Ο μικρομεγαλισμός του ΠΑΣΟΚ
Ο μικρομεγαλισμός του ΠΑΣΟΚ
Οταν ένα κόμμα, και κυρίως η ηγεσία του, αναρωτιέται τι πάει στραβά και «δεν τραβάει», το πρόβλημα είναι βαθύ. Δείχνει ότι δεν υπάρχει επίγνωση της πραγματικότητας, ούτε, φυσικά, και διάθεση για προσαρμογή σε αυτήν.
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ είναι αμφίβολο ακόμη και αν υπάρχει αυτή η αναζήτηση. Αυτό δείχνει η πρώτη αντίδραση σε οποιοδήποτε αρνητικό δημοσκοπικό εύρημα ή δημοσίευμα: είναι «αποκυήματα φαντασίας» μητσοτακικών κέντρων και παράκεντρων, «μεθοδευμένες επιθέσεις» και υπονομεύσεις και συστηματικές προσπάθειες δολιοφθοράς. Αν έλειπαν αυτά, το κόμμα θα κάλπαζε προς την εξουσία…
Γεγονός είναι ότι την περίοδο αυτή, που το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης κοιτάζουν την πλάτη της Ζωής Κωνσταντοπούλου στις δημοσκοπήσεις, λησμονούν πολλά – και από το πρόσφατο και από το κάπως πιο μακρινό παρελθόν.
Λησμονούν, για παράδειγμα, ότι μόλις επανεξελέγη ο Νίκος Ανδρουλάκης, το φθινόπωρο του 2024, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον έβαλε αμέσως απέναντί του, ως υπ’ αριθμόν 1 πολιτικό του αντίπαλο.
Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε ακόμη τότε αναρριχηθεί στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού τα ρεζιλίκια του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν ολοκληρωθεί. Ομως ο Ανδρουλάκης είχε αποκτήσει ένα άτυπο status, ως ο δυνάμει πιο υπολογίσιμος αντίπαλος του Μητσοτάκη.
Ηταν μια ευκαιρία. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ –και η ομάδα που τον περιβάλλει– την πέταξε στα σκουπίδια, αγνοώντας την προειδοποίηση του Κώστα Σημίτη ότι «οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες».
Πώς την πέταξε στα σκουπίδια; Δεν κατάλαβε ποτέ σε ποιον κόσμο πρέπει να απευθυνθεί, αν ευελπιστεί να ξαναγίνει ένα κόμμα που, είτε ως κυβερνητική δύναμη είτε ως αντιπολιτευτική, επηρεάζει την πορεία των πραγμάτων στη χώρα – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Το θέμα του ακροατηρίου θα έπρεπε να το έχουν λύσει από καιρό στο ΠΑΣΟΚ και δεν το έχουν κάνει, παρά τις βοήθειες που έχουν. Είναι σχετικά απλό ως διαπίστωση, χρειάζεται όμως πολλή δουλειά στη συνέχεια.
Θα αρκούσε μια σχετικά απλή επαγωγική σκέψη.
Η συνθήκη της περιόδου παρουσιάζεται στις δημοσκοπήσεις ως εξής: Ο ΣΥΡΙΖΑ εξατμίζεται, το ΠΑΣΟΚ ξεφουσκώνει και η Πλεύση Ελευθερίας ανοίγει πανιά (όσο ακόμη φυσάει αέρας από τα Τέμπη).
Την ίδια στιγμή εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις ένα εξαιρετικά ευνοϊκό εύρημα για το ΠΑΣΟΚ. Στο ομολογουμένως ενδιαφέρον ερώτημα της «δυνητικής ψήφου» είναι πρώτο, με ένα εντυπωσιακό ποσοστό του 40%. Τέσσερις στους δέκα δηλώνουν ότι θα μπορούσαν, υπό όρους και προϋποθέσεις, να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ.
Με τους όρους και τις προϋποθέσεις φαίνεται, όμως, ότι ούτε καν έχουν ασχοληθεί στο περιβάλλον του Ανδρουλάκη. Είναι οι ευκαιρίες, που έλεγε ο Σημίτης. Οταν τέσσερις στους δέκα σού λένε «βρες μου έναν τρόπο να σε ψηφίσω» και εσύ δεν τον βρίσκεις, δεν θα σε παρακαλούν για πολύ ακόμη. Και όταν έχεις όλες τις σοβαρές ενδείξεις ότι τα μέχρι τώρα πονταρίσματά σου ήταν ατυχή, προφανώς και δεν πρέπει να τα επαναλάβεις.
