Ο θάνατος της Ρίκας με αποτελείωσε. Σε μια σειρά θανάτων. Εβρεξε, κατακλυσμό θανάτους ετούτο το καλοκαίρι. Με το που άκουσα το τραγικό νέο…. Ενα αυτοκίνητο και να τρέχουμε, να τρέχουμε χωρίς προορισμό, όπου μας βγάλει η άκρη σαν για να βγούμε μπροστά από τον χρόνο. Να ζούμε τη μια μέρα για δυο, για τρεις. Μόνο με τα ταξίδια ξεγελάς τον χρόνο. Ετσι κι έγινε.
Πρώτη νύχτα μάς βρήκε σε μια ήσυχη, έρημη, αυγουστιάτικη Θεσσαλονίκη.
«Τι να σας πω, κυρία μου. Ναι, έχουμε τουρίστες αλλά στο πρωινό, πιο πολύ ενεργούμε ως τσεκαδόροι παρά ως σερβιτόροι. Δεν έχουν τον Θεό τους! Τους λέμε “Φάτε, ρε παιδιά, όσο θέλετε αλλά μην παίρνετε και φαγητά μαζί σας”. Χαμπάρι! Προχθές μια γυναίκα άδειασε σε σακούλα, όλη την πιατέλα με τα κομμένα αγγουράκια. Πόσο κάνουν τρία αγγούρια, κυρία μου; Τι να λέμε!». Ερμη Ελλάδα. Θριαμβολογεί η κάθε Κουντουρά για τις αφίξεις. Ποιότητα τουριστών, στόχοι, προβολή; Σύμπλευση με τους σωστούς και έντιμους επαγγελματίες; Το αδιέξοδο έρχεται, όταν βαριέσαι και να μιλάς για το δράμα σου. Βαρεθήκαμε να λέμε τα ίδια και τα ίδια. Αν σεβόμασταν τη χώρα μας, την ιστορία μας, τη μαγευτική μας φύση, τη δωρεά του Θεού. Πόσες χώρες έχει η χώρα μου! Αν, αν, αν, αν… Μια ζωή χωρίς φρένα, χωρίς στόχους, χωρίς όραμα. Βαρέθηκα.
Το επόμενο πρωί ταξιδεύουμε πατώντας έδαφος Σκοπίων και διασχίζουμε την πόλη Γευγελή. Εμπειρία. «KARADENT» πρώτη ταμπέλα υποδοχής και σε αφίσα ένα τεράστιο χαμόγελο οδοντοστοιχία. Παντού πινακίδες οδοντιατρείων. Καραντέντ-Καρασεβντά, σκέφτομαι συνειρμικά. Στη Γευγελή ακούμπησαν οι Ελληνες, σεβντάδες και σεβντάδες. Δόντια, καζίνο, γυναίκες. Πόνοι και πόνοι. Η κρίση έβγαλε στην πίστα και τη λαϊκή αγορά, κάθε Πέμπτη. Πέμπτη βρεθήκαμε στη Γευγελή. Αρα, επίσκεψη στη λαϊκή. Ενας μεγάλος, στεγασμένος χώρος, που πάει το «Ρε Πάνο, ρε Μήτσο, πού σαι ρε Χρηστάρα!…» σύννεφο. Φορτώστε! Από πιπεριές μέχρι απορρυπαντικά. «Φορτώστε!». Που έλεγε και ο μακαρίτης Μπονάτσος.
