Ο δρόμος από την ανάκαμψη στην ευημερία: αύξηση μισθών και παραγωγικότητας
Ο δρόμος από την ανάκαμψη στην ευημερία: αύξηση μισθών και παραγωγικότητας
Η αύξηση των μισθών και η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης για το σύνολο της κοινωνίας οφείλει να είναι ο απώτερος σκοπός της ανάπτυξης. Μετά από μια μακρά περίοδο προσαρμογών και προκλήσεων, η ελληνική οικονομία καταγράφει σταθερή πρόοδο, ενισχύει την εξωστρέφειά της και αποκτά μεγαλύτερη δυναμική, καθώς για τρίτη συνεχόμενη χρόνια αναπτύχθηκε με σημαντικά υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη (2,3% έναντι 1%), ενώ και το 2025 εκτιμάται ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα διατηρηθούν.
Κύρια συνιστώσα της ανάπτυξης για το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ήταν αυτή των επενδύσεων, καλύπτοντας ταχύτερα το επενδυτικό κενό, καθώς αυτές αυξήθηκαν κατά 4,5% για το 2024. Παράλληλα, τον Ιανουάριο του 2025 σημειώθηκε στην Ελλάδα το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας που έχει καταγραφεί στη χώρα τα τελευταία 17 χρόνια. Βάσει έκθεσης της ΕΛΣΤΑΤ η ανεργία διαμορφώθηκε στο 8,7%, όταν τον Ιανουάριο του 2019 βρισκόταν στο 19,5%.
Μέσα σε αυτό το θετικό περιβάλλον ανοίγεται μια σημαντική ευκαιρία: η ουσιαστική ενίσχυση των μισθών. Ομως η αύξηση των μισθών συνολικά θα προκύψει μέσα από τις επενδύσεις σε τεχνολογία αλλά και σε ανθρώπινο κεφάλαιο (εκπαίδευση, επανακατάρτιση), οι οποίες και θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα της εργασίας.
Η σχέση μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και τη συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Από το 2022 έχουν γίνει αλλεπάλληλες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του πληθωρισμού με στόχο τη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, παράλληλα με τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και της μακροοικονομικής ισορροπίας.
Από την 1η Απριλίου ο κατώτατος μισθός –με τον οποίο πληρώνονται περίπου 570.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα– αυξάνεται κατά 6%. Διαμορφώνεται πλέον στα 880 ευρώ, από τα 830 που βρίσκεται σήμερα, και για πρώτη φορά η αύξησή του συμπαρασύρει και τα μισθολογικά κλιμάκια Δημοσίου, τα οποία θα αυξηθούν κατά 30 ευρώ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σωρευτική αύξηση της τάξης του 35,4% σε σχέση με το 2019, όταν ο κατώτατος μισθός ήταν 650 ευρώ.
Είναι προφανές ότι τα ποσά είναι οριακά επαρκή σε σχέση με το κόστος διαβίωσης για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό. Ωστόσο, σε μια τραυματισμένη οικονομία που επανακάμπτει, για να διανύσει ο κατώτατος μισθός τη διαδρομή από τα 650 στα 950 ευρώ το 2027, και ενδεχομένως στα 1.000 ή και περισσότερα, πρέπει να περάσει πρώτα από τα 880.
Kατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών η πορεία των μισθών έχει αντιστραφεί πλήρως. Ο μέσος μισθός ξεπερνάει τα 1.300 ευρώ, ενώ ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης πλησιάζει τα 1.500 ευρώ (1.478 για την ακρίβεια), σημειώνοντας αυξήσεις άνω του 20%. Το 2024 έκλεισε με σχεδόν 8 στους 10 μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα να εργάζονται με πλήρη απασχόληση.
Σε μια ισχυρή ελληνική οικονομία, που είναι και ο εθνικός στόχος, ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να αποτελεί τόσο σημαντικό σημείο αναφοράς για τις αποδοχές. Τρόποι για να αλλάξει αυτό δεν υπάρχουν πολλοί, αλλά μόνο ένας: η αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. Οι ποιοτικές θέσεις εργασίας και οι καλύτεροι μισθοί διασφαλίζουν κοινωνική συνοχή, πολιτική σταθερότητα, αγοραστική δύναμη και αξιοπρεπή διαβίωση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι οι μισθοί στην Ελλάδα πρέπει να αυξηθούν και με πρωτοβουλία των επιχειρήσεων, τη στιγμή δε που το κράτος μειώνει διαρκώς φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Η αναμόρφωση του πλαισίου για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων με στόχο να αυξηθεί το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από αυτές είναι ο επόμενος μεγάλος στόχος του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Από την αύξηση των συλλογικών συμβάσεων είναι βέβαιο πως θα προκύψουν υψηλότεροι μισθοί, ενισχύοντας τη σύνδεσή τους πάντα με την παραγωγικότητα. Πρόκειται για μια συνθήκη προς όφελος τόσο των εργαζομένων όσο και των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Ενα νέο παραγωγικό συμβόλαιο που τόσο έχουμε ανάγκη συνδέεται άρρηκτα με τη δυνατότητα των νέων ανθρώπων –κυρίως– να αναλάβουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις και να πραγματοποιήσουν οι ίδιοι επενδύσεις, που προφανώς και απαιτούν ικανοποιητικό εισόδημα. Ενα κλασικό παράδειγμα είναι το ζήτημα της στέγασης, το οποίο έχει εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά –όπως και για το σύνολο της Ευρώπης, άλλωστε– και ειδικότερα για τους νέους.
Η πολυπόθητη σύγκλιση με το ευρωπαϊκό επίπεδο διαβίωσης παραμένει το ζητούμενο, η πρόοδος όμως που έχει σημειωθεί αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Και αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο τα τελευταία 15 χρόνια στη χώρα μας.
O Νίκος Μηλαπίδης είναι νομικός και Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Ο δρόμος από την ανάκαμψη στην ευημερία: αύξηση μισθών και παραγωγικότητας
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.