Τις τελευταίες ημέρες ο κόσμος μας έχει βρεθεί σε μια παράξενη θέση: ο μισός πλανήτης τρέμει στην ιδέα ότι θα εκλεγεί ξανά πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ και παρακαλεί γονατιστός τον Τζο Μπάιντεν να πάει σπίτι του, με την Τζιλ και τα εγγόνια τους, και να αφήσει κανέναν πιο ικανό άνθρωπο να τον σταματήσει.
Στις ΗΠΑ, τα κατά κανόνα αντι-Τραμπικά μεγάλα και μικρότερα ΜΜΕ ξοδεύουν τόνους μελάνης και χιλιάδες εργατοώρες προκειμένου να το πουν στον Μπάιντεν, ευθέως ή με πλάγιο τρόπο (είναι και μεγάλος άνθρωπος): φύγε επιτέλους, ευχαριστούμε πολύ, υπήρξες σπουδαίος, αλλά φτάνει κάπου. Λες, αποκλείεται ο Μπάιντεν να μη διαβάζει τους ΝΥΤ και την Washington Post. Αν το καλοσκεφτείς, όμως, μπορεί και να μην τις διαβάζει, είναι πολύ πιθανόν το τείχος «προστασίας» γύρω του να τον κρατάει αποκομμένο από την πραγματικότητα.
Η περίπτωση του Μπάιντεν ακροβατεί συχνά στην κόψη του ηλικιακού ρατσισμού. Είναι αλήθεια ότι κάποτε θέλαμε να μας κυβερνάνε οι μεγάλοι σε ηλικία ηγέτες, τώρα θέλουμε να μας κυβερνάνε άνθρωποι οριακά στη μετεφηβεία. Και με ανάλογο, μετεφηβικό τρόπο. Είναι το τελειωτικό πέρασμα, και της πολιτικής, από την ουσία, στον κόσμο της εικόνας: Θέλουμε ηγέτες νέους, ωραίους και instagramable, ασχέτως αν δεν ξέρουν που παν τα τέσσερα. Ισως επειδή και για εμάς είναι πιο διασκεδαστικό και εύκολο να κουβεντιάζουμε τι φοράνε, παρά ζητήματα πολιτικής.
Ή ίσως επειδή θεωρούμε την πολιτική ως κάτι που δεν έχει πλέον σημασία. Οι αποφάσεις, πιστεύουμε, λαμβάνονται από κάποια μακρινά και σκοτεινά και μυστηριώδη κέντρα εξουσίας, οι εγχώριοι πολιτικοί είναι περίπου διακοσμητικοί.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου η πολιτική συναντά την εικόνα, το μείγμα γίνεται εκρηκτικό. Ο ναρκισσισμός του πολιτικού-σταρ απογειώνεται. Είναι η περίπτωση Κασσελάκη και όχι μόνο.
Για τον ίδιο τον Μπάιντεν, όμως, το θέμα δεν είναι αυστηρά ηλικιακό· απλώς δεν δύναται. Του κάνει κακό η επιμονή του να μην τα παρατάει και το χειρότερο είναι ότι θα κάνει κακό σε όλους μας.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία για την επιμονή του Μπάιντεν έδωσε New York Times ένας ψυχολόγος. Συμβαίνει σε όλους μας, έγραψε, να μη θέλουμε να παραδεχτούμε ότι χάσαμε, τελειώσαμε, πρέπει να κλείσουμε ένα κεφάλαιο και να πάμε παρακάτω. Ισχύει.
Ισχύει πολύ περισσότερο, όμως, στην περίπτωση της εξουσίας. Είναι γλυκιά η άτιμη, δεν την παρατάς εύκολα.