Το βράδυ μάς βρήκε στο ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ. Πόσα χρόνια μετά! Την πρώτη φορά ήταν επί κομμουνισμού. Κλειστών συνόρων. Στα δυο ο κόσμος. Δυο, όλοι κι όλοι, οι εχθροί. Ενας για κάθε μεριά. Τώρα χάσαμε το μέτρημα εχθρών. Τότε θυμάμαι «γκρι». Ετσι τα χρωμάτιζα, τα όσα ανατολικά είχα επισκεφτεί. Μα της Γιουγκοσλαβίας ήταν αλλιώς οι κάτοικοι. Ανοιχτοί, ομιλητικοί, με κριτικό πνεύμα, με αίσθηση των εντός και των εκτός. Ηταν αλλιώς η Γιουγκοσλαβία. Περπατώ στο σύγχρονο Βελιγράδι. Πόλη που βομβαρδίστηκε από το ΝΑΤΟ για το καλό της, είναι πονηρεμένη για όλα… Και για το «κακό της» και για το «καλό της». Ισως γι΄αυτό δεν μπογιατίζει τα στοιχεία των πληγών της. Ολα στους δρόμους της. Μπαρουτοκαπνισμένα τα περισσότερα κτίρια. Ωστόσο, δίπλα δίπλα κάθε αρχιτεκτονικός ρυθμός. Οι απλές, γεωμετρικές γραμμές της Σχολής Bauhaus, δίπλα σε μια πόρτα αρτ ντεκό συγκλονιστικού κτιρίου και παραδίπλα ένα φλύαρο μπαρόκ καθώς και εκείνα τα κτίρια της κομμουνιστικής περιόδου, τα τόσο ψυχρά, μόνο για να χωράνε κόσμο. Περιφέρομαι πίσω από τη Βουλή τους και μετά απλώνομαι μέχρι στο ποτάμι. Κι όσο μαυρίζει η νύχτα, μπαράκια παντού και μουσικές και κέφι, πολύ κέφι. Και μια όμορφη ράτσα, ξεχύνεται, πανέμορφη ράτσα, γυναίκες – άντρες. Το θυμάμαι αυτό από το πρώτο πρώτο μας ταξίδι πριν χρόνια. Μείναμε σε ένα χαριτωμένο μικρό ξενοδοχείο, το City Hotel Savoy, και το μοιράζομαι μαζί σας γιατί ήταν best value for money. Και φάγαμε στο Casa Nova (Gospodar Jovanova 42a) που φημίζεται για την μπριζόλα του. Και καλώς φημίζεται! Και που τη σκέφτομαι, τρέχουν τα σάλια μου.
Την επόμενη μέρα χαράζουμε στόχο τη Σλοβενία. Αρα πρέπει να περάσουμε σύνορα Κροατίας – Σλοβενίας. Το θεωρήσαμε απλούστατο. Αμ δε! Σημειώστε 4 ώρες αναμονή στα σύνορα. Οπως το ακούτε. Το ζήσαμε ακίνητοι, στο ίδιο σχεδόν σημείο και με θερμοκρασία βρασμού. Τα περισσότερα αυτοκίνητα γύρω μας ήταν με ελβετικές και γερμανικές πινακίδες, με επιβάτες όμως μουσουλμάνους με όλα τα χαρακτηριστικά τους στοιχεία, ήτοι η ένδυση των «σφαλισμένων» γυναικών και συμπράγκαλα το ένα πάνω στο άλλο, σαν γιούκοι, σε αυτοκίνητα αγκομαχούντα. Συνειρμικά θυμήθηκα το πρόσφατο εξώφυλλο του National Geographic «The new Europeans». Το έχετε δει; 4 ώρες είναι χρόνος μπόλικος ν΄απλωθείς σε σκέψεις, προβληματισμούς και κουβέντες με τους συνταξιδιώτες σου. Το χειρότερο των ημερών μας νομίζω είναι, ότι έχουμε χωριστεί σε στρατόπεδο μονοδιάστατα, του Ναι και του Οχι. Λες και η ζωή παίζεται με κουτάκια. Ο προβληματισμός, το οποιοδήποτε «μήπως» που προφέρεται, καταλήγει σε μομφή καταγγελίας «Ρατσιστής! Ρατσίστρια!».
