Δεν χρειάζεται να γίνει κάτι παραπάνω για να αντιληφθεί κανείς ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας βρίσκεται σε διαδικασία αντιστροφής, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα. Καλοδεχούμενη, προφανώς, η νέα πορεία, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι έως πρότινος στην Αθήνα αναζητούσαν διεξόδους διαφυγής από ένα πιθανό θερμό επεισόδιο – είτε αυτό στηνόταν συνειδητά είτε ερχόταν ως απότοκο ενός ατυχήματος.
Εξίσου φανερό είναι, όμως, το γεγονός ότι αυτή η αναδίπλωση προέκυψε εξ ανάγκης μετά τους καταστροφικούς σεισμούς που ισοπέδωσαν ολόκληρες τουρκικές επαρχίες. Το ερώτημα που προκύπτει είναι διπλό: Πόσο θα διαρκέσει η συναινετική διάθεση της Τουρκίας; Και, εν τέλει, μπορούμε να μιλήσουμε για μια νέα πραγματικότητα στα Ελληνοτουρκικά;
Η Τουρκία επιζητεί την ομαλότητα στην ευρύτερη γειτονιά, εν γένει. Καλύτερη απόδειξη για το παραπάνω είναι η προσπάθεια επαναπροσέγγισης της Αιγύπτου, με την οποία οι διαφορές παραμένουν παραπάνω από δομικές. Εως πριν από λίγες ημέρες η Αθήνα και το Κάιρο ήταν για την Αγκυρα τα ισχυρότερα εμπόδια στην εφαρμογή του τουρκικού αναθεωρητικού αφηγήματος στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ειδικότερα οι σχέσεις του Ερντογάν με την ισχυρότερη αραβική χώρα της περιοχής είχαν φτάσει στα άκρα, εξαιτίας της υποστήριξης στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, φανατικούς πολέμιους του καθεστώτος Αλ Σίσι. Αυτά ισχύουν και σήμερα, απλώς τα προβλήματα των Τούρκων είναι άλλα κι όλα τα υπόλοιπα πάνε στην άκρη.
Η συμφωνία Δένδια – Τσαβούσογλου προς αλληλοϋποστήριξη των υποψηφιοτήτων Ελλάδας – Τουρκίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τον Διεθνή Οργανισμό Ναυσιπλοΐας, είναι πρωτίστως συμβολικής αξίας. Δεν αντιλέγει κανείς ότι υπάρχει και η ουσία, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, διότι η χώρα ενισχύει το διπλωματικό της αποτύπωμα μέσα από τη συμμετοχή της σε ένα όργανο το οποίο είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιο για την τήρηση της διεθνούς ασφάλειας, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αφενός μεταξύ των δύο πλευρών λειτουργεί ξανά δίαυλος επικοινωνίας, αφετέρου υπάρχει κατανόηση, έστω και στα απολύτως απαραίτητα. Εκπέμπεται δηλαδή ένα σαφές σήμα αποκλιμάκωσης.
Ακόμα μια παραδοχή είναι ότι αν κάποιος έπρεπε να κάνει βήματα πίσω στα Ελληνοτουρκικά, αυτή ήταν η Τουρκία. Αυτή δηλαδή που, συνειδητά, είχε φτάσει τα πράγματα στα άκρα. Αν, όμως, δεν μεσολαβούσε ο σεισμός, είναι πολύ αμφίβολο ότι ο Ερντογάν θα επέλεγε αυτόν τον δρόμο. Αυτή τη στιγμή, η απόλυτη προτεραιότητα της Αγκυρας είναι η ανασυγκρότηση της χώρας –τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και σε αυτό της ανοικοδόμησης των περιοχών που επλήγησαν. Η Τουρκία θα χρειαστεί εξαιρετικά μεγάλη οικονομική στήριξη. Στήριξη που σε πολύ μεγάλο βαθμό θα προέλθει από τη Δύση –ένα πρώτο βήμα ήταν η Διεθνής Πρωτοβουλία Δωρητών που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες.
Θέλοντας ή μη, η Αγκυρα και ο ίδιος ο Ερντογάν πρέπει να δείξουν διαφορετικό πρόσωπο. Το προφίλ του κράτους-ταραξία στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο, τη Συρία, τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή δεν συνάδει προς την εικόνα αυτού που χρήζει βοήθειας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα ίδια ισχύουν και για τον νατοϊκό εταίρο, ο οποίος βοηθά τη Μόσχα να παρακάμπτει τις δυτικές κυρώσεις ή φέρνει σειρά εμποδίων στη διεύρυνση της Συμμαχίας. Εξ ου και στο συγκεκριμένο επίπεδο θα πρέπει κανείς να περιμένει ανατροπές.
Πέραν αυτών, στην Τουρκία δεν υπάρχουν προσώρας διαθέσιμοι πόροι, είτε οικονομικοί είτε ανθρώπινοι, που θα μπορούσαν να στραφούν προς κάπου αλλού —βλέπε Ελλάδα— πλην του εσωτερικού. Το έχει επαναλάβει πολλάκις ο Ερντογάν: μοναδική προεκλογική ατζέντα του είναι η αποκατάσταση. Ούτε παραβιάσεις, λοιπόν, ούτε επιστολές ούτε διεθνής διπλωματική εκστρατεία κατά της Ελλάδας.
Επιπλέον, αλλά ίσως και σημαντικότερο: Ακροατήριο πρόθυμο να «αγοράσει» εθνικισμό, αντιδυτικισμό και ανθελληνισμό δύσκολα θα βρει κανείς. Αλλωστε, μετά τις τραγωδίες και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, Ελληνες και Τούρκοι ήλθαν, πράγματι, εγγύτερα, με αποτέλεσμα πλέον οι απειλές «θα έρθουμε νύχτα» να αγγίζουν το όριο του γκροτέσκ.
Στην Αθήνα, διακρίνουν μια νέα πραγματικότητα και η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι η υπάρχουσα ατμόσφαιρα θα πρέπει να προστατευθεί, ώστε να «κληροδοτηθεί» στις κυβερνήσεις που θα προκύψουν μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία – όποιες κι αν είναι αυτές. Παρατηρώντας, πάντως, τη σημειολογία της εικόνας, αλλά και των δηλώσεων Δένδια – Τσαβούσογλου, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών ήταν σαφώς πιο προσεκτικός, καθώς μπορεί τα πράγματα να είναι καλύτερα, αλλά οι επιλογές της Τουρκίας στο πεδίο της διπλωματίας δεν είναι παροδικές. Είναι στρατηγικές.
Προβάλλοντας τα ζητήματα σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο: Θα πάψει η Αγκυρα να αμφισβητεί την κυριαρχία ελληνικών νησιών του Αιγαίου; Θα εγκαταλείψει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο αποτελεί το πρώτο βήμα για την υλοποίηση της μεγαλεπήβολης Γαλάζιας Πατρίδας; Τι θα γίνει στο Κυπριακό, που μόλις σε λίγες μέρες από σήμερα και με την πρωτοβουλία που αναμένεται να λάβει η Λευκωσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να γίνει ξανά αιτία βαθιάς ελληνοτουρκικής ρήξης;
Σκοπεύουν ο Ερντογάν ή η αντιπολίτευση να εγκαταλείψουν τη διχοτομική θέση περί δύο κρατών στην Κύπρο; Ολα αυτά έχουν τις ρίζες τους σε βάθος δεκαετιών και δεν αλλάζουν. Μπορεί να μπουν στην άκρη, ακόμα και για μια εύλογη χρονική περίοδο, αλλά δεν πρόκειται να φύγουν οριστικά από το τραπέζι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News