Το 1784 ο Ιμάνουελ Καντ (που γεννήθηκε πριν από 300 χρόνια, στις 22 Απριλίου του 1724) στο δοκίμιό του «Τι είναι Διαφωτισμός» με το αφυπνιστικό σύνθημα «Sapere aude! Τόλμα να γνωρίζεις!» έδειξε τον δρόμο που οδηγεί στην «έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία υπεύθυνος είναι ο ίδιος». Κατά τον γερμανό φιλόσοφο, ο καθένας θα μπορούσε να απαλλαγεί από την οκνηρία, την ατολμία και τη δειλία να σκέφτεται μόνος του, να απελευθερωθεί από «δόγματα και τύπους» με τα οποία τον καταδυναστεύουν οι θρησκευτικοί και πολιτικοί άρχοντες.
Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο, η αυτονομία. Αυτόνομος γίνεται ο άνθρωπος όταν δεν συμμορφώνει τις ηθικές κρίσεις του με τις επιταγές της θρησκείας, τα συναισθήματα και τα συμφέροντά του, αλλά προτιμά να κρίνει με την αμεροληψία που του εξασφαλίζει ο ορθολογισμός. Με άλλα λόγια, το ηθικό κλειδί για την απόκτηση της αυτονομίας είναι η μία και μοναδική «κατηγορική προσταγή». Πώς, όμως, απελευθερώνεται κανείς υπακούγοντας σε μια προσταγή; Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί συμμόρφωση με τους κανόνες και την εξουσία αυτού που προστάζει;
Η κατηγορική προσταγή
Ας δούμε πώς όρισε ο Καντ την κατηγορική προσταγή ώστε να την κρίνουμε όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτα.
Η κατηγορική προσταγή είναι ένα αξίωμα το οποίο συμπυκνώνει με μαθηματική αφαιρετικότητα τον θεμελιώδη κανόνα για την ανθρώπινη ελευθερία. Οποιος συμμορφώνεται με αυτήν, ενεργεί αμερόληπτα, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, και όχι μεροληπτικά, με βάση συναισθήματα και συμφέροντα της στιγμής, ώστε γίνεται πραγματικά ηθικός, άρα ελεύθερος άνθρωπος.
Απλά διατυπωμένη, αυτή η αξιωματική αρχή συνοψίζεται κάπως έτσι: αν δεν θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο στον οποίο να είμαι θύμα των ψευτών, των βίαιων και των άδικων, τότε έχω ισχυρούς ενδοιασμούς να πω ψέματα, να ασκήσω βία και αδικήσω τον συνάνθρωπό μου.
Ο Καντ ισχυρίζεται ότι για να είναι μια πράξη ηθική, πρέπει η ρυθμιστική αρχή της (το κριτήριό της) να γίνεται αποδεκτή ως καθολικός νόμος, δηλαδή να ισχύει σε παρόμοιες περιπτώσεις και να εφαρμόζεται από όλους. Το επίθετο «κατηγορική» σημαίνει ότι ο καθολικός αυτός ηθικός νόμος πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα, ανεξάρτητα από τους σκοπούς του καθενός.
Εφόσον ο καθένας ακολουθεί την κατηγορική προσταγή, δεσμεύεται ηθικά απέναντι στους συνανθρώπους του, τους οποίους δεν αντιμετωπίζει ως μέσα, αφού σέβεται την αξιοπρέπειά τους και για τον σκοπό αυτόν ελέγχει τα συναισθήματά του και δεν επηρεάζεται από τις μεταπτώσεις τους. Ετσι δημιουργείται μια έλλογη κοινωνία ελεύθερων και αυτόνομων ανθρώπων απαλλαγμένων από προκαταλήψεις, που δεν υποτάσσονται τυφλά σε διάφορους εκμεταλλευτές.
