Εάν πριν από μερικά χρόνια κάποιος έλεγε ότι ο Δημήτρης Παπανώτας θα ήταν υποψήφιος για ευρωβουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα γινόταν αντικείμενο χλευασμού. Στα χρόνιας της παντοκρατορίας του, ο Αλέξης Τσίπρας συνήθιζε ενίοτε να σοκάρει δυσάρεστα τους συντρόφους του στο κόμμα, παρουσιάζοντας ως υποψήφιους διάφορους συνωμοσιολόγους στις παρυφές της Ακροδεξιάς, δημοφιλείς σε πολύ λαϊκά κοινά, τους οποίους στη συνέχεια τα όργανα του κόμματος έτρεχαν για να κόψουν. Αλλά δεν θα σκεπτόταν ποτέ να παρουσιάσει ως υποψήφιο κάποιον που είχε γίνει γνωστός από τα πάνελ των πρωινάδικων και τους καβγάδες που έστηνε με άλλες αντίστοιχες περσόνες. Το επίπεδο μπορούσε να πέσει όσο χρειαζόταν, αρκεί να παρέμενε έστω ως επίφαση πολιτικό.
Αλλά σάμπως θα μπορούσε, πέρσι ακόμα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να αποκαλέσει το ΝΑΤΟ «ιερή αμυντική συμμαχία», χωρίς να ξεσπάσει φασαρία; Μάστορας του οπορτουνισμού και της κυβίστησης, ο Αλέξης Τσίπρας ουδέποτε απέκτησε το δικαίωμα να τα βάζει με τα ιερά και τα όσια της Αριστεράς. Μπορεί να χαριεντιζόταν με τον Τραμπ και να έλεγε ότι μοιράζεται μαζί του τις ίδιες αξίες, αλλά το περισσότερο που θα μπορούσε ποτέ να πει για το ΝΑΤΟ θα ήταν ότι αποτελεί αναγκαίο κακό.
Μέσα σε ένα εξάμηνο, ο Στέφανος Κασσελάκης μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα εντελώς διαφορετικό κόμμα. Ολοι είχαμε καταλάβει ότι αυτό ήθελε, αλλά αυτοί που πίστευαν ότι πραγματικά θα τα καταφέρει δεν ήταν οι περισσότεροι. Η πλειονότητα θεωρούσε ότι κάτι θα τον σταματούσε πριν το κατορθώσει: η εσωκομματική αντιπολίτευση, ο Τσίπρας, η κατάρρευση στις δημοσκοπήσεις. Όμως η πρώτη αποχώρησε, ο δεύτερος κατατροπώθηκε στο συνέδριο σε βαθμό γελοιοποίησης και οι δημοσκοπήσεις, ξαφνικά, δεν είναι τόσο κακές.
Ο Κασσελάκης αίφνης βρίσκεται αρχηγός ενός κόμματος που θεωρείται ότι μπορεί να ξεπεράσει το 15% στις ευρωεκλογές, είναι δεύτερο και δεν έχει δεσμεύσεις στα αριστερά του. Εδώ που τα λέμε δεν έχει δεσμεύσεις ούτε στα δεξιά του. Δεν έχει γενικά καμία πολιτική δέσμευση. Ο πρόεδρός του ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε κάτι εντελώς αδύνατο όχι μόνο για τον προκάτοχό του, αλλά και για οποιονδήποτε ηγέτη μεγάλου κόμματος από τη Μεταπολίτευση και μετά: το δικαίωμα να λέει οτιδήποτε και να μην κρίνεται για το περιεχόμενο, αλλά μόνο για τη μορφή που το λέει. Γι’ αυτό άλλωστε και συχνά εμφανίζεται να φάσκει και να αντιφάσκει χωρίς κανένα κόστος. Ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να κατέλθει στις ευρωεκλογές με έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό υποψηφίων προερχόμενων από τη Δεξιά, αλλά δεν είναι αυτό που καθορίζει την ουσία του. Το επικοινωνιακό χάρισμα του προέδρου του, που τους πρώτους μήνες φαινόταν να αποδεικνύεται υπερεκτιμημένο, τελικά του αποφέρει ένα ολόδικό του κοινό, που δεν τοποθετείται στην πολιτική γεωγραφία ούτε από εδώ ούτε από εκεί: είναι κατά βάση λαϊκό, αγανακτισμένο, και όχι έντονα πολιτικοποιημένο.
Ομως αυτή η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν λαϊκό πολιτικό μετεωρίτη, επηρεάζει και με έναν ακόμα τρόπο τον εκλογικό συσχετισμό. Τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, που είδαν τον περασμένο Μάιο για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία τα ποσοστά τους να υπολείπονται εκείνων της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς, βλέπουν τώρα ο εσωτερικός τους συσχετισμός να μην διαθέτει κανέναν αρμό που να τους επιτρέπει να συγκροτήσουν ένα μπλοκ εξουσίας.
Οι εκτός του ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις, από το ΜέΡΑ25 μέχρι το ΠΑΣΟΚ και περνώντας από το ΚΚΕ και τη Νέα Αριστερά (κάποιοι θα μετρούσαν μαζί και το κόμμα της Κωνσταντοπούλου) αναμένεται να συγκεντρώσουν ένα ποσοστό κοντά στο 30%. Όμως παρόλη τη φαινομενική συνεργασία της αντιπολίτευσης στη Βουλή πριν δέκα ημέρες, πραγματικές συμμαχίες δεν προκύπτουν. Έτσι ώστε ακόμα και αν η Νέα Δημοκρατία υποχωρήσει προς το 30% να μην απειλείται άμεσα η πολιτική της πρωτοκαθεδρία.
Τα πράγματα θα ήταν ίσως διαφορετικά εάν το ΠΑΣΟΚ συνέχιζε να κρατάει τη δεύτερη θέση. Τότε θα μπορούσε να ασκήσει πίεση και προς την Νέα Αριστερά –που ομνύει στην κυβερνώσα Αριστερά– αλλά και προς τον ΣΥΡΙΖΑ που θα ήταν υποχρεωμένος να αναδιπλωθεί. Αντίθετα, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ πιο δύσκολα μπορεί να απευθυνθεί στο ΠΑΣΟΚ –ακόμα κι αν αυτό εισέλθει σε φάση εξελίξεων σε περίπτωση που μείνει τρίτο- και φυσικά δεν έχει καμία διάθεση να απευθυνθεί στη Νέα Αριστερά. Το πλεονέκτημα του Στέφανου Κασσελάκη, που τον βοήθησε να ανακάμψει δημοσκοπικά, μετατρέπεται σε μειονέκτημα όταν χρειάζεται να τεθεί επικεφαλής ενός μπλοκ εξουσίας. Και αντίστροφα, όλα εκείνα τα στοιχεία που θα επέτρεπαν στο ΠΑΣΟΚ να παίξει συγκολλητικό ρόλο στην Κεντροαριστερά, μοιάζουν να το κρατούν δημοσκοπικά καθηλωμένο.
Αυτός είναι ένας φαύλος κύκλος από τον οποίον η αντιπολίτευση δεν έχει ξεφύγει έως τώρα. Και δεν αναμένεται –ούτε επείγει- να βγει πριν από τις ευρωεκλογές. Μετά όμως, θα πρέπει υποχρεωτικά να ψάξει διέξοδο, αλλιώς η φθορά της κυβέρνησης, όσο μεγάλη κι αν είναι, μπορεί να μην αρκεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News