Αντί γι’ αυτά, το ΠΑΣΟΚ έχει επιλέξει να καταφύγει σε έναν άτσαλο και άχαρο αντισυστημισμό, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί τον ΣΥΡΙΖΑ και την Κωνσταντοπούλου σε ακτιβιστική μαχητικότητα για την υπόθεση των Τεμπών. Είναι δεδομένο και μετρημένο ότι το γήπεδο αυτό είναι για το ΠΑΣΟΚ πολύ βαρύ και η μπάλα θα κολλάει σε κάθε λασπολακκούβα. Ετσι, όμως, θα βγαίνουν πάντα κερδισμένοι όσοι παίζουν ούτως ή άλλως καταστροφικό παιχνίδι.
Προφανώς και δεν πρέπει να απουσιάζει το ΠΑΣΟΚ από την αντιπολίτευση για τα Τέμπη ή για τις υποκλοπές. Θα ανέμενε όμως κανείς ότι υπάρχει επίγνωση για το ότι από εκεί δεν θα κερδίσει ψήφους. Πώς θα τις κερδίσει και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές;
Είτε τις ονομάσει κανείς «κεντρώο χώρο» είτε «μετριοπαθείς» είτε οτιδήποτε άλλο, το κρίσιμο μέγεθος για τη μεταβολή ή και ανατροπή συσχετισμών μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι αυτό που ήταν πάντα: οι διαρροές του ενός κόμματος προς το άλλο, οι ψηφοφόροι που σε μια εκλογή θα ψηφίσουν ΝΔ, στην άλλη δεν θα διστάσουν να ενισχύσουν το ΠΑΣΟΚ και σε μια επόμενη δεν θα είχαν πρόβλημα να ξαναψηφίσουν Κεντροδεξιά.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα αυτές οι ομάδες είτε παραμένουν πιστές στον Μητσοτάκη είτε προτιμούν το σπίτι τους, που στις δημοσκοπήσεις είναι το «ΔΞ/ΔΑ», και που πιθανώς στις εκλογές θα είναι αποχή ή έστω ένα τμήμα της.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Επειδή το ΠΑΣΟΚ δεν τους προτείνει κάποια λύση σε όλα αυτά για τα οποία κατά τα άλλα κραυγάζει. Πέρα από τις ατάκες και τα «όχι», ο Ανδρουλάκης μοιάζει να μην ξέρει σε ποιους να απευθυνθεί, ενώ είναι προφανές ότι πρέπει να απευθυνθεί σε όλους.
Τι λέει και τι προτείνει για τους νέους; Τι έχει να πει για τους ελεύθερους επαγγελματίες; Τι έχει να πει για τις start up και την, κατά τα άλλα ωραία «καραμέλα», «4η Βιομηχανική Επανάσταση»;
Τι λέει στους αγρότες, και αν το λέει, γιατί δεν τον ακούνε; Τι λέει για τις συντεχνίες και τις ομάδες συμφερόντων του Δημοσίου; Τι λέει για τη δράση των καρτέλ, πέρα από τις ευκολίες των μειώσεων του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων, που ούτε και εκείνο θα εφάρμοζε αν ήταν στην κυβέρνηση;
Με λίγα λόγια, το ΠΑΣΟΚ θέλει να εμφανίζεται, με ένα ποσοστό κάτω του 12%-13%, ως κυβερνητική δύναμη, και αυτό είναι ένας εξαιρετικά ασύμμετρος μικρομεγαλισμός. Οι λόγοι της στασιμότητάς του δεν είναι μεταφυσικοί ούτε αποτέλεσμα μητσοτακικών συνωμοσιών.
Είναι η έλλειψη επίγνωσης και η άρνηση μιας παραδοχής: ότι το κόμμα πολύ σύντομα θα έχει δύο επιλογές μπροστά του. Είτε να καταστρώσει κυβερνητική πρόταση, μήπως και πείσει ότι θέλει να την εφαρμόσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, είτε να μείνει στην αντιπολίτευση, πετώντας πέτρες και, τελικά, συμβάλλοντας στη μπαχαλοποίηση της χώρας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ο μικρομεγαλισμός του ΠΑΣΟΚ
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.