Κατηγορική ή υποθετική προσταγή;
Για να δείξει ο Καντ τη σημασία της κατηγορικής προσταγής, την αντιπαραθέτει με την υποθετική προσταγή. Η δεύτερη θα μπορούσε να καθοδηγεί π.χ. έναν σύγχρονο πολιτικό σε μια προεκλογική εκστρατεία: «Υποσχέσου στους πολίτες ότι θα μοιράσεις πολύ χρήμα, ασχέτως που δεν υπάρχει, ώστε να πάρεις περισσότερες ψήφους». Στην περίπτωση αυτή, η υποθετική προσταγή καλεί τον πολιτικό να συμμορφωθεί με το συμφέρον του αλλά και την επιθυμία του για την απόκτηση της εξουσίας. Αυτή του υπαγορεύει ότι το ψέμα –δηλαδή η υπόσχεση για παροχή ανύπαρκτου χρήματος– είναι το κατάλληλο μέσο για να επιτευχθούν η αύξηση ψήφων και η πιθανή εκλογική νίκη του.
Ωστόσο η υποθετική προσταγή δεν εξασφαλίζει ότι το συγκεκριμένο ψέμα είναι καθαυτό καλό. Σίγουρα, δεν θα άρεσε στους ψηφοφόρους αν ο νικητής πολιτικός, παίρνοντας την εξουσία με ψέματα, δεν εκπληρώσει τις υποσχέσεις του, ενώ δεν έχει κάποιο αξιόλογο πρόγραμμα, δηλαδή δεν υπερέχει πραγματικά σε σχέση με τον βασικό ηττημένο αντίπαλό του, τον οποίο και παραγκώνισε εξαπατώντας τους πολίτες. Με την υποθετική προσταγή, λοιπόν, η ενέργεια του ψεύτη πολιτικού, όπως και κάθε πράξη που βασίζεται στο συναίσθημα ή και το συμφέρον του δράστη, παραμένει θολή και αμφιλεγόμενη.
Αντιθέτως, η κατηγορική προσταγή ωθεί τον άνθρωπο σε μια πράξη που δεν εξαρτάται από κάποιον προσωπικό σκοπό του. Για παράδειγμα, θα πρόσταζε έναν πολιτικό: «Υποσχέσου στην προεκλογική εκστρατεία σου μόνο ό,τι θα μπορούσες να τηρήσεις. Χρήμα δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή για μοίρασμα. Πρέπει να πεις την αλήθεια στους ψηφοφόρους, ανεξάρτητα από το κόστος». Η φιλαλήθεια, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι κάποιο στρατηγικό τέχνασμα ώστε να αποσπάσει ο πολιτικός περισσότερες ψήφους, ούτε για να διαφοροποιηθεί θετικά ως προς κάποιον ψεύτη αντίπαλό του. Δηλαδή, η αξία της φιλαλήθειας, στην οποία η κατηγορική προσταγή θα ωθούσε τον πολιτικό, δεν εξαρτάται από τον περιορισμένο σκοπό να αυξήσει αυτός το εκλογικό ποσοστό του ή και να πάρει την εξουσία, αλλά από την ίδια την προτίμηση της αλήθειας αντί για το ψέμα.
Ο κάθε πολιτικός, άλλωστε, είτε φιλαλήθης είτε ψεύτης, δεν θα ήθελε να ζει σε έναν κόσμο όπου θα υπερίσχυε το ψέμα, γιατί τότε κανείς δεν θα πίστευε τις υποσχέσεις των πολιτικών, αφού θα τις θεωρούσε όλες ψεύτικες, άρα ούτε και τις δικές του θα πίστευαν. Τελικά, η φιλαλήθεια του πολιτικού θεωρείται κάτι καλό καθαυτό, καθώς θα μπορούσε να γίνει ένας καθολικός νόμος για την ανθρωπότητα –δηλαδή όλοι οι πολιτικοί να δίνουν αληθινές υποσχέσεις– βασιζόμενοι σε οικουμενικά αποδεκτές αρχές και εναρμονισμένοι με το περί δικαίου αίσθημα.
