Η περίοδος 1974-2010 υπήρξε μια εξαίρεση στην ελληνική ιστορία: δεν είχαμε καμία πολεμική σύγκρουση αλλά και κανένα μεγάλο διχασμό που να μοίρασε στα δύο την ελληνική κοινωνία. Έτσι μπορούσαμε να απολαύσουμε την κοινή μας αγάπη και πίστη για προσωπικότητες που καίτοι δεν απέκτησαν παγκόσμια φήμη ούτως ώστε να συνασπιστούμε τριγύρω τους μέσω της «έξωθεν καλής μαρτυρίας», μπορούσαν να ενώσουν τη φωνή μας στην ίδια μελωδία ή στίχο, ό,τι κι αν πιστεύαμε, για όποιον κι αν τον τραγουδούσαμε, αδιάφορο αν ήταν ερωτικός, πολιτικός ή λίγο κι από τα δύο.
Όσο αποδομήσαμε πολιτικά την περίοδο της «μεταπολίτευσης» τόσο συγκινούμαστε από το ότι πολιτιστικά βρεθήκαμε όλοι στην ίδια βάρκα, εν πολλοίς ενωθήκαμε ξανά ως έθνος. Η απώλεια λοιπόν εμβληματικών μορφών της περιόδου αυτής μας ξαφνιάζει, νιώθουμε πως χάνουμε λίγο-λίγο το έρμα της παρελθούσης ενότητας. Και αυτό μας καθιστά επιρρεπείς στους εξωραϊστικούς επικήδειους, ίσως και στην αλγομανία. Οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συχνά δεν είναι ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα στο πρόσωπο που φεύγει, είναι ένας επιτάφιος σε αυτό που ήμασταν. Αντίστοιχα, κάθε παρέμβαση που αποτιμά το έργο ενός δημιουργού που έφυγε σε μια ρεαλιστική βάση και προσπαθώντας να κατανοήσει βαθύτερα την εποχή του, όπως αυτή που έκανε ο Χρήστος Χωμενίδης το περασμένο Σάββατο στα «Νέα» για τον Θάνο Μικρούτσικο, γίνεται εύκολα βορά της «δικαστικής εξουσίας» του πληκτρολογίου, που με την ίδια άνεση που αποθεώνει όσους έφυγαν, καταβαραθρώνει όσους είναι εν ζωή και επιμένουν να δημιουργούν σε αυτή τη χώρα.
Σε αυτή τη χώρα σπανίως εμφανίζονται διανοούμενοι, άνθρωποι ιδίως που ζουν από την παραγωγή ιδεών, οι οποίοι να τολμούν να πάνε απέναντι στην τάση της στιγμής: βλέπετε, η τάση της στιγμής είναι πολύ ισχυρότερη από την τάση της εποχής: έχει συναισθηματική ένταση και φορτίο, ενώ η εποχή ως μακροχρόνια κατάσταση εκλογικεύει τα πράγματα. Ο Χρήστος Χωμενίδης δεν θα μπορούσε να νιώθει πιο άβολα απέναντι σε μια τέτοια στιγμή: όχι μόνο γιατί δεν του αρέσουν οι εξωραϊσμοί, είναι εξάλλου από τους πιο γενναιόδωρους ανθρώπους που θα συναντήσετε, αλλά γιατί πάσχει από μια εκ φύσεως αισιοδοξία. Για να είσαι όμως αισιόδοξος πρέπει να θέτεις το παρελθόν στη σωστή του βάση, με τα καλά και τα κακά του. Αλλιώς κινδυνεύεις να νιώσεις εξόριστος, «αποσφαιρισμένος», για να χρησιμοποιήσω τον όρο του αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρη, από τον χαμένο Παράδεισο, ως άλλος πρωτόπλαστος.
Διάβασα και εγώ το άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη για τον Θάνο Μικρούτσικο στα «Νέα». Ένιωσα πως ήταν η έκφραση της ανάγκης, τιμώντας τη μνήμη ενός σπουδαίου νεκρού, να τον εντάξουμε στην εποχή του, τις ιδέες και τις συνήθειές της. Όχι για να τον μειώσουμε, κάθε άλλο. Αλλά για να νιώσουμε πως δεν έχουν όλα οριστικά χαθεί, πως όπως οι προηγούμενες γενιές πριν τον μεγάλο πολιτικό και πολιτιστικό διχασμό της πατρίδας παρήγαγαν έργο μέσα στις συνθήκες μιας μη-τέλειας εποχής, έτσι μπορούν να το κάνουν και όσοι θέλουν από εδώ και πέρα να δημιουργήσουν.
Ναι, να τιμούμε αυτούς που φεύγουν και να τους ευχαριστούμε. Να μην παρασυρόμαστε όμως από το φόβο πως η Άνω Ελλάς είναι οριστικά και ανεπίστρεπτα καλύτερη από την επίγεια, πόσο μάλλον από τη μελλοντική: όπως έλεγε και ο στίχος του Ναζίμ Χικμέτ που τόσο άρεσε στον Μικρούτσικο: «Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα». Αυτό που χρωστάμε στους σπουδαίους που έφυγαν είναι όχι ένα εξαγιαστικό πορτρέτο, αλλά να πιστεύουμε στο μέλλον, δίχως την ανάγκη να αποθεώνουμε το παρελθόν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News