Η τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων άφησε πολύ καλές εντυπώσεις (βλ. Paris 2024, c’ est fini: Protagon.gr) χωρίς να περιέχει σκηνές αντίστοιχες με αυτές της τελετής έναρξης που πυροδότησαν τη γνωστή πολεμική. Είχε όμως μυστήριο – την παρουσία του «χρυσού εξερευνητή» που φθάνει από τον ουρανό σε ένα δυστοπικό χώρο, με κινήσεις που δείχνουν αναζήτηση. Βέβαια, οι τηλεοπτικοί παρουσιαστές της τελετής μας πληροφόρησαν πως η σκηνή απεικόνιζε ένα δυστοπικό σενάριο όπου οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν υπήρχαν και ο χρυσός εξερευνητής τους αναζητούσε μέχρι που ανακαλύφθηκαν και πάλι, πράγμα που συμβολίσθηκε με τον σχηματισμό των πέντε ολυμπιακών κύκλων.
Ελα όμως που, ακολουθώντας το τελευταίο μεγάλο ρεύμα της γαλλικής φιλοσοφίας, την αποδόμηση που πρότεινε ο Ζακ Ντεριντά, δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να μας υποχρεώσει να δεχθούμε τη συγκεκριμένη ερμηνεία, ακόμα κι αν, όπως είναι το πιο πιθανό, την έδωσαν οι ίδιοι οι διοργανωτές στα διάφορα τηλεοπτικά μέσα.
Πράγματι, η αποδόμηση υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα, η γλώσσα και η σημασία δεν αποτελούν μία συγκροτημένη ενότητα, αλλά ένα ρευστό σύνολο ανοικτό σε πολλαπλές ερμηνείες. Έτσι, σύμφωνα με τον Ντεριντά, η αποδομητική ανάγνωση εγκαθίσταται ανάμεσα σε αυτό που ο συγγραφέας (εδώ ο σκηνοθέτης) θέλει να πει και σε αυτό που μπορεί να προκύψει, παρά ή ανεξάρτητα από τη θέληση του συγγραφέα, οπότε προκύπτει η πολλαπλότητα των ερμηνειών για το ίδιο κείμενο/έργο.
Προς ενίσχυση αυτής της θεώρησης ήρθε άλλωστε και το τραγούδι στο κλείσιμο της τελετής, που ήταν το περίφημο «My Way», που έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο ο Φρανκ Σινάτρα. Με βάση λοιπόν τη δική μου ανάγνωση βασικών σημείων της τελετής, έχοντας το πράσινο φως από την γαλλική φιλοσοφία του μεταμοντερνισμού, το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα ότι έψαχνε ο «χρυσός εξερευνητής στο δυστοπικό τοπίο της τελετής ήταν το χιούμορ».
Μα, θα πείτε, κολλάει το χιούμορ στους Ολυμπιακούς Αγώνες;
Εδώ, αν απαντούσα ως πολιτικός θα έλεγα, μήπως οι drag queens, τα πλούσια συμπόσια και ο θεός Πάνας είχαν σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Όμως θα απαντήσω φέρνοντας παραδείγματα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου (2012).
Ηδη, όταν το 2008 ο τότε δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον παρελάμβανε στη τελετή λήξης των Αγώνων του Πεκίνου, είπε στους Κινέζους πως «επιτέλους, το πιννγκ πονγκ θα επιστρέψει στην πατρίδα του!» (παίζοντας με το γεγονός ότι στα περισσότερα αθλήματα ήταν οι Άγγλοι εκείνοι που καθιέρωσαν τους κανόνες).
Μετά, στην τελετή της έναρξης των Αγώνων στο Λονδίνο, βλέποντας ο άγγλος σχολιαστής την ελληνική ομάδα να μπαίνει πρώτη (κατά παράδοση) στο στάδιο είπε το αμίμητο «από ό,τι βλέπω φέτος οι ομάδες μπαίνουν κατά σειρά δημοσίου χρέους των χωρών τους!»
Και στη συνέχεια της τελετής, ο σερ Σάιμον Ρατλ, από τους σημαντικότερους διευθυντές ορχήστρας παγκοσμίως και διευθυντής τότε της Φιλαρμονικής του Βερολίνου διηύθυνε μεταξύ των μουσικών της ορχήστρας τον Μίστερ Μπιν στο κομμάτι του Παπαθανασίου «Δρόμοι της Φωτιάς – Chariots of Fire».
Και ναι μεν υπάρχουν τα στερεότυπα για τη συμπεριφορά διαφόρων λαών, που στην περίπτωση των Βρετανών περιλαμβάνεται το μαύρο χιούμορ, η σχέση τους όμως με το χιούμορ ξεπερνάει τα στερεότυπα, όπως έχει αναλυθεί πολύ ωραία από τον Τέρι Ιγκλετον στο βιβλίο του για το χιούμορ (εκδ. Πεδίο, 2021).
