Aς το δούμε ψυχρά και λογικά. Όταν μια αρρώστια δημιουργεί ανθρωπιστική τραγωδία με εκατοντάδες ή χιλιάδες θανάτους και γίνεται καταλύτης οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, είναι μεγάλος ο πειρασμός κάθε κυβέρνησης να έχει το απόλυτο έλεγχο των πληροφοριών που την αφορούν. Διότι οι πληροφορίες και τα στοιχεία αποτελούν το βασικότερο εργαλείο για την διαχείριση της πολλαπλής κρίσης και αποτελούν τον κυριότερο μοχλό άσκησης πολιτικής στο μέγα θέμα της πανδημίας. Να υποθέσουμε λοιπόν ότι και η ελληνική κυβέρνηση μπήκε κάποια στιγμή στον πειρασμό να το κάνει, να ελέγξει δηλαδή μονοπωλιακά τα κανάλια συγκέντρωσης και διοχέτευσης πληροφοριών για την πανδημία; Ας το υποθέσουμε.
Αυτό τι θα σήμαινε πρακτικά; Ότι τα πραγματικά στοιχεία (αριθμοί κρουσμάτων, διασωληνωμένων στις ΜΕΘ, απλών νοσηλευόμενων, θανάτων, γεωγραφικής ή κοινωνικής διασποράς του ιού, αποτελεσμάτων από έρευνες σε λύματα, αλγόριθμοι που δείχνουν τα μελλοντικά σενάρια, κλπ) φθάνουν κλειδωμένα και στα κρυφά από το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και τον ΕΟΔΥ στο Μέγαρο Μαξίμου. Από κει πάλι, κατασκευάζεται μια δεύτερη πλαστή παραποιημένη λίστα (τα περίφημα «δεύτερα βιβλία») η οποία διοχετεύεται στην Συμβουλευτική επιτροπή των πανεπιστημιακών και στα μέσα ενημέρωσης. Κοντολογίς, έχει δημιουργηθεί λάθρα ένα σύστημα που δίνει πραγματικά στοιχεία στον Μητσοτάκη και κατά (την βούληση Μητσοτάκη) παραποιημένα στοιχεία στην Επιτροπή και στους πολίτες. Αυτό άλλωστε καταγγέλλει και ο Τσίπρας, στηριζόμενος σε αόριστες ή διαδικτυακές φήμες, αφού αρνήθηκε πεισματικά να πει έστω και ένα όνομα επιστήμονα που υποστηρίζει αυτή την εκδοχή. Μάλιστα.
Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, τότε προφανώς πρόκειται για έγκλημα. Να δεχτώ λοιπόν ότι ένας πρωθυπουργός είναι έτοιμος ακόμα και να εγκληματήσει, αν πρόκειται μ’ αυτό να εξυπηρετήσει το πολιτικό του συμφέρον. Αρκεί να μου εξηγήσει κανείς με στοιχειωδώς πειστικό τρόπο γιατί θα βόλευε πολιτικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη η ύπαρξη «διπλών βιβλίων» της πανδημίας. Ποιο θα ήταν δηλαδή το πολιτικό του κέρδος, αν αυτός ξέρει τα πραγματικά στοιχεία της πανδημίας κάθε μέρα, αλλά τα στέλνει παραποιημένα στην Επιτροπή των πανεπιστημιακών και στα μέσα ενημέρωσης.
Μία εξήγηση θα ήταν ότι η κοινή γνώμη μαθαίνει μικρότερους αριθμούς κρουσμάτων απ’ αυτούς που υπάρχουν πραγματικά. Άρα πείθεται ότι η πολιτική της κυβέρνησης είναι πιο επιτυχημένη ή έστω λιγότερο αποτυχημένη απ’ ότι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ακούγεται δελεαστικό, πλην ο κορονοϊός έχει το κακό συνήθειο να μεταδίδεται εκθετικά. Δηλαδή τα 100 σημερινά κρούσματα αύριο θα γίνουν 500 και τα 500 αυριανά θα γίνουν 1.500 μεθαύριο. Κοντολογίς, ο κορονοϊός δεν κρύβεται, όσες κουρτίνες παραπληροφόρησης κι αν βάλεις μπροστά του. Θα πει κάποιος ότι μπορεί ο Μητσοτάκης να προσπαθεί να ωραιοποιήσει το σήμερα και αύριο (που θα υπάρξει έκρηξη) θα δει τι θα κάνει. Εντάξει, υπάρχουν και τέτοιοι πολιτικοί, αλλά να μου επιτρέψετε να θεωρώ τον Κυριάκο πιο ανοικτόμυαλο και λιγότερο κοντόφθαλμο απ’ αυτό το χαζό υπόδειγμα πολιτικού ανδρός.
Σοβαρότερο όμως κι από την υποτιθέμενη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, είναι η θρυλούμενη διοχέτευση πλαστών στοιχείων προς την Επιτροπή των πανεπιστημιακών που λειτουργεί συμβουλευτικά και προτείνει λύσεις προς την κυβέρνηση. Για ποιον λόγο άραγε να θέλει ο Μητσοτάκης να κατέχει στοιχεία της πανδημίας, τα οποία κρύβει από τον Σύψα, την Κοτανίδου, τον Γώγο, τον Εξαδάκτυλο και τους άλλους έγκριτους επιστήμονες; Μήπως για να μην του ζητήσουν σκληρότερα μέτρα απ’ αυτά που είναι διατεθειμένος να πάρει; Μα έτσι κι αλλιώς, ο πρωθυπουργός αποφασίζει, όποιες εισηγήσεις κι αν έχει στα χέρια του. Μήπως διότι ο Μητσοτάκης πιστεύει ότι ξέρει καλύτερα από τους ειδικούς τι πρέπει να γίνει και παίρνει την ευθύνη να αποφασίζει τα μέτρα μόνος του και όπως τα νομίζει; Θα ξαναπώ ότι τον θεωρώ εξυπνότερο από τόσο. Μήπως διότι φοβάται ότι η Επιτροπή θα του κλέψει την δόξα στην περίπτωση επιτυχημένης αντιμετώπισης της πανδημίας; Μα και στο πρώτο κύμα, η Επιτροπή αποφάσιζε και ο Μητσοτάκης εισέπραξε τα θετικά πολιτικά ένσημα. Τώρα γιατί να το αλλάξει;
Δεν λιβανίζω κανέναν. Ούτε βάζω το χέρι μου στην φωτιά για οποιονδήποτε. Να ξέρουμε όμως ότι έγκλημα δίχως κίνητρο δεν υπάρχει. Πόσο μάλλον όταν το κίνητρο θα ωθούσε τον πρωταγωνιστή να μην διαπράξει το έγκλημα, αλλά αντιθέτως να λειτουργήσει θεσμικά και νομότυπα. Και τέλος, όταν καταγγέλλεται ευθαρσώς ένα έγκλημα, τελικά υπάρχει έγκλημα. Απλώς, αν δεν το ‘χει κάνει αυτός που καταγγέλλεται, τότε το ‘χει κάνει αυτός που καταγγέλλει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News