Ο παλιός μου φίλος από την ιδιαίτερη πατρίδα μου με πήρε τηλέφωνο την Κυριακή. «Ανέβα βρε να κάνουμε Χριστούγεννα. Τι κάνεις εκεί στην Αθήνα; Έλα να κάνουμε γιορτές.» Ένιωσα λίγο ηλίθιος, διότι μάλλον δεν καταλάβαινα κάτι που γι΄ αυτόν ήταν προφανές. «Τι εννοείς να κάνουμε Χριστούγεννα;» ρώτησα, «αφού παντού κλειστά είναι. Κι εκεί κι εδώ. Τι διαφορά έχει;» Αντέδρασε όπως υποψιάζεστε. «Ε, κι εδώ δεν θα κάνουμε τίποτα έξαλλο. Καμιά δεκαπενταριά θα μαζευτούμε να φάμε την παραμονή. Οι στενοί συγγενείς. Έλα, άντε!».
Aρχισα να υψώνω τον τόνο της φωνής μου. «Είσαστε με τα καλά σας μωρέ; Δεκαπέντε άτομα; Θα με τρελάνετε; Δεν βλέπετε τι γίνεται;» Η άλλη πλευρά του σύρματος παρέμεινε ατάραχη. «Ε, καλά, μπορεί να είμαστε και λιγότεροι. Αν δεν έρθετε εσείς οι Αθηναίοι, μπορεί να καταλήξουμε μόνο δώδεκα». Ενας καγχασμός ανέβηκε ως την άκρη της γλώσσας μου. «Κι αν έρθουμε δηλαδή εμείς οι Αθηναίοι, πόσοι θα μαζευτούμε;» Η αταραξία δεν κάμφθηκε από την αδιόρατη ειρωνεία. «Ε, το πολύ δεκαεπτά. Τι δεκαπέντε, τι δεκαεπτά;»
Η φωνή μου άρχισε σταδιακά να φέρνει προς ουρλιαχτό. «Δεκαεπτά άτομα; Ακούς τι λες μωρέ;» Πλην ο συνομιλητής μου δεν έδειξε να χαμπαριάζει. «Μην φωνάζεις. Σα να μου φαίνεται ότι έχουν γίνει τσατάλια τα νεύρα σας εκεί στην Αθήνα». Όπα, σκέφτηκα, τώρα θα με βγάλει και τρελό. «Ρε σεις, δεν ακούσατε ότι το πολύ εννιά άτομα επιτρέπεται να κάτσουν στο τραπέζι; Εννιά, όχι δεκαεπτά». Ο αντίλογος ήρθε αστραπιαία. «Είπαν δυο οικογένειες. Ε, κι εμείς δυο οικογένειες θα ‘μαστε. Και ούτε καν δυο, μιάμιση στην πραγματικότητα. Τι φταίμε εμείς που είμαστε μεγάλη οικογένεια;»
Eνιωσα να σαλτάρω. Έβλεπα ήδη το ευρύτερο σόι μου να γεμίζει ΜΑΦ και ΜΕΘ. «Δεν έχει σημασία ο αριθμός των οικογενειών ΡΕΩΕΓΙΟρε, ο αριθμός των ανθρώπων που θα συγχρωτιστούν έχει. Άμα κάτσετε δεκαεπτά νοματαίοι γύρω από ένα τραπέζι, είναι σα να μαζεύεστε εκατό αφού ο καθένας θα ‘χει έρθει σε επαφή με πεντέξι άλλα άτομα». Νόμισα ότι με το αριθμητικό αυτό δεδομένο θα τον κλονίσω, όμως έπεσα έξω. «Σιγά μην έχουν έρθει όλοι σε επαφή με πεντέξι άτομα. Γέροι και γριές είναι οι μισοί, κανέναν δεν συναναστρέφονται». Εβαλα τα γέλια, από τα νεύρα μου. «Οπότε είναι ευκαιρία να συναναστραφούν, έτσι; Να χαιρετηθούν, να φιληθούν».
Η απέναντι αταραξία άρχισε να αντικαθίσταται μ’ ένα είδος αδημονίας. Σαν ο φίλος μου να μιλούσε σε κάποιον βλακέντιο που δεν έπαιρνε από λογικές κουβέντες. «Ρε Μήτσο, μην μας προβοκάρεις κιόλας. Ούτε χαιρετιόμαστε, ούτε φιλιόμαστε. Κρατάμε τις προφυλάξεις σου λέω». Ενιωσα χαζός. «Με δεκαεπτά άτομα στο τραπέζι, κρατάτε τις προφυλάξεις; Πόσα θες να με τρελάνεις;» Πλήρης ασυνεννοησία, ανάμεσα σε δυο άτομα που κάποτε μιλούσαν μόνο με τα μάτια. «Ε, καλά, κάτσε εκεί στην Αθήνα κι αντί για γουρουνόπουλο φάε ψυχοφάρμακα για την κατάθλιψη. Τι να σου πω».
«Ναι, αυτό θα κάνω», απάντησα αποφασιστικά. Η άλλη άκρη της γραμμής ξεφύσησε δύσθυμα. «Τι να σου πω. Μου φαίνεται ότι εκεί στην πρωτεύουσα έχετε γίνει υποχόνδριοι. Τέλος πάντων, κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Πάντως εγώ στο λέω. Και την τελευταία στιγμή να το αποφασίσεις, εμείς εδώ θα είμαστε. Χαρά μας θα ΄ναι να σε δούμε. Και στο λέω για πολλοστή φορά. Δεν υπάρχει κίνδυνος. Προσέχουμε»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News