Σίγουρα η καραμέλα του «όλοι μας πολεμούν», «όλοι είναι διαπλεκόμενοι», «όλοι προπαγανδίζουν», «όλοι τα παίρνουν» αποτελεί το ευκολότερο επιχείρημα προκειμένου να καλυφθούν ανεπάρκειες και λάθη πολιτικών αρχηγών, επιτελείων, κομμάτων και στρατηγικών. Είναι μια δικαιολογία εύπεπτη, μια «φράση-πασπαρτού»: πάει με όλα για όλα, σε όλα και (υποτίθεται πως) κολλάει τον εκάστοτε διαφωνούντα στον τοίχο.
Μπορεί να αποδείξει κάποιος ότι δεν γίνονται δημοσκοπήσεις από πρεσβείες; Εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί ποτέ καμία, λογικά θα μπορούσε. Θα περίμενε κανείς ότι αυτό αρκεί και ότι οι άνθρωποι πιστεύουν μόνο κάτι για το οποίο έχουν αποδείξεις και δεδομένα και όχι αόριστες ενδείξεις.
Ομως η πληθώρα δημοσιευμάτων σύμφωνα με τα οποία «η τάδε πρεσβεία πραγματοποίησε μυστική δημοσκόπηση, που δίνει το τάδε αποτέλεσμα» δεν βοηθά ούτε την αλήθεια ούτε την κρίση. Μια τέτοια συζήτηση, μάλιστα, το πιθανότερο είναι να περάσει γρήγορα σε ένα λουπ ανορθολογισμού, από το οποίο η μία μεριά (μαντέψτε ποια) αποχωρεί με τα χέρια σηκωμένα ψηλά. Κι αυτό όχι επειδή παραδίδεται στην ορθότητα των επιχειρημάτων της άλλης, αλλά επειδή αδυνατεί να τα βάλει με το cognitive bias της.
Είναι γνωστό ότι, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία και δεδομένα που στηρίζουν τα πιστεύω και την κοσμοθεωρία κάποιου, το πιθανότερο είναι ο ίδιος είτε να τα κατασκευάσει είτε να «πιαστεί» από την οποιαδήποτε θεωρία που θα του προσφέρει ανακούφιση. Που, έστω, δεν θα τον κάνει να αμφισβητήσει όσα υποστηρίζει, όσα έχει μάθει να θεωρεί σωστά. Εν ολίγοις, θα απορρίψει μαξιμαλιστικά όσα θα τον κάνουν να αμφισβητήσει την ίδια την ταυτότητα και τις επιλογές του.
Η δύναμη της γνωστικής ασυμφωνίας (του cognitive bias) είναι τόσο τεράστια όσο και επικίνδυνη. Σε συγκυρίες πόλωσης, όπως αυτή των εκλογών, αγγίζει επίπεδα στρατόσφαιρας και κάνει τον διάλογο μεταξύ διαφωνούντων, όχι δύσκολο, αλλά αδύνατο. Για να φτάσουμε, μάλιστα, στο σημείο να γιγαντωθεί προεκλογικά, κάποιοι, κάπως, για κάποιους λόγους, αυτή τη δύναμη δεν την έχουν μόνο συντηρήσει: την έχουν ενθαρρύνει.
Και αυτοί είναι συνήθως τα διάφορα κομματικά επιτελεία και οι διάφορες κομματικές γραμμές και επικρατούσες κουλτούρες, που εκπαιδεύουν τα μέλη και τα εκλογικά κοινά τους σε συγκεκριμένη νοοτροπία, αισθητική, τρόπο σκέψης, επιχειρηματολογία. Σε τρόπο αντιπαράθεσης και διαφωνίας. Σε αυτά, λοιπόν, ανήκει τόσο η πολιτική όσο και η ηθική ευθύνη για την τροπή που παίρνει ένα τμήμα των μελών και των σταθερών ψηφοφόρων τους.
