ιδεολογική τοποθέτηση.
Φυσικά δεν είναι η κοινωνία μας δημιούργημα της τετραετίας ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς το αντίθετο συμβαίνει. Δεν έχει ευθύνη ο ΣΥΡΙΖΑ για όλες τις αμαρτίες του κόσμου.
Επειδή όμως συστηματικά χαϊδεύει την συλλογική αυταρέσκεια, αντανακλώντας κολακευτικά στην κοινωνία, συχνά τις πιο θλιβερές συμπεριφορές, η τετραετής του διακυβέρνηση λειτουργεί σαν επιταχυντής αυτού του φαύλου κύκλου.
Δεν είναι ζήτημα ελιτισμού αλλά της πρακτικής ανάγκης η ηγεσία μας να έχει τη γνώση το ταλέντο και την ικανότητα να μας κατευθύνει στον σωστό προορισμό. Ακόμα κι αν είναι ένας προορισμός που δεν βλέπουμε οι υπόλοιποι, όπως για παράδειγμα έκαναν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Δεν χρειαζόμαστε έναν ηγέτη που να είναι στο ίδιο ύψος με τον «μέσο όρο», αλλά κάποιον που να μπορεί να δει πιο μακριά. Που να οδηγεί, να κατανοεί και να συναισθάνεται, να προβλέπει και να παρεμβαίνει.
Να έχει την ικανότητα να βλέπει μπροστά αλλά και πίσω.
Κάτι σαν κι αυτό που έκανε, στο δικό της μέτρο, η οδηγός του μετρό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News