Ετσι, η ηθικότητα και το καλό αποκτούν καθολική διάσταση, καθώς η κατηγορική προσταγή προσανατολίζεται προς την ανθρωπότητα, δηλαδή στο «ανθρώπινο στοιχείο» του καθενός. Παράλληλα, η αυτονομία της ανθρώπινης θέλησης, την οποία προβάλλει ο Καντ, έχει πολιτική διάσταση και εκφράζεται ιδανικά στη δημοκρατία. Μόνο σε μια δημοκρατική κοινωνία ο κάθε πολίτης συμμορφώνεται με νόμους που ο ίδιος διαμορφώνει με ελεύθερη θέληση, αντί να υπακούει σε θεϊκές προσταγές ή σε κανόνες των ανεξέλεγκτα ισχυρών.
Απελευθέρωση από τον παραλογισμό ή υποταγή στον απόλυτο ορθολογισμό;
Η «κατηγορική προσταγή» χάρισε στον Καντ ένα φιλοσοφικό φωτοστέφανο που συρρίκνωσε τα σκοτάδια του ανορθολογισμού και της ανθρώπινης υποταγής σε κάθε εξουσία, τουλάχιστον στην εποχή του. Σήμερα όμως ο διαφωτιστής φιλόσοφος φωτίζεται με σκληρό φως που μεγεθύνει τα ψεγάδια της δεοντολογικής ηθικής θεωρίας του.
Οσοι θεωρούν πια ως πυρηνική δύναμη του ανθρώπου το συναίσθημα, ενώ ενοχοποιούν τον ορθολογισμό για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, ισχυρίζονται ότι η κατηγορική προσταγή του δεν απελευθερώνει, αλλά απονεκρώνει οτιδήποτε αγγίζει. Αλλωστε, ο Ορθός Λόγος στον οποίο αυτή βασίζεται, αποξενώνει τον άνθρωπο από την πολύπλοκη, κυρίως συναισθηματική, φύση του, καθώς τον αντιμετωπίζει μονοδιάστατα. Η συμμόρφωση με την κατηγορική προσταγή σκοτώνει τα συναισθήματα και μαζί τους τον περιζήτητο στις μέρες μας αυθορμητισμό, άρα την ατομική αυθεντικότητα, της οποία ο τελευταίος αποτελεί βασικό συστατικό. Ετσι μπλοκάρεται η ορμή για αυτοπραγμάτωση, η οποία αποτελεί σήμερα το Ιερό Δισκοπότηρο της κάθε προσωπικής ζωής, που προσανατολίζεται σε οριακές και συναισθηματικά φορτισμένες εμπειρίες και όχι στην ανιαρή κανονικότητα του ορθολογισμού.
Η μονότονη ζωή του Καντ, που ατένιζε έναν γκρίζο τοίχο συγγράφοντας τα βαρυσήμαντα έργα του, δεν εμπνέει πια οποιονδήποτε αποστρέφεται τη μονοτονία περισσότερο και από έναν θανατηφόρο ιό.
Μήπως όλοι αυτοί έχουν δίκιο και ο ορθολογιστής φιλόσοφος απλώς διευκόλυνε τη μετατόπιση του ανθρώπου από τη μία σκοτεινή φυλακή, αυτήν των προκαταλήψεων και των φόβων που τυφλώνουν, σε μια άλλη, τη φυλακή του Διαφωτισμού –με δεσμοφύλακα την απόλυτη λογική– όπου ο εκτυφλωτικός φωτισμός προκαλεί ψευδαισθήσεις ελευθερίας;
Ενας από τους σύγχρονους υπέρμαχους του Διαφωτισμού, ο Στίβεν Πίνκερ –αμερικανός πανεπιστημιακός καθηγητής Ψυχολογίας– επισημαίνει ότι μια τέτοια δυσφήμηση του Διαφωτισμού (και κατ’ επέκταση του Καντ και της κατηγορικής προσταγής), βασίζεται σε μια χονδροειδή ψυχολογική ερμηνεία του ορθολογισμού. Σύμφωνα με αυτήν την παραμορφωτική αντίληψη, η ορθολογική σκέψη αποτελεί ένα είδος ανθρώπινου ενστίκτου, καθώς αυτή πηγάζει από την αμυγδαλή του εγκεφάλου, και εξωθεί τον καθένα σε ακαριαίες αντιδράσεις απέναντι σε κρίσιμα ερεθίσματα από το περιβάλλον. Σε αυτό ο Πίνκερ αντιτάσσει ότι ούτε ο Καντ ούτε «κανείς στοχαστής του Διαφωτισμού δεν ισχυρίστηκε πως οι άνθρωποι είναι πάντοτε ορθολογιστές».