Δεν είναι και στα καθ’ ημάς ξένη η εικόνα ενός σπουδαίου πολιτικού που «σύρθηκε» στα τελευταία του, ανίκανος πλέον να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και έρμαιο του «περιβάλλοντός» του. Το «περιβάλλον» καραδοκεί πάντα για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο όταν ο ηγέτης περιέλθει σε αδυναμία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Στο τέλος της πολιτικής καριέρας του ήταν απλώς ένα σύμβολο, ελάχιστη ισχύ είχε ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο. Συνέχισε, όμως, να κυβερνάει τη χώρα, παρότι ήταν πασιφανές ότι δεν μπορούσε πλέον να το κάνει. Εάν η ζωή και η πορεία του δεν είχαν υπάρξει τόσο σπουδαίες, θα μπορούσε να έχει καταστραφεί η υστεροφημία του από αυτά τα τελευταία χρόνια.
Είναι βέβαιο ότι η πολιτική και ο ναρκισσισμός συνδέονται στενά, το δείχνουν και οι μελέτες πλέον. Δύσκολα θα αντέξεις το βάρος της εξουσίας εάν δεν είσαι γεννημένος για να τραβάς επάνω σου τα φώτα, να λατρεύεσαι (και την επόμενη ημέρα να μισείσαι) από εκατομμύρια ανθρώπους, να παίρνεις αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα τη ζωή τους και να διοικείς ολόκληρες χώρες.
Κατηγορούμε συχνά τους πολιτικούς για έλλειψη ενσυναίσθησης, αγνοώντας κάτι πολύ βασικό: Η πολιτική δεν είναι αισθηματική κομεντί του Χόλιγουντ, είναι σε τεράστιο βαθμό ρεαλισμός. Κάτι που ανακαλύπτουν στην πορεία ακόμη και οι πλέον ρομαντικοί πολιτικοί, αν υπάρχουν τέτοιοι.
Μετά, τους βρίζουμε: «Η εξουσία τον διέφθειρε». Προφανώς. Αυτό κάνει η εξουσία, είναι η δουλειά της. «Η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα», όπως είχε πει ο Λόρδος Ακτον. Από την ανάποδη, ο αμερικανός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, Φρανκ Χέρμπερτ έγραψε στο περίφημο Dune, ότι «όλες οι κυβερνήσεις πάσχουν από ένα ενδημικό πρόβλημα: η εξουσία προσελκύει διαταραγμένες προσωπικότητες».
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι όλα αυτά ισχύουν αποκλειστικά στον δυτικό, καπιταλιστικό και διεφθαρμένο κόσμο, αλλά η πραγματικότητα θα τους διαψεύσει. Ο Φιντέλ Κάστρο, ο Στάλιν, ο Μάο, όλοι αυτοί πέθαναν αγκαλιά με τις καρέκλες τους – αν μπορούσαν, θα τις είχαν πάρει και μαζί τους.
Δυσκολεύομαι πολύ να σκεφτώ κάποιον ηγέτη που να παραιτήθηκε στο απόγειο της καριέρας του. Σαν μεθυσμένοι, οι περισσότεροι έφτασαν να ταυτίζουν τoν εαυτό τους με την εξουσία που είχαν. Σαν να πίστευαν ότι αν εκλείψουν οι ίδιοι, θα εκλείψουν ταυτόχρονα η χώρα, το κόμμα, το οτιδήποτε διοικούσαν. «Φύγε» τους φώναζαν εκατομμύρια άνθρωποι κι αυτοί κώφευαν. Αφήνοντας από κάτω να σφάζονται οι δελφίνοι τους, σε μάχες διαδοχής που θυμίζουν πολύ τη μεσαιωνική φεουδαρχία.
Η διαφορά, στη Δημοκρατία, είναι ότι έχει διαδικασίες. Αμα δεν θες να φύγεις μόνος σου, θα σε «φύγει» κάποια στιγμή ο κόσμος. Και θα πάει απέναντι. Αντί να σώσεις τη χώρα, το κόμμα, το οτιδήποτε, θα το έχεις καταστρέψει.
Και μετά θα τραβάμε όλοι μαζί τα μαλλιά μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News