Δυστυχώς, τελικά, η στρατηγική κάποιων κομμάτων αποτέλεσε μνημείο ανορθολογισμού. Ή, για να το θέσω καλύτερα, ο ανορθολογισμός ήταν το ισχυρότερο χαρτί της πολιτικής τους στρατηγικής, μία (ύστατη) προσπάθεια συσπείρωσης και συναισθηματικής πώρωσης. Κακά τα ψέματα όμως: Ο ανορθολογισμός αποτελεί διαχρονικά το τελευταίο χαρτί αυτού που γνωρίζει πως θα ηττηθεί. Είναι το ύστατο καταφύγιο, η πιο ασφαλής –παραδόξως– επιλογή μέσα στην αδυναμία του να ανταπεξέλθει στον εκλογικό ανταγωνισμό.
Μέσα σε αυτό το κρεσέντο ανορθολογισμού, οι δημοσκοπήσεις, οι δημοσκόποι και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν, φυσικά, την τιμητική τους. Ολες υπάγονται στο «σύστημα», που «πολεμά με νύχια και με δόντια την αλήθεια», που θέλει να «προκαταβάλει και να χειραγωγήσει», «να χαντακώσει όποιους το αντιμάχονται». Στον αντίποδα, βέβαια, οι μυστικές δημοσκοπήσεις των πρεσβειών (ή και των πολυεθνικών (;;;), τις οποίες κανείς δεν έχει δει ποτέ και πουθενά δημοσιευμένες (όπως προανέφερα) είναι (πιο) αξιόπιστες. Γιατί;
Διότι –σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό– υποτίθεται πως αποτυπώνουν την αλήθεια, αυτή που οι δημοσκοπικές εταιρείες «σκοπίμως αποκρύβουν», «μαγειρεύοντας» τα δεδομένα. Στην πραγματικότητα, «οι μυστικές δημοσκοπήσεις» είναι ένα αποκούμπι ελπίδας μέχρι την ύστατη ώρα – αυτή της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων της κάλπης.
Δυστυχώς, όμως, η συνωμοσιολογία δεν περιορίζεται σε αυτές. Μπαίνει στο παιχνίδι η νοθεία (άλλο ένα αποκούμπι άρνησης της πραγματικότητας) και το Predator (το οποίο δεν έχει άλλη δουλειά από το να παρακολουθεί εμένα στο μπαλκόνι μου και τις τηλεφωνικές συζητήσεις με την κολλητή μου). Μπαίνει στο παιχνίδι το άκρως αντιδημοκρατικό «όποιος διαφωνεί μαζί μας είναι εναντίον μας».
Διαδικτυακά πογκρόμ οπαδοποιημένων και αποπολιτικοποιημένων μελών, που ομνύουν σε πρόσωπα άνευ όρων, έχοντας προ πολλού απωλέσει την ψυχραιμία και το σωστό φιλτράρισμα. Πογκρόμ αισθητικής και φρασεολογίας που μέχρι πρότινος ανήκε σε συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, και που τελευταία αποδεικνύεται πως πέρασε διαχωριστικές γραμμές.
Και βέβαια, θα ήταν τεράστια παράλειψη αν δεν αναφερόμουν στην αναπαραγωγή πρωτοσέλιδων διαφόρων φυλλάδων. Πρωτοσέλιδων συγκεκριμένης σημειολογίας και σεξιστικών ύβρεων – προφανώς όλα αυτά πάντα με μια εσάνς συνωμοσιολογίας. Ισως κάτι τέτοιο να μην ήταν καν άξιο λόγου, αν επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό. Παντού, εξάλλου, υπάρχουν άτομα που… λοξοδρομούν.
