Τα τρία πρώτα γκάλοπ που δημοσιεύθηκαν μετά το δυστύχημα των Τεμπών (της Marc, της GPO και της MRB) αποτυπώνουν σε γενικές γραμμές περίπου την ίδια εικόνα: η ΝΔ χάνει λίγο πάνω από τρεις ποσοστιαίες μονάδες (δηλαδή, περίπου το 1/10 του ποσοστού που είχε στην πρόθεση ψήφου), ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί τις δυνάμεις του αλλά δεν κερδίζει σχεδόν τίποτα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ χάνει τουλάχιστον μία μονάδα ή και λίγο περισσότερο (δηλαδή, όπως και η ΝΔ περίπου το 1/10 του ποσοστού που είχε στην πρόθεση ψήφου). Τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα εμφανίζουν διαφορετική εικόνα σε κάθε μία από τις εταιρείες μέτρησης της κοινής γνώμης. Ολα μεν ενισχύονται, όμως σε άλλες έρευνες ενισχύεται περισσότερο το ΚΚΕ και σε άλλες η Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25. Από εκεί και πέρα, και στις τρεις έρευνες καταγράφεται σοβαρή ενίσχυση του ποσοστού της «γκρίζας ζώνης» (αναποφάσιστοι, αποχή και άκυρο/λευκό).
Κάποιοι σπεύδουν να «διαβάσουν» αυτά τα πρώτα γκάλοπ ως επιστροφή στο 2012, με την έννοια ότι δοκιμάζεται –όπως και τότε– η αντοχή των κομμάτων που έχουν ασκήσει εξουσία. Πρόωρη ανάγνωση και μάλλον επιπόλαιη, αν αναλογιστεί κανείς τις διαφορές εκείνης της περιόδου με αυτή που διανύουμε σήμερα.
Ο «αντισυστημισμός» της εποχής των Μνημονίων ελάχιστη σχέση έχει με τον «αντισυστημισμό» που παρατηρείται μετά την τραγωδία των Τεμπών. Τότε οι πολίτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις συνέπειες της χρεοκοπίας της χώρας, που είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισοδημάτων τους και τη συνειδητοποίηση ότι ξεκινούσε μια περίοδος βαθιάς κρίσης, που επρόκειτο να διαρκέσει για πολλά χρόνια.
Ο «αντισυστημισμός» ήταν η εκδήλωση της λαϊκής οργής απέναντι σε μια κατάσταση που για να αλλάξει απαιτούσε πολύ χρόνο και μεγάλες θυσίες από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Στην πρώτη φάση δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι, τιμωρώντας το παλιό πολιτικό σύστημα, τα κόμματα που είχαν κυβερνήσει, θα έδιναν λύση στο πρόβλημα. Αποδείχτηκε ότι τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα και τελικά το κόμμα που είχε εκφράσει πιο μαζικά από όλα το «αντισυστημικό» κίνημα –ο ΣΥΡΙΖΑ– αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, να αναλάβει τις ευθύνες του και να γίνει και αυτό πλέον μέρος του «συστήματος» της εξουσίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο «αντισυστημισμός» που προκαλείται από την τραγωδία των Τεμπών δεν εκφράζει την κοινωνική οργή για την πτώση του βιοτικού επιπέδου, αλλά την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος. Η διαφορά είναι σημαντική, γιατί στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες βίωναν οι ίδιοι τη δραματική αλλαγή της ζωής τους, ενώ στη δεύτερη συμπάσχουν και οργίζονται για αυτό που συνέβη στα Τέμπη με θύματα 57 ανθρώπους. Η συναισθηματική ταύτιση με τους γονείς που πενθούν τα παιδιά τους και η αίσθηση ότι η Πολιτεία δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την ασφάλεια είναι οι αιτίες της οργής.
Με άλλα λόγια, ο «αντισυστημισμός» σήμερα αποτελεί την αντίδραση σε κάτι τραγικό που συνέβη και στην πιθανότητα να ξανασυμβεί. Σε αντίθεση με το 2012, που εξέφραζε την αντίθεση σε κάτι δραματικό που συνέβαινε καθημερινά και θα συνέχιζε να συμβαίνει για αρκετά χρόνια. Σήμερα έχουμε λαϊκή οργή απέναντι σε ένα γεγονός το οποίο όλοι απαιτούν να μην επαναληφθεί. Τότε είχαμε λαϊκή οργή απέναντι σε μια κατάσταση που για να αλλάξει απαιτούσε τεράστιες οικονομικές θυσίες από όλους. Τότε οι πολίτες διαδήλωναν θεωρώντας ότι είναι οι ίδιοι τα θύματα των Μνημονίων. Τώρα διαδηλώνουν για να τιμήσουν τους νεκρούς και να απαιτήσουν την τιμωρία των υπευθύνων. Η διαφορά είναι τεράστια και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί, παρά τη λαϊκή οργή, δεν έχουμε –ακόμη τουλάχιστον– αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, αλλά μόνο ενίσχυση της «γκρίζας ζώνης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News