Υπάρχει όμως και το ζήτημα της υποχώρησης του χιούμορ και της σάτιρας γενικότερα λόγω της έξαρσης της ορθοπολιτικής επιταγής, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει και ο Τζον Κλιζ των Μόντι Πάυθον. Άραγε πηγαίνουμε από άλλο δρόμο προς μία κοινωνία που διακατέχεται από τρόμο για το χιούμορ, όπως η μεσαιωνική εκκλησία που περιγράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο «Όνομα του Ρόδου»;
Σε κάθε περίπτωση το ερμηνευτικό μας ταξίδι που μας ενέπνευσε ο «χρυσός εξερευνητής» μπορεί να πας πάει πολύ πιο πίσω στο χρόνο – στην εποχή των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Και ναι μεν μας λέει το γνωστό κινέζικο ρητό ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, αλλά αυτή η ιστορία λέγεται μόνο με λέξεις. Στο ίδιο εκείνο δυστοπικό σενάριο, μπορούμε να φανταστούμε ένα από εκείνα τα όντα που πάλευαν να στήσουν τους ολυμπιακούς κύκλους, αθέατο μέσα στο σκοτάδι να ανακαλύπτει ένα βιβλίο και να αρχίζει να το διαβάζει. Αν τον είχαν πάρει είδηση θα έβλεπαν ότι πρόκειται για την Ουρανία, το όγδοο βιβλίο των Περσικών Πολέμων του Ηροδότου του Αλικαρνασέως, όπου στο κεφάλαιο 26 αυτός ο πρώτος ιστορικός μας δίνει μια ιστορία που συνέβη μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, που σχετίζεται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ηταν λοιπόν κάποιοι αυτόμολοι από την Αρκαδία, που, έχοντας ανάγκη πόρων, πήγαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Πέρσες. Έτσι οδηγήθηκαν στον βασιλιά Ξέρξη και οι Πέρσες άρχισαν να τους ρωτάνε διάφορα για τις ασχολίες των Ελλήνων. Καθώς οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρέπει να είχαν διεξαχθεί λίγο νωρίτερα, οι Αρκάδες τους έλεγαν πως οι Έλληνες γιορτάζουν την Ολυμπιάδα και παρακολουθούν γυμνικούς και ιππικούς αγώνες. Και όταν ρωτήθηκαν πιο έπαθλο είχαν αθλοθετήσει, για την κατάκτηση του οποίου αγωνίζονταν, οι Αρκάδες μίλησαν για το στεφάνι ελιάς που δινόταν στον νικητή. Τότε ο Τριτανταίχμης, ο γιός του Αρτάβανου, όπως γράφει ο Ηρόδοτος, «διατύπωσε μία εξαιρετικής αλήθειας γνώμη, που γι’ αυτήν κατηγορήθηκε από τον βασιλιά (Ξέρξη) ως δειλός. Μαθαίνοντας δηλαδή πως το έπαθλο δεν το αποτελούσαν χρήματα παρά ένα στεφάνι, δεν το ανεχόταν να μένει άλλο σιωπηλός και είπε τα παρακάτω: Πω πω εναντίον ποίων ανθρώπων μας οδήγησε να πολεμήσουμε Μαρδόνιε (απευθύνεται στον στρατηγό γιατί δεν θα μπορούσε να αντιμιλήσει στον Ξέρξη) που δεν αγωνίζονται για χρήματα αλλά για την αρετή!»
Εν τω μεταξύ η τελετή έχει προχωρήσει και εκεί που παίζουν το αμερικανικό εθνικό ύμνο, παρατηρεί ο δικός μας εκφωνητής «να που ακούμε τον αμερικανικό εθνικό ύμνο με ηλεκτρική κιθάρα». Μόνο που έτσι μας βάζει να συνεχίσουμε το ταξίδι στον χρόνο και να πάμε στο περίφημο φεστιβάλ του Γούντστοκ, που άλλωστε στις 15 Αυγούστου έχει τα 55α γενέθλιά του. Εκεί λοιπόν, ο Τζίμι Χέντριξ έπαιξε τον αμερικανικό Εθνικό Ύμνο με την ηλεκτρική του κιθάρα και η σκηνή αποτυπώθηκε και στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία.
Τέλος, κλείνοντας αυτό το οδοιπορικό δικής μου αποδομητικής ανάγνωσης της τελετής λήξης α λα γαλλικά, δεν μπορώ παρά να σταθώ σε μία εντελώς απρόσμενη υπέρβαση των στερεοτύπων, που έκαναν οι Γάλλοι (ξέρετε, που δεν μαθαίνουν άλλες γλώσσες και τα θέλουν όλα γαλλικά). Λοιπόν, η τελετή έκλεισε με το «My Way», που, όπως αναφέραμε και πριν, έγινε διάσημο σε όλον τον κόσμο από τον Φρανκ Σινάτρα το 1969. Και όμως, αυτό το τραγούδι δεν είναι δικό του, ούτε καν αμερικανικό. Το τραγούδησε για πρώτη φορά ένας γάλλος τραγουδιστής, ο Κλοντ Φρανσουά (Claude Francois – Comme D’Habitude) σε σύνθεση Ζακ Ρεβό και στίχους των Ζιλ Τιμπό και Κλοντ Φρανσουά το 1967.
Ο Πολ Ανκα άκουσε το τραγούδι όταν έκανε διακοπές στη Γαλλία και πήγε αμέσως να αγοράσει τα δικαιώματα. Έτσι έγραψε αυτός τους στίχους στα αγγλικά και το έδωσε στον Φρανκ Σινάτρα που το έκανε μεγάλη επιτυχία.
Να λοιπόν που δεν είναι πάντα αυτό που νομίζετε. Όπως θα μας έλεγε και ο Ντεριντά η πραγματικότητα δεν είναι μία οργανωμένη ενότητα με μονοδιάστατα καθορισμένο μήνυμα. Αντίθετα είναι μια ρευστή κατασκευή που επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και ερμηνείες, όπως το «My Way» που είναι γαλλικό, έγινε αμερικανικό και παίχτηκε στο Παρίσι στους γαλλικούς Ολυμπιακούς Αγώνες στα αγγλικά. Ως τι άραγε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News