Ο,τι, όμως, γίνεται κατ’ επανάληψη και από τον κόσμο της πρώτης ή της δεύτερης γραμμής ή της βιτρίνας των κομμάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι ούτε τυχαίο γεγονός ούτε αστοχία. Είναι η καθεστηκυία κουλτούρα. Εστω η κυρίαρχη. Αλλά είπαμε: Κάποιοι εκπαίδευσαν έτσι αυτό το κοινό. Εξάλλου, στην πολιτική, όπως και στην τέχνη, δεν υπάρχει παρθενογένεση.
Τέλος, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στο πιο επικίνδυνο από όλα: αυτό της άρνησης των όσων ακούμε και βλέπουμε. Αυτό της επιλεκτικής κατανόησης κειμένου. Ενθεν και ένθεν. Είπε ο κ. Τσίπρας «η θάλασσα δεν έχει σύνορα»; Ναι. Αλλά δεν το εννοούσε όπως του προσάπτεται. Βλέπετε, όταν βγαίνει εκτός πλαισίου κουβέντας μία φράση ή ένα απόσπασμα, είναι πολύ εύκολο να παρεξηγηθεί και να εργαλειοποιηθεί.
Τι εννοούσε ο κ. Τσίπρας με εκείνη τη ρήση; Οτι στη θάλασσα δεν υπάρχουν ορατά σύνορα (άρα χρειάζονται άλλοι τρόποι διασφάλισής τους). Πάντως όχι ότι «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του». Αυτό ψηφοφόροι και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θα το καταλάβουν με άνεση και χαρά. Μέλη άλλων κομμάτων, όχι. Θα απομονώνουν τη φράση εκτός context, άρα θα επιμένουν στο νόημα που της έχει ήδη δοθεί (cognitive bias γαρ).
Πάμε σε ένα άλλο παράδειγμα από την άλλη πλευρά: Στις 16/5/2023 ο κ. Μητσοτάκης έδωσε συνέντευξη στον κ. Χατζηνικολάου. Στο 16:34 της κουβέντας ξεκινά η συζήτηση για τα Τέμπη και ακολουθεί η ερώτηση των δύο σκελών από τον δημοσιογράφο. Η απάντηση, συγκεκριμένη και κατανοητή.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν εννόησε ότι εργαλειοποιούν την τραγωδία των Τεμπών οι συγγενείς των θυμάτων, αλλά οι μηχανοδηγοί. Ξεκάθαρα. Απομονώθηκε το απόσπασμα της απάντησης; Ναι. Αλλοιώθηκε πλήρως το νόημα και η ουσία της απάντησης; Ναι. Αυτό, λοιπόν, με χαρά θα το κατανοήσουν τα μέλη και οι φίλα προσκείμενοι στη Νέα Δημοκρατία. Οι ανήκοντες στο αντίπαλον δέος (βάλτε και πληθυντικό), όχι. Cognitive bias γαρ…
Το ερώτημα και στις δύο περιπτώσεις είναι ένα: Πόση έκπτωση στην ίδια τη λογική πρέπει να γίνει στο όνομα της αντιπολιτικής; Για πόσο ακόμα θα πέφτει το επίπεδο και θα επιχειρείται η λάσπη στον ανεμιστήρα για πράγματα που δεν ειπώθηκαν, όταν υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό για κριτική και αντιπαράθεση για αυτά που ΟΝΤΩΣ ειπώθηκαν και έγιναν;
Η απάντηση αναφέρθηκε ήδη. Γιατί ένα κομμάτι του κόσμου, σαν έτοιμο από καιρό, θέλει. Και γιατί κάποιοι άλλοι μπορούν. Το γιατί και πώς φτάσαμε ως εδώ, είναι άλλη συζήτηση. Πιο πολύπλοκη και πιο εκτενής. Προς το παρόν, όμως, ας κρατήσουμε αυτό: Σαφέστατα και έχουν ευθύνη αυτοί που μπορούν, αλλά έχουν ευθύνη και αυτοί που θέλουν.
H Φιλία Γεωργουδή είναι ερευνήτρια Πολιτικής Επικοινωνίας & Εκλογικής Συμπεριφοράς
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News