Είμαι ευρωπαΐστρια μέχρι το κόκαλο. Για τις κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού απαιτήθηκαν αγώνες και κυρίως χρόνος προσαρμογής και εμπέδωσης. Είναι τουλάχιστον αφελές και επικίνδυνα επιπόλαιο να νομίζεις ότι τάχα μπορεί κάποιος να τον αφομοιώσει με το «καλημέρα σας», και μάλιστα άνθρωποι που η θρησκεία τους τους εξαναγκάζει να ανθίστανται. Τη χρονική στιγμή, για παράδειγμα, που εμείς μελετάμε την οικογένεια των δυο πατεράδων, οι «φιλοξενούμενοί» μας «New Europeans», ακόμα λιθοβολούν την απιστία της γυναίκας. Υποκλίθηκα στους Ελβετούς, ακόμα μια φορά, για την πρόσφατη απόφασή τους να μη χορηγήσουν υπηκοότητα σε ζευγάρι μουσουλμάνων που δεν δεχόταν τη χειραψία με εξεταστή αντιθέτου φύλου. Αλλά εμείς; Εννοώ εμείς, που δεν έχουμε νόμους για τους εαυτούς μας τους ίδιους -παρά παραθυράκια διαφυγής από τους νόμους μας- πώς θα επιβάλουμε τον σεβασμό των άλλων στα δικά μας «θέσφατα» και ιερά; Εχουμε θέσφατα και ιερά ακόμα στη χώρα μας; Εχουμε αυτοεκτίμηση ώστε να επιβάλλουμε την εκτίμηση; Και τα αντανακλαστικά της Ευρώπης στο πρόβλημα; Το απόγευμα μας βρήκε στη Λίμνη Μπλεντ της Σλοβενίας. Μη ζητήσεις να σου υπολογίσω χιλιόμετρα. Δρόμος! Ολα είναι δρόμος.
ΛΙΜΝΗ ΜΠΛΕΝΤ. Στα βοριοδυτικά της Σλοβενίας. Περιτριγυρισμένη από βουνά, δάση, βλάστηση. Τοπίο σαν από σελίδα παραμυθιού. Και στο κέντρο της λίμνης, ένα μοναδικής ομορφιάς νησάκι, τόσο δα! Το να προκαλούν τα νερά λίμνης Ελληνίδα, που ρουφάει τη θάλασσα σε κάθε πόρο της, όλον τον χρόνο, κάτι σημαίνει. Τόσο μαγευτικό το χρώμα, τόσο πεντακάθαρος ο πάτος, μόνο βαρκούλες με κουπιά επιτρέπονται. Κουπί χορτάσαμε και φτάσαμε στο νησάκι, όπου στη κορφή των 99 σκαλοπατιών του συναντάς μια εκκλησία, της Κοίμησης της Θεοτόκου, που ένα σωρό ερωτευμένοι επιλέγουν για να τελέσουν τον γάμο τους και που οι τουρίστες συνηθίζουν να χτυπάνε την καμπάνα της για καλή τύχη. Και που πριν χτιστεί η εκκλησία υπήρχε ναός αφιερωμένος στη Θεά Ζίνα, τη σλάβικη θεά του έρωτα και της γονιμότητας. Κι είχα, που λέτε, τόση χαρά που παράγγειλα και μια βροχή! Ο καθείς και οι αδυναμίες του. Κι έβρεξε αμέσως! Και ήταν ένα απόγευμα που δεν θα το ξεχάσουμε. Τον χειμώνα, το έταξα στη Θεά Ζίνα, θα ξανάρθουμε. Με τη θεά Ζίνα θέλω να συνομιλώ. Την επομένη μάς καλωσόρισε η πρωτεύουσα της Σλοβενίας η ΛΟΥΜΠΛΙΑΝΑ.
