Για τη σταδιακή μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ από τις απαρχές του μέχρι σήμερα είχα γράψει στο «Από τον Καρλ Μαρξ στον Γκράουτσο Μαρξ», σημειώνοντας ότι το σημείο καμπής ήταν η άκριτη αποδοχή της αρχηγικής συμπεριφοράς του Αλέξη Τσίπρα. Το άρθρο τελείωνε με την εμφάνιση του Κασσελάκη, με συμπεριφορά και λόγο εντελώς ξένο προς την Αριστερά που ξέραμε.
H παγίωση αυτής της νέας κατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ πιστοποιήθηκε με το τριήμερο στις Σπέτσες, που, όπως εύστοχα γράφτηκε στο Protagon, σηματοδότησε την αποδοχή (από την κοινοβουλευτική ομάδα και τα άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ) των όρων που έφεραν τον Κασσελάκη στην εξουσία.
Αυτή η ριζική μεταμόρφωση μού θύμισε μια ιστορία του Λούκυ Λουκ, τον Αυτοκράτορα Σμιθ. Εδώ να σημειώσω ότι οι ιστορίες του Λούκυ Λουκ απέχουν πολύ από τα να είναι απλώς διασκεδαστικά κόμικς. Αντίθετα, ο Γκοσινί με τον Μόρις όχι μόνο διασκεύασαν πραγματικές ιστορίες της «Αγριας Δύσης» συνδυάζοντας μυθοπλασία με ιστορικά στοιχεία, αλλά καθώς τις ενισχύουν με τις εύστοχες επιλογές των στιγμών που εικονίζονται σε κάθε καρέ και με σχετικές οξυδερκείς παρατηρήσεις, μας οδηγούν, μέσα από εκπλήξεις, χιούμορ και ποικιλία χαρακτήρων, σε αναλογίες που φωτίζουν πραγματικές καταστάσεις.
Λοιπόν, η ιστορία του αυτοκράτορα Σμιθ αρχίζει με μια σκηνή-έκπληξη: μια βασιλική άμαξα, συνοδεία στρατιωτών ντυμένων με στολές του γαλλικού στρατού του Ναπολέοντα, στο Φαρ Ουέστ!
Η άμαξα περνάει μπροστά από τον ξαφνιασμένο Λούκυ Λουκ, ενώ ακούγονται φωνές: «Κάντε τόπο! Παραμερίστε!» Ετσι, παρασυρμένος από περιέργεια, αποφασίζει να την ακολουθήσει (Εικόνα 1)
Φθάνοντας στην Γκρας Τάουν, ο Λούκυ Λουκ μπαίνει στο σαλούν και εκεί μαθαίνει ότι η άμαξα είναι ενός πολύ πλούσιου ράντσερ, του Ντιν Σμιθ, που έχει χάσει τα λογικά του και πιστεύει ότι είναι ο αυτοκράτορας των Ηνωμένων Πολιτειών, ο αυτοκράτωρ Σμιθ. Με τα χρήματά του έχει δημιουργήσει μια αυλή και έναν μικρό στρατό. Και όπως είναι άκακος, ο κόσμος κάνει πως τον πιστεύει και διασκεδάζει με την τρέλα του.
Στο σημείο αυτό ένας τύπος, ο Μπουκ Ρίτσι, πάει να πειράξει τον Σμιθ με το πιστόλι του, οπότε ο Λούκυ Λουκ (που πυροβολεί πιο γρήγορα κι από τη σκιά του) τον αφοπλίζει και ο Σμιθ από ευγνωμοσύνη τον καλεί στο παλάτι (δηλαδή στο ράντσο του, όπου όμως έχει χτίσει ένα μέγαρο) και του δίνει ένα παράσημο.