Στις απαρχές του Διαφωτισμού ο Καντ προσπαθούσε να πείσει τους συνανθρώπους του να μην συμμορφώνονται τυφλά με κανόνες και αξίες που τους στερούν την αυτονομία, ώστε να απαλλαγούν από την ανωριμότητα. Η αυτονομία («αυτός» και «νόμος») σημαίνει «να θεσπίζει κανείς τους δικούς νόμους» (σε αντίθεση, σύμφωνα με τον Καντ, με την τυφλή υποταγή σε διάφορες εξουσίες). Συνεπώς, να αναλαμβάνει και την ευθύνη, να αποδέχεται τις συνέπειες τέτοιων νόμων που βασίζονται στη λογική. Στη δική μας εποχή, όμως, που τα συναισθήματα –και όχι η πολυδυσφημισμένη λογική– λειτουργούν ως αξιώματα, ο Καντ εμφανίζεται ως ο κακός, the bad guy της φιλοσοφίας, ο οποίος κρύβει την άκαμπτη φάτσα του πίσω από τα εγκληματικά μαύρα γυαλιά του απόλυτου ορθολογισμού.
Τα σύγχρονα άτομα συνδυάζουν την αυτοπραγμάτωση με την επίδειξη της μοναδικότητάς τους. Δεν δεσμεύονται σε οικουμενικούς ηθικούς κανόνες, ιδίως μετά το διακηρυγμένο τέλος όλων των ιδεολογιών.
Τώρα πια οτιδήποτε καθολικό –αξία, πρότυπο, κανόνας, ιδεολογία, μόδα– που ενορχηστρώνει τους πολλούς σε πλήθος εμφανίζεται ως καταβροχθιστικό για τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα των ατόμων, που αγωνιούν να λάμψουν έστω για λίγο σαν μοναχικές πυγολαμπίδες στο χαοτικό στερέωμα της τυχαιότητας και της ανωνυμίας. Στις πλατφόρμες των Κοινωνικών Μέσων, αλλά και στην απτή πραγματικότητα οι περισσότεροι μάχονται καθημερινά για να ξεχωρίσουν από τους άλλους, τους πολλούς κα συνηθισμένους. Μόνο έτσι η ζωή τους αποκτά νόημα.
Εντελώς παράδοξα, στην πλειοψηφία τους τα σύγχρονα άτομα θεωρούν ιδανικό να ανήκουν σε μειοψηφίες, ώστε να διαφοροποιούνται από τις συμμορφωμένες μάζες. Ο καθένας σκηνοθετεί δημόσια τον εαυτό του έτσι ώστε να πείσει πως γυρίζει την πλάτη σε οτιδήποτε μαζικό. Υπάρχει ένας ιδανικός τρόπος να γίνει κανείς μοναδικά αξιοπρόσεκτος. Να κρίνει ενοχλημένα, εκνευρισμένα, αγανακτισμένα, οργισμένα το κάθε τι, δίνοντας ηθική και, τελικά, κανονιστική διάσταση στο παραμικρό που συμβαίνει στην κοινωνία μας. Από την κλιματική κρίση και τις τεχνολογικές εξελίξεις, μέχρι τα θεαματικά τραγουδάκια της Γιουροβίζιον.