Μια παλιά πόλη ολοζώντανη -και λόγω του πλήθους φοιτητών του πανεπιστημίου της- που τη διασχίζει ποταμός με σμαραγδένια νερά. Ρομαντική, γελαστή, ναι υπάρχουν πόλεις γελαστές ή μελαγχολικές… Σε προσκαλεί να την περπατήσεις αγκαλιά, να χωθείς σε δρομάκια, να περάσεις από το Δημαρχείο που το κοσμεί ένας δράκος, εθνικό σύμβολο της Σλοβενίας, να χαζέψεις στα κτίρια έναν συνδυασμό μπαρόκ και art nouveau του διάσημου αρχιτέκτονα του 20ού αιώνα Joze Plecnik, τον «Gaudi» της Σλοβενίας (αν και μεταξύ μας, ένας είναι ο Gaudi!), να κοντοσταθείς στην τριπλή γέφυρα και να παρακαλέσεις έναν τουρίστα να σας φωτογραφίσει, ενώ εκείνος -ένας είναι ο εκείνος- ντρέπεται που τους ζήτησες να σας φωτογραφίσουν (λατρεύω την αμηχανία των ανδρών), να απολαύσεις ένα παγωτό μοναδικό στο «Cacao» και στο τέλος ν’ ανεβείς και στο Κάστρο της Λουμπλιάνα, κι ας γκρινιάζει εκείνος ότι δεν αντέχει, Ενας είναι εκείνος. Στο τέλος απολαμβάνεις ένα ωραίο δείπνο είτε στο Spajza είτε στο Compa. Αν και, όπου κι αν επιλέξεις να δειπνήσεις, θα εντυπωσιαστείς από το σωστό σέρβις και τις εξαιρετικές τιμές. Από πρόπερσι που ταξιδεύουμε σε προορισμούς πρώην Ανατολικών, όπως για παράδειγμα τη λατρεμένη μου Κρακοβία (ταξιδέψτε τη!), πραγματικά με έχει εντυπωσιάσει η ποιότητα και ο «τουριστικός τους πολιτισμός». Η Λουμπλιάνα είναι μια πόλη, που μια μέρα εκεί σου φτάνει και σου περισσεύει.
Την επομένη, άσ’ τα να πάνε!…Για ΔΟΛΟΜΙΤΕΣ βγάλαμε πορεία. Οροσειρά, τμήμα των Αλπεων, στη Βορειοανατολική Ιταλία. Η τρέλα, σίγουρα πάει στα βουνά. Και τι βουνά! Που έχουν ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το όνομά τους προέρχεται από τον διάσημο γάλλο ορυκτολόγο Ντεοντά Ντολομιέ, τον πρώτο που περιέγραψε τον δολομίτη, έναν τύπο πετρώματος που απέδωσε τα σχήματα και τα χρώματα των βουνών αυτών. Το θέαμα είναι μοναδικό. Κόβεται η ανάσα σου από την ομορφιά και το δέος, όπως όταν βλέπεις τα δικά μας Μετέωρα (μη συμπεριλαμβανομένων βέβαια, ό,τι η ράτσα μας έκτισε πέριξ των Μετεώρων, για να καραγκιοζέψει τη μαγεία τους, κατά το συνήθειό μας). Οι έρμοι, ανυποψίαστοι εκδρομείς, ήμασταν απολύτως σίγουροι ότι θα συγκαταλεγόμασταν στους ελάχιστους που είχαν τη σκέψη αυγουστιάτικα να περιδιαβούν στους Δολομίτες. Το καταγράψαμε αφελώς στους χειμερινούς προορισμούς και φτάσαμε χαλαροί και ξέγνοιαστοι, για διαμονή τριών ημερών. Αποτέλεσμα; Μονολεκτικά θα το πω, «Fully booked». Αγώνα δώσαμε για δυο δωμάτια. Πουθενά πατριώτες! Αχ, έρμη Κουντουρά με τις αφέλειές σου και τη βεβαιότητα του θριάμβου σου! Fully booked οι Δολομίτες. Και με το που έπιασε η νύχτα φύγαμε για άλλον προορισμό. Δρόμο! Χιλιόμετρα! Τρέχα! BELLUNO.
