Μόλις ο Economist ανακήρυξε την Ελλάδα «χώρα της χρονιάς», άρχισε η εγχώρια πλάκα. «Χθες το πρωί, στην χώρα της χρονιάς, μια διμοιρία των ΜΑΤ έβγαλε με το ζόρι από το σπίτι της μια οικογένεια που αποτελείται από ΑΜΕΑ μητέρα και ΑΜΕΑ γιο», άκουσα σε ραδιόφωνο. «Στη χώρα της χρονιάς έκανα μιάμιση ώρα να κατέβω τον Κηφισό, από τον Άγιο Στέφανο μέχρι Πειραιά», είδα σε ανάρτηση. «Δεν κάνουν μια βόλτα στα σούπερ μάρκετ για να δούνε τις τιμές, αντί να μας λένε αρλούμπες ότι είμαστε η χώρα της χρονιάς», άκουσα σε τηλεοπτικό πάνελ.
Οι δημόσιοι σχολιασμοί, οι αναρτήσεις στα social και ο χλευασμός σε κάθε ατομική συζήτηση επί του ζητήματος είναι τόσο εκρηκτικοί, που μια βεβαιότητα καρφώθηκε στο μυαλό μου. Αν ο Economist μας ανακήρυσσε την χειρότερη χώρα του κόσμου, τότε θα πλέαμε όλοι μαζί σε πελάγη ευτυχίας. Κι ακόμα, αν υπήρχε κάποιος έξυπνος που σήμερα θα έκανε διαδικτυακό κάλεσμα στο Σύνταγμα ενάντια στην αξιολόγηση του Economist, θα μάζευε άνετα καμιά εκατοστή χιλιάδες αγανακτισμένους που θα φώναζαν ρυθμικά «δεν είμαστε οι καλύτεροι – δεν είμαστε οι καλύτεροι».
Βεβαίως, ο Economist έχει εξηγήσει ότι δεν ονομάζει «χώρα της χρονιάς» την καλύτερη χώρα που υπάρχει στην υφήλιο, ούτε αυτή με τα λιγότερα προβλήματα. Ανακηρύσσει αυτή που έχει κάνει τα πιο πολλά βήματα προς την αλματώδη βελτίωσή της. Εμείς όμως, αδιαφορώντας για τον τρόπο που γίνονται οι αξιολογήσεις που μας αφορούν, ένα πράγμα ξέρουμε. Μισούμε να είμαστε επιτυχημένοι. Απεχθανόμαστε να ξεχωρίζουμε για κάτι καλό. Σιχαινόμαστε τον καλό λόγο που μας αφορά.
Ξεσπάμε εναντίον κάθε συλλογικής μας διάκρισης σαν να μας έχουν προσβάλει με τον χειρότερο τρόπο, σαν να μας έχουν φτύσει κατάμουτρα. Λες και επιζητούμε την διεθνή μας ανυποληψία, λες και μας πιάνει ίλιγγος αν παρ’ ελπίδα βρεθούμε στα υψηλά πατώματα μιας οποιασδήποτε παγκόσμιας κατάταξης. Σαν να νιώθουμε άνετα μόνο στον πάτο της πυραμίδας με όλους τους υπόλοιπους πάνω μας. Συμπεριφερόμαστε σαν να βρίσκουμε τον εαυτό μας μόνο μέσα στην παγκόσμια χλεύη. Ποια συλλογική εθνική αναπηρία μας κατατρύχει και παρακαλούμε να είμαστε μονίμως οι έσχατοι, οι δακτυλοδεικτούμενοι;
Φοβόμαστε μήπως ξεφύγουμε από τα εσωτερικά εθνικά μας σύνορα, όπως τα περιέγραψε σε δύσκολους και ιστορικά δυστοπικούς καιρούς ο εθνικός μας ποιητής; Μας αρέσει πολύ το «δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε, πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε», σωστά; Τι θέλουμε τώρα να αλλάζουμε θέσεις στις παγκόσμιες ή τις ευρωπαϊκές κατατάξεις; Μια χαρά ήταν όταν ήμασταν ο αιωνίως φτωχός, αδικημένος, κυνηγημένος, προδομένος, αδικαίωτος λαός. Τι τις θέλουμε τώρα τις πρωτιές και τις διακρίσεις; Να λείπουν…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News