Οταν κάποιος κρίνει ορθολογικά και με επιχειρήματα τον πολύπλοκο κόσμο μας, αντιμετωπίζεται ως αναίσθητος η κυνικός, χωρίς ενσυναίσθηση. Η τελευταία αποτελεί το εισιτήριο για το σύμπαν της απόλυτης ανεκτικότητας απέναντι όσων διαφοροποιούνται ως μοναδικά όντα. Ολοι αυτοί έχουν δικαίωμα στην απόλυτη συμπερίληψη, αρκεί οι «κοινότητες» στις οποίες εντάσσονται να δονούνται στις ακανόνιστες συχνότητες των σφοδρών συναισθημάτων και να χαρακτηρίζονται «απελευθερωμένες» από κάθε είδους ιδεολογίες.
Η ηθική βρίσκεται παντού σαν Big Sister και αξιολογεί τους πάντες και τα πάντα κάτω από το ανελέητο φως της αυτονομίας. Γιατί ποιος δεν θα ήθελε περισσότερη αυτονομία; Δεν χρειάζεται κανέναν στρυφνό Καντ να τον παρακινήσει σε κάτι τέτοιο. Αυτός ο ατομικισμός, λοιπόν, περιτυλιγμένος μέσα στον αστραφτερό μανδύα ενός ναρκισσιστικού ηδονισμού, καλλιεργεί τον «υπερ-ηθικισμό – όπως παρατηρεί ο Aλεξάντερ Γκράου στο δοκίμιό του «Hypermoral», ενώ εκφράζεται παθιασμένα με μια ρητορική περί αυτονομίας.
Συντονισμένοι με τις ηθικές κορώνες τους για το παραμικρό, οι σύγχρονοι υπερ-συναισθηματικοί και υπερ-ηθικοί άνθρωποι, προσπαθώντας να αποφύγουν τη συμμόρφωση με οτιδήποτε οικουμενικό, δαιμονοποιούν τον ορθολογισμό και θεοποιούν το συναίσθημα. Τελικά μετατρέπουν σε μία και μοναδική υπερ-ιδεολογία τον υπερ-ηθικισμό, ώστε να αγανακτούν και να εκρήγνυνται για την επικείμενη παγκόσμια καταστροφή, την τρομοκρατία, τον πυρηνικό πόλεμο, την οικονομική κρίση κ.λπ. Παράλληλα, τα ΜΜΕ και τα Κοινωνικά Μέσα ενορχηστρώνουν την υπερδιέγερση, ενόχληση και αγανάκτηση που προκαλεί η ηθικοποίηση όλων των δημόσιων θεμάτων, ώστε να εμπορεύονται την προσοχή του κοινού. Ετσι, όπως γράφει ο Γκράου: «O ηθικός λόγος γίνεται υποκατάστατο του ορθολογισμού. Αισθάνομαι και κρίνω, άρα υπάρχω».
Ετσι όμως, ενώ παρουσιάζονται αντίθετα με οποιαδήποτε συμμόρφωση, τελικά συμμορφώνονται με τις επιταγές των ρευστών συναισθημάτων και συμφερόντων τους, ώστε τελικά καταντούν εξίσου μονότονα και ομοιόμορφα με αυτό που αποστρέφονται, το μαζοποιημένο πλήθος. Οποιοσδήποτε κάνει το ίδιο και διακηρύσσει σε κραυγαλέους συναισθηματικούς τόνους την απελευθέρωσή του στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και δικαιωμάτων, γίνεται αποδεκτός με απόλυτη ανεκτικότητα, ιδίως αν ανήκει σε κάποια μειονότητα.
Δεν συνειδητοποιούν, όμως, πως κάνουν αυτό ακριβώς από το οποίο ο Καντ προσπαθούσε να τους αποτραβήξει: ξανακυλάνε στην ανωριμότητα και την ετερονομία, ενώ πιστεύουν αυτάρεσκα ότι έχουν κατακτήσει επιτέλους την αυτονομία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News