Κι αν έχουμε ταξιδέψει την Ιταλία! Ημουνα νια και γέρασα! Κι αν έχουμε γυρίσει πόλεις και χωριά! Ωστόσο, κάθε ταξίδι και μια ακόμα έκπληξη, μια νέα μνήμη. Να, τώρα!.. Belluno, μια ιταλική πόλη σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από τη Βενετία, στην ευρύτερη περιοχή των Δολομιτών. Η άριστη τοποθεσία της επιβεβαιώνεται και από τη μετάφραση της κέλτικης ονομασία της, «Λαμπρός λόφος». Ο,τι θες πες μου, στην Ιταλία νιώθω… Νιώθω ζεστασιά, σπίτι μου, νιώθω ομορφιά, νιώθω ησυχία. Στέκεται η ψυχή μου. Είναι μια αίσθηση γνώριμου, παλιού, μέσα μου. Και μόνο να διαβάζω ταμπέλες «Macelleria», ναι, μη γελάσεις, ή εκείνα τα μαγαζάκια με τα χειροποίητα μακαρόνια. Αυτή η άτιμη παγκοσμιοποίηση, τα πολυκαταστήματα, οι μεγάλες εταιρείες, οι ίδιοι, τα ίδια… Χώρες, πόλεις, άνθρωποι, συμπεριφορές αντίτυπα. Ενώ στην Ιταλία, ακόμα «Macelleria». Ο ένας, ο χασάπης σου. Να το συζητάς το φαΐ που θα μαγειρέψεις. Και βλέπεις, ζεις σινεμά ιταλικό ασπρόμαυρο. Από εκείνο το στενό, να δεις θα βγει μια Μαλένα, μια Μόνικα, μια Σοφία. Με στενή φούστα και γέλιο φαρδύ… Κι ας μη βγει. Και ένας Μαρτσέλο θ΄ανάψει ένα τσιγάρο και θα σηκώσει το ένα του φρύδι. Και θα βγει κι ένας παπάς καθολικός και ένας μικρός με ποδήλατο και σορτσάκι και αστείο βλέμμα κάτι θα κατασκοπεύει και θα πέσει από το ποδήλατο στην κεντρική πλατεία… Κι ας μην πέσει. Και από κάπου θα βγει και ένας Τζίτζι… Τι έχουμε ζήσει στην Ιταλία, βρε Γιαννάκη! Θυμάσαι; Μια νύχτα από τα παλιά μας, τα πολύ παλιά, που βρεθήκαμε εκεί στον νότο-νότο και μπήκε εκείνος ο τύπος ο αστραφτερός και όλοι τον χαιρετούσαν, «Ο Τζίτζι», «Τζίτζι!», και ρωτήσαμε τον σερβιτόρο, που μας είχε σερβίρει εκείνο το σάντουιτς ριζότο με το τυρί ανάμεσα -τι ήταν κι εκείνο το ριζότο!- και τον ρωτήσαμε, ποιος τέλος πάντων ήταν αυτός ο Τζίτζι; Διάσημος ποδοσφαιριστής ή κάτι τέτοιο στοιχημάτισα εγώ. Και ο σερβιτόρος μας είπε «είναι ο πιο διάσημος κλέφτης αυτοκινήτων!» Λατρεύω Ιταλία! Τι έχουμε ζήσει στην Ιταλία, βρε Γιανννάκη! Κέρασέ με ένα Aperol Spritz στην κεντρική πλατεία. Κι άσε με να ταξιδεύω το μυαλό, άσε με να φαντάζομαι. Ασπρόμαυρα να ταξιδεύω.
Την επομένη, δεν σου λέω πού πήγαμε. Ούτε τη μεθεπομένη ούτε ούτε… Με τσάκισε ο θάνατος της Ρίκας. Στο είπα. Μόνο να τρέχω. Τους πήρα στον λαιμό μου τους φίλους που ακολούθησαν. Σιγά που δεν ήθελαν! Δώσε χιλιόμετρο στον Ευάγγελο και στη Μαρία! Να σπάμε τα κοντέρ των χιλιομέτρων μας. Μπορεί και δέκα χωριά να χαρήκαμε. Μέρες χιλιόμετρα. Αμπελοχωριά, κρασοχωριά. Κράτησε στη μνήμη, το χωριό Barolo. Ολα όμως έρημα λόγω Δεκαπενταύγουστου. Πριβέ τα ζούσαμε, τα περπατούσαμε, εμείς και τα βήματά μας, είναι κι αυτό μια εμπειρία… Δεν έχω να σου διηγηθώ πολλά. Είναι και ιδιαίτερο το μυαλό μου. Στάθηκε σε έναν εγγονό, που έβγαζε σέλφι με τον παππού του. Και εκείνος ψάρευε με το βλέμμα του, το «κάπου» του εγγονού του. Τόσα χωριά περάσαμε, το δικό μου μυαλό εκείνο το τσακ μιας στιγμής κατέγραψε. Δυο γέλια όμορφα, δηλαδή! Κι ένα μελαγχολικό γηροκομείο της καθολικής Εκκλησίας στο χωριό CHERASCO. Εκείνα τα σιωπηλά δωμάτια, στη σειρά ενός στενού. Εκείνο το ημίφως, ανθρώπων που περίμεναν μόνο να φύγουν. Και μια άσπρη κιλότα γριάς, σε μια όπως όπως απλώστρα. Με θλίβει, μ’ ανατριχιάζει ακόμα και τώρα που τους σκέφτομαι, εκείνη η ησυχία, άλλη ησυχία.
