Oσοι έχουν βιώσει τη δυσάρεστη εμπειρία του να είσαι παθητικός καπνιστής, και τόλμησαν κάποια στιγμή να ανοίξουν κουβέντα και να δηλώσουν την ενόχλησή τους, έχουν σίγουρα βιώσει και την εξίσου δυσάρεστη εμπειρία να τους χαρακτηρίσει κάποιος αντιπαθητικούς αντικαπνιστές.
Κάποτε, ο παραπάνω χαρακτηρισμός κυκλοφορούσε πολύ. Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές, υπάρχουν μόνο αντιπαθητικοί αντικαπνιστές, έλεγαν. Ήταν το αστειάκι όσων ήθελαν να υπερασπιστούν την επιθυμία τους να καπνίζουν όπου γουστάρουν. Και οι υπόλοιποι έκαναν μόκο, θεωρώντας λανθασμένα ότι αυτή η επιθυμία είναι δικαίωμα, κι ότι αν επιχειρηματολογήσεις κατά του, μπαίνεις αυτομάτως στη λίστα του αντιπαθητικού.
Οι εποχές πέρασαν και το κακόγουστο αστειάκι έχασε τη δύναμή του. Δεν είμαστε πια χωρισμένοι σε φανταστικά στρατόπεδα, συμπαθητικών καπνιστών και αντιπαθητικών μη καπνιστών, όπως κάποτε. Και, παρόλο που ο αντικαπνιστικός νόμος δεν καταφέρνει να εφαρμοστεί εδώ και μια δεκαετία σε κάποιους δημόσιους χώρους, σε κάποιους άλλους εφαρμόζεται, αποδεικνύοντας ότι η σκέψη μας δεν είναι ίδια μ’ εκείνη που ήταν δέκα ή είκοσι χρόνια πριν.
Δεν καπνίζουμε όπου βρούμε, καπνίζουμε όπου δεν μας λένε τίποτα. Υπάρχει διαφορά. Δεν είμαστε αναίσθητοι γενικά, αλλά αναίσθητοι κατά περίσταση, μόνο εκεί που βρίσκουμε πάτημα και κενό. Όταν δεν υπάρχουν κενά, μια χαρά συμμορφωνόμαστε με τους κανόνες και τις υποδείξεις. Και ακόμα κι όταν δεν το κάνουμε, καταλαβαίνουμε το λάθος, όπως και το γεγονός ότι ο παραδίπλα ίσως υποφέρει απ’ το ντουμάνι, που αναπνέει άθελά του.
Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια υποστήριξης του καπνίσματος, που αγνοεί τον παθητικό καπνιστή, βρίσκει το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας απέναντι. Οπως το βρήκε η Ρένα Δούρου, όταν πόσταρε φωτογραφία της καπνίστριας Μελίνας Μερκούρη, ως σχόλιο για την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου. Οπως το βρήκε και ο Παύλος Πολάκης, που δεν αποχωρίστηκε το τσιγάρο του, ακόμα και σε συνεντεύξεις Τύπου και που την είπε κιόλας, με αυθάδεια, σε όσους τον κατέκριναν γι’ αυτό. Οπως βρίσκουν γενικά την κοινωνία απέναντι, όσοι επιμένουν σε αναχρονιστικά επιχειρήματα, τύπου αντιπαθητικοί αντικαπνιστές, και επιχειρούν ξεπερασμένους χωρισμούς των πολιτών, σε βλακώδη στρατόπεδα.
Ο Παναγιώτης Μπεχράκης, ο οποίος θα ηγηθεί της προσπάθειας να εφαρμόσουμε επιτέλους, χωρίς κενά, τον αντικαπνιστικό νόμο στην Ελλάδα, δεν είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Καθηγητής Πνευμονολογίας, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και εκπρόσωπος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τέθηκε επικεφαλής της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για να φέρει μια λύση σε αυτό που, εδώ και μια δεκαετία, δεν επιτυγχάνεται.
Διαβάζοντας τις τοποθετήσεις του, αισιοδοξώ ότι μπορεί να τα καταφέρει. Γιατί η προσπάθειά του, η επιχειρηματολογία, η στάση του, όλα έχουν το ύφος που πρέπει, εκείνο που ενώνει και όχι εκείνο που χωρίζει τους ανθρώπους. Ξεχώρισα φράσεις του από διάφορες τοποθετήσεις και συνεντεύξεις: «Με συναινέσεις και όχι με καταστολή», είπε. «Με τη συνεργασία του μέσου έλληνα πολίτη», είπε. «Σεβόμαστε τον καπνιστή, με τη συνεργασία του θα λύσουμε το πρόβλημα», είπε. «Όλοι μαζί να εφαρμόσουμε μια νομοθεσία που αποβλέπει στη βελτίωση της δημόσιας υγείας », είπε.
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει ούτε μια δήλωση του εριστική, ούτε μια φράση του που να κάνει κάποιον να νιώσει ότι είναι ο εχθρός, ή να στήσει ένα κομμάτι της κοινωνίας –τους καπνιστές εν προκειμένω- στον τοίχο. Ο Μπεχράκης φαίνεται ότι θα προσπαθήσει να εφαρμόσει τον αντικαπνιστικό νόμο μέσα σε ένα κλίμα συναινετικό, όπου όλοι θα βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο, συναγωνιστές και σύμμαχοι.
Το να είσαι ενωτικός και όχι διχαστικός, είναι πιστεύω το κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει τον αντικαπνιστικό νόμο σήμερα. Οι συνθήκες έχουν πια ωριμάσει και οι πολίτες είναι πιο έτοιμοι για να τον υποδεχτούν με περισσότερη υπευθυνότητα. Ο ενωτικός λόγος εκείνου που θα ηγηθεί της προσπάθειας, ωστόσο, είναι το λίπασμα που θα κάνει τις ώριμες, πλέον συνθήκες, να καρποφορήσουν καλύτερα αποτελέσματα.
ΥΓ. Δεν είναι αυτονόητο ότι ο επικεφαλής της προσπάθειας για εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου θα είχε ενωτικό λόγο. Είναι πολύ εύκολο να σπείρεις τον διχασμό σε τέτοιες περιπτώσεις. Πανεύκολο, θα έλεγα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News