518
| CreativeProtagon

Μούφα το «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει»;

Μούφα το «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει»;

Το δυστοπικό ελληνικό καλοκαίρι του Κώστα Γιαννακίδη με φρίκαρε. Oταν το διάβασα ένιωσα χειρότερα και από τότε που, μαθητής Δημοτικού, είχα πάει με τη μάνα μου στο σινεμά της επαρχιακής μου γενέτειρας για να δούμε κάποιον από τους αμέτρητους κινηματογραφικούς Μωυσήδες. Για κάποιον άγνωστο λόγο εκείνο το σημαδιακό βράδυ μέσα στην σκοτεινή αίθουσα οι παιδικές μου ευαισθησίες βρέθηκαν εξαιρετικά ευάλωτες απέναντι στην κλιμακούμενη φρίκη των δέκα πληγών του Φαραώ που, δοσμένες από τον σκηνοθέτη με τρομακτικό ρεαλισμό, σημάδεψαν για πάντα την ψυχοσύνθεση μου.

Εκτοτε και ως σήμερα αυτή η κατακλυσμιαία έλευση απανωτών και ολοένα χειρότερων «πληγών», που το τελικό τους άθροισμα αφήνει πίσω του ένα τοπίο απόλυτης φρίκης και απανθρωπιάς, αποτέλεσε τη σκιαγράφηση της Κόλασης στο μυαλό μου. Εκατομμύρια βατράχια που προστίθενται σε ποτάμια που γεμίζουν αίμα, σύννεφα από σκνίπες και μύγες που κάνουν τα ζώα να ψοφούν και τα ανθρώπινα κορμιά να γεμίζουν πυορροούσες πληγές, βιβλικά χαλάζια και φλογοβόλοι κεραυνοί που πίσω τους σέρνουν δισεκατομμύρια αδηφάγες ακρίδες, τριήμερα με πίσσα σκοτάδι και όταν τελικά προβάλλει ένας ασθενικός ήλιος αποκαλύπτει τα σφαγμένα πρωτότοκα αθώα αγοράκια. Ιδού η Κόλασή μου.

Και ξάφνου προχθές, Ιούνη μήνα, με τα εισιτήρια των διακοπών μου στα χέρια και μακριά από κάθε υποψία Κόλασης, πέφτει το μάτι μου στο καλοκαίρι του Γιαννακίδη. Ετοιμάστηκα να διαβάσω κάτι που έφερνε σε ελληνικό νησί του Ελύτη, σε λευκά σπίτια με μπλε παράθυρα, σε πανσέληνους και φιλιά γεμάτα αλμύρα σε κάποια παραλία γεμάτη αφρόσκονες που φτιάχνει το μελτέμι, αλλά βρέθηκα μπροστά σε μια άλλη εκδοχή των πληγών του Φαραώ, την ελληνική και καλοκαιρινή. Τελειώνοντας το κείμενο, ένιωθα ήδη κλιμακούμενες κατάρες να με χτυπάνε κατακέφαλα, να με αποτελειώνουν.

Καύσωνες που μετατρέπουν το τσιμέντο σε καμίνι, γιασεμιά που δεν μυρίζουν γιατί τα σκεπάζει η οσμή ούρων, ήλιος φονιάς που φέρνει καρκίνους και εγκαύματα, ληστές ακτοπλόους και κατσαπλιάδες εστιάτορες, κοπέλες που δεν πεταρίζει το μάτι τους αλλά βρωμάει η μασχάλη τους, μύγες και κουνούπια που κουβαλούν εξαφανισμένους από πεντηκονταετίες δάγκειους πυρετούς, καρπούζια ορμονιασμένα, παγωτά γεμάτα χημικά, χωριάτικες σαλάτες με φέτα στην αξία του λευκόχρυσου. Για να καταλήξει όλη αυτή η δυστοπική ακολουθία στη δική μου προσωπική καλοκαιρινή εικόνα. Είμαι ένας παντέρημος μοναχικός που επιβιώνω μέσα σε κάποιο κλιματιζόμενο τσιμεντένιο κουτί, ενώ κοιτάζω απελπισμένος από το παράθυρο τη φρικαλέα σεληνιακή Σαχάρα που με περιβάλλει.

Στον Μεσαίωνα, που οι άνθρωποι ήταν αναλφάβητοι, η Κόλαση ζωγραφιζόταν στους τρούλους και στους τοίχους των εκκλησιών για να την παρατηρούν οι έντρομοι πιστοί και να ξέρουν τι τους περιμένει αν αμαρτήσουν. Αν ο Κώστας Γιαννακίδης ήταν μεσαιωνικός αγιογράφος και αναλάμβανε να ζωγραφίσει το ελληνικό του καλοκαίρι στην εκκλησία του χωριού μου, θα γινόμουν κατευθείαν οπαδός του χειμώνα. Τέτοιο φόβο θα μου είχαν εμπνεύσει οι γεμάτες γλαφυρότητα και εσωτερική μανία παραστάσεις του.

Και αν το ανέλυα λίγο περισσότερο, θα έβγαζα το συμπέρασμα ότι αυτό (το διάσημο και αδιαπραγμάτευτο) των βορείων «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει», είναι τελικά μια μούφα. Δεν ξέρω πώς περνούσαν εκεί στις Καβουρότρυπες τα παιδικά τους καλοκαίρια, πάντως εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως η Χαλκιδική φτιάχνει τύπους που σαν μεγαλώσουν και τους καταλάβει η κατάθλιψη της ωριμότητας σιχαίνονται τους Ιούληδες και τους Αύγουστους χειρότερα και από τις αμαρτίες τους. Δεν το λες και επιτυχία της (της Χαλκιδικής)…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...