Κάποτε συνεχίσαμε. Επρεπε να φτάσουμε Γενεύη. Εχουμε κι ένα παιδί εκεί. Εγινε δυο, σύντομα τρεις. «Μετανάστη» τον λέμε από τα 17 του, είναι πια 32. Χωράει δυο πατρίδες. Αρα, κατεύθυνση Γενεύη. Και διαδρομή μέσα από τούνελ; Αυτό είναι ένα θέμα. Τη ζωή μου καθορίζει γελοία η κλειστοφοβία μου. Πώς να περάσω το μεγάλο τούνελ Mont Blanc; Ελεγα ότι θα κάνω την ανάγκη φιλοτιμία. Βρήκα και επιχείρημα. «Μετά το τούνελ που πέρασες τον χειμώνα, άσε μας, κοριτσάκι μου!» μου την είπα. Και πάνω που το είχα πάρει απόφαση…Ο Αριστείδης και η Μόνικα μου έστειλαν μήνυμα. «Πηγαίνετε από τη διαδρομή St Bernard. Την πιο παλιά διαδρομή, το πιο παλιό μονοπάτι. Κανένα τούνελ». Μακαρίζω την κλειστοφοβία μου. Τι θα είχαμε χάσει! Φίλε αναγνώστη, μη φύγεις από τούτη τη ζωή αν δεν κάνεις αυτή τη διαδρομή. Μπορώ βέβαια να φανταστώ ότι με τα παλιά αυτοκίνητα, σίγουρα σου έμενε το στομάχι στα χέρια αλλά με τα σύγχρονα θηρία, τι να σε προβληματίσει; Διαδρομή-μονοπάτι από την εποχή των Ρωμαίων. Είχαν οργανώσει μέχρι και «διόδια» τα κλεφτρόνια του τότε. Από κει πέρασε και ο Μέγας Ναπολέων. Και μεις σήμερα! Ναι, έχει στροφές. Πολλές! Αλλά μαγικές. Σαν φίδι ασημένιο, ο δρόμος μας, που χώνεται ανάμεσα σε βουνά και βράχια, δίπλα από πηγές και νερά που γλιστράνε. Σου υπόσχομαι θα ζήσεις όλες τις εποχές του χρόνου σε μια βόλτα χιλιομέτρων. Πότε να σημαδεύει τα βουνά ήλιος και πότε να μας καταποντίζει βροχή και να μυρίζει το σύμπαν όλο, και πότε χιόνι, χιόνι μέσα στο κατακαλόκαιρο. Και κάτι λουλούδια άγριας ομορφιάς, ανθοδέσμες τεράστιες, του πιο ωραίου ροζ που είδες ποτέ σου. Βουνά, που η μια τους πλευρά πνίγεται στο πράσινο και η άλλη, της επόμενης στροφής, τα φανερώνει γυμνά κατάγυμνα με βράχια σαν έργα τέχνης, με σχηματισμούς που κόβουν ανάσα και κάτω σου, το χάος, χάος σου λέω σε βάθος. Και σε προσπερνάνε μορφές σαν ξωτικά, ωραία τυπάκια που δεν συναντάς σε πόλη, πότε με μια Harley και τα χέρια σε ανάταση, τι πλάκα έχουν οι διψασμένοι της αιώνιας νεότητας, και πότε ποδηλάτες που καμαρώνεις τα πόδια τους και ντρέπεσαι για τη δική σου φυσική κατάσταση και πότε περιπατητές που σου χαμογελάνε, με μια γλύκα ασυνήθιστη… Και σε προσπερνάνε και κάτι αυτοκίνητα… Morgan! Ναι, σου λέω, ούτε να ήταν σκηνοθεσία. Και συνεχίζεις, λάτρη της οδήγησης, δώσε μου τέτοια χιλιόμετρα και πάρε μου την ψυχή! Και ονειρεύεσαι κι άλλες απολαύσεις, πεινάς, και να΄σου μια καντίνα στο πουθενά, «ENOETICA» κράτα