Οταν, στη συνέχεια, ο Λούκυ Λουκ επισκέπτεται το «παλάτι», έχουμε μια πρώτη ένδειξη πως οι άνθρωποι του Σμιθ έχουν αποδεχθεί πλήρως τον ρόλο τους και φέρονται σαν να ήταν πράγματι στην υπηρεσία ενός γάλλου αυτοκράτορα: ο Λούκυ Λουκ δίνει μπαίνοντας το παράσημο σε έναν φρουρό στην είσοδο του ράντσου και όταν αυτός πάει να το φορέσει δέχεται επίπληξη από τον προϊστάμενό του, ο οποίος του λέει: «Ξέρω ότι πληρωνόμαστε για να παίζουμε τον ρόλο μας, αλλά προτιμώ να παίζω αυτόν τον ρόλο παρά να βόσκω αγελάδες» (Εικόνα 2)
Οταν ο Λούκυ Λουκ επιστρέφει στην πόλη, λέει ότι ανησυχεί γιατί ο Σμιθ έχει ακόμα και κανόνια στον μικρό στρατό του, πράγμα που ακούει ο Μπουκ Ρίτσι. Ετσι, πηγαίνει στον Σμιθ και του προτείνει να χρησιμοποιήσει τα κανόνια για να ληστέψουν την τράπεζα και να κυριαρχήσουν στην πόλη, όπως και γίνεται. Το ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο είναι πως οι κάτοικοι της πόλης αρχικά υποτάσσονται στη δύναμη των όπλων του Σμιθ, τον οποίο καθοδηγεί ο Ρίτσι, όμως σύντομα, σε μια εντυπωσιακή μεταστροφή, αποδέχονται τους ρόλους τους στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Σμιθ (Εικόνα 3)
Στο τελευταίο μέρος ο Λούκυ Λουκ καταφέρνει να δραπετεύσει και μετά μπαίνει μεταμφιεσμένος στο παλάτι του Σμιθ, ο οποίος δίνει επίσημο χορό, όπου επιβεβαιώνεται η πλήρης αλλαγή συμπεριφοράς των κατοίκων (εικόνα 4)
Εκεί, κάποια στιγμή καταφέρνει να απαγάγει τον Σμιθ και κάπου εκεί λήγει η ιστορία, στο τέλος της οποίας οι κάτοικοι παριστάνουν ότι ούτε για μια στιγμή δεν πήραν στα σοβαρά αυτό που έγινε. Στην παρατήρηση του δικαστή, που ήταν ο μόνος που δεν έπαιξε το παιχνίδι, ότι όλοι κάνουν την αθώα περιστερά, ο Λούκυ Λουκ του λέει φεύγοντας: «Ετσι είναι ο κόσμος, αγαθέ μου δικαστή». (Εικόνα 5)
Εδώ να σημειώσουμε ότι ο Γκοσινί με τον Μόρις εμπνεύστηκαν για τον αυτοκράτορα Σμιθ από μια πραγματική ιστορία, την ιστορία του Τζόσουα Αβραάμ Νόρτον (1818-1880), ο οποίος το 1859 πήρε μόνος του τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ηνωμένων Πολιτειών! Οι κάτοικοι του Σαν Φρανσίσκο, όπου ζούσε, διασκέδαζαν μαζί του, μια εφημερίδα δημοσίευε τα διαγγέλματά του και του έγραφαν δήθεν γράμματα οι ηγέτες της εποχής.
Οπως είδαμε, όμως, οι δημιουργοί του Λούκυ Λουκ προχώρησαν στη δική τους ιστορία πολύ περισσότερο, δίνοντας στον δικό τους αυτοκράτορα Σμιθ χρήματα και δύναμη, μέσω της οποίας μπορούσε για λίγο να εξουσιάσει την πόλη όπου ζούσε, και μέσα από αυτό το εύρημα παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, την αλλαγή στη συμπεριφορά των κατοίκων, που μοιάζει τόσο πολύ με την προσαρμογή των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στις απαιτήσεις του αρχηγού τους.
Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί πού υπάρχει αναλογία με το τέλος, όπου βασικοί παράγοντες της πόλης προσπαθούν να πείσουν ότι ποτέ δεν πήραν τον ρόλο τους σοβαρά τις ημέρες της κυριαρχίας του Σμιθ. Νομίζω πως εδώ πρέπει να στραφούμε στους αποχωρήσαντες. Πράγματι, στις ομιλίες των στελεχών της Νέας Αριστεράς είναι διάχυτη η αίσθηση του «επιτέλους, μιλάμε ελεύθερα». Και αυτό δείχνει πως κατά κάποιο τρόπο αποκηρύσσουν το πρόσφατο κομματικό παρελθόν τους, στο οποίο, όπως έμμεσα παραδέχονται, αυτολογοκρίνονταν.
Εδώ δεν μπορούμε να μη συγκρίνουμε την αυτολογοκρισία τους με την άνεση με την οποία πολλοί πολιτικοί της Νέας Δημοκρατίας εκφράζουν ανοικτά τις διαφωνίες τους, χωρίς να δέχονται υπόγειο πόλεμο, σε αντίθεση με όσα τα ίδια τα στελέχη που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ αποκάλυψαν για το είδος της πολεμικής που δέχτηκαν από τους «συντρόφους τους».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News