το όνομά της, ακριβώς όπως την ήθελες να είναι, και μυρίζει τυριά και βούτυρο που καίνε μέσα του, φύλλα από φασκόμηλο και να σου το κρασί το κόκκινο και να σου οι γκράπες. Και κάθεσαι στο κρύο! Αυτό να τ΄απολαύσεις. Μιλάμε για ψοφόκρυο! Τι άλλο να θέλει ο άνθρωπος; Κι αν… Πλεονέκτης στην ομορφιά αν είσαι… Σου έχω κι άλλο ενδιαφέρον… Φτάσε κορφή, κορφή- κορφή, εκεί που είναι το περίφημο μοναστήρι στα 2.540 μέτρα δηλαδή, εκεί που και τα σκυλιά ράτσας St Bernard και εκεί θα δεις μέχρι και λίμνη. Θα είσαι κάπως σαν Σκωτία και Ιρλανδία και ό,τι μπορείς να φανταστείς, θα είσαι στο πιο μαγευτικό «κάπου» του κόσμου! Κι ένα ξενοδοχείο για την Αγκάθα Κρίστι, καθαυτό θριλερ-άτο, που τρίζουν τα πατώματά του και ο ξενοδόχος τσιγκουνεύεται τα φώτα, ένα ξενοδοχείο ενδιαφέρουσα παρωδία ξενοδοχείου, το Albergo Italia, εκεί να σε βρει η νύχτα. Εσύ και μερικοί τρελοί όπως εσύ. Σ΄εκείνο το σημείο της εκδρομής ακόμα το μυαλό μου.
Ναι, κάποτε φτάσαμε Γενεύη. Αλλαξε η Γενεύη. Δεν είναι πια νεκροταφείο. Ούτε στους δρόμους της κυκλοφορούν κυρίως αυθάδεις εμίρηδες. Η Ελβετία είναι η πιο ενδιαφέρουσα «κομμουνιστική» χώρα. Αλλά ποιος Τσίπρας να τη μελετήσει; Η Ελβετία καταδέχτηκε τον Καποδίστρια που σκοτώσαμε εμείς. Αλλά ποιος λαός, γνώστης ιστορίας, να το μελετήσει; Αλλά η Ελβετία είναι για μένα κυρίως η αγκαλιά του όταν μας υποδέχεται. Και η αγαπημένη του, μαζί με το χαμόγελό της. Και η κοιλίτσα της που είναι μπαλόνι έτοιμο να σκάσει. Κοίτα που αγάπησα την Ελβετία! Εγώ που όργωνα ανατολή και μυρουδιές και μπαχάρια και βλέμματα φλύαρα και φωνές και μουσικές και κόρνες… Εγώ που μ’ έπληττε η τάξη κι έλεγα κοροϊδευτικά «εδώ θα σκάσετε από ευτυχία»… Σκέψου, πατριώτη μου, πόση ανομία μπούχτισα, πόσο χάος χλαπάκιασα! Κουράστηκα. Για να φτάνω να ζηλεύω ελβετική αγελάδα σε λιβάδι!
Τα γράφω όλα αυτά, πλέον από Ελλάδα. Ψιλοντρέπομαι να σου πω ακριβώς τα χιλιόμετρα που οδήγησα. Σου έκρυψα και μπόλικες ακόμα πόλεις και διαδρομές. Ο θάνατος της Ρίκας με τσάκισε. Τόση ζωή, τόσο τσαγανό που είχε! Ενας ακόμα θάνατος, σε ένα μελαγχολικό καλοκαίρι, κατακλυσμό θανάτων. Χιλιόμετρα διανύσαμε. Ποιος μας κυνήγαγε; Φλύαρες, νέες μνήμες βέβαια, ωραίο είναι, αλλά εν μέρει κι άδικος κόπος. Το είχε πει -κι αυτό- ο αλεξανδρινός μας ποιητής, ο Καβάφης στο ποίημά του «Η Πόλις». Κατά καιρούς το ξαναμελετάω.
Καλό χειμώνα, αναγνώστες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News