Μήπως χρειαζόμαστε δύο κυβερνήσεις;
Μήπως χρειαζόμαστε δύο κυβερνήσεις;
Τις επόμενες ημέρες, οι χιλιάδες που θα κινούνται στον Ε-65 κατευθυνόμενοι προς «το χωριό» για να γιορτάσουν το Πάσχα θα βλέπουν τις πινακίδες που δηλώνουν ότι ο νέος αυτός αυτοκινητόδρομος χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι ένα από τα πρώτα έργα που εντάχθηκαν σε αυτό. Και ευτυχώς, γιατί ο Ε-65 είναι ένας σύγχρονος αυτοκινητόδρομος με παλιά ιστορία. Σχεδιάστηκε τη δεκαετία του ’90, δημοπρατήθηκε το 2007, ξεκίνησε το 2008, διεκόπη το 2011, ξαναξεκίνησε το 2013, ξαναπάγωσε, και τελικά χρηματοδοτείται τώρα από τους πόρους που προορίζονται για την «επόμενη μέρα» της χώρας. Ενα έργο 30ετίας, που ταλαιπωρήθηκε από κυβερνητικές αλλαγές, γραφειοκρατία, οικονομική κρίση και ασυνέχεια.
Ο Ε-65 δεν έγινε ανέκδοτο όπως το Μετρό της Θεσσαλονίκης. Ποτέ δεν υπολογίσαμε τους νεκρούς και τους πολυτραυματίες από τα τροχαία δυστυχήματα στο παλαιό και καθόλου ασφαλές οδικό δίκτυο, ως συνέπεια της καθυστέρησης στην (ακόμη όχι πλήρη) λειτουργία του, όπως από την τραγωδία των Τεμπών και μετά μετράμε τα θύματα από τη μη υλοποίηση των έργων (αξίας δισ. ευρώ) στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Ολοι, όμως, αναγνωρίζουμε ότι αυτή είναι η εικόνα του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στην Ελλάδα…
Τα περίπου 31 δισ. ευρώ από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (και τα συνολικά 57 δισ. που «έταξε» το περίφημο «Ελλάδα 2.0») χαιρετίστηκαν στην αρχή ως μια ιστορική ευκαιρία. Ωστόσο, αντί για ολιστικό σχεδιασμό με ορίζοντα 20ετίας, βλέπουμε κατακερματισμένες δράσεις και έργα που εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμες ανάγκες ή απλώς απορροφούν κονδύλια. Φαίνεται ότι χάνουμε μια ακόμη ευκαιρία για τη χώρα, που πάντα τρέχει πίσω από τις εξελίξεις.
Η Ελλάδα βρίσκεται και σήμερα αντιμέτωπη με δομικά προβλήματα σε όλους τους τομείς που καθορίζουν το βιωτικό επίπεδο του λαού της: οικονομία, παραγωγή, παιδεία, υγεία, υποδομές και, βέβαια, στα εθνικά θέματα. Και ενώ στα λόγια υπάρχει καθολική σχεδόν συναίνεση για την αναγκαιότητα μεγάλων τομών («μεταρρυθμίσεων»), οι κυβερνώντες εγκλωβίζονται στη διαχείριση της καθημερινότητας και στην επικοινωνιακή πολιτική. Η νυν, μάλιστα, μπορεί να παραδώσει και ένα masterclass στο θέμα.
«Τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο από το να κάνεις αποτελεσματικά κάτι που δεν θα έπρεπε καν να γίνει» έλεγε τον περασμένο αιώνα ο Πίτερ Ντράκερ, ένας αυθεντικός master του management. Και αυτό συμβαίνει συχνά εδώ – τα «επείγοντα» εκτοπίζουν τα σημαντικά.
Τι κάνουμε;
Μήπως να έχουμε δύο διακριτές κυβερνητικές λειτουργίες; Μία για την καθημερινότητα και μία για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό; Μία για να «βγαίνει» στα μπαλκόνια και τα τηλεοπτικά παράθυρα και άλλη μία, που θα εργάζεται αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά για τα σπουδαία; Θα ήταν μια κάποια λύση, αλλά πρώτα πρέπει να συμφωνήσουμε ποια είναι τα «σπουδαία». Και άντε, πείτε ότι το πετύχαμε αυτό, ποιος (κυβερνήτης μας) δέχθηκε ποτέ να μοιράζεται την εξουσία (και τα κονδύλιά της);
Αντιθέτως, άλλες χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοιες προκλήσεις βρήκαν απαντήσεις:
- Η Ιρλανδία, με το National Economic and Social Council, πέτυχε τη συστηματική συνεργασία πολιτικών, ακαδημαϊκών και κοινωνικών εταίρων και συνέβαλε καθοριστικά στη μεταμόρφωση της οικονομίας της από τη δεκαετία του ’80. Οι «Εθνικές Συμφωνίες» που προώθησε αποδείχθηκαν καταλυτικές για τη δημιουργία του «Κέλτικου Τίγρη».
- Η Σουηδία, με το Fiscal Policy Council, διασφαλίζει τη δημοσιονομική πειθαρχία πέρα από τις εκλογικές περιόδους, με απτά αποτελέσματα στη διατήρηση ενός από τους χαμηλότερους δείκτες χρέους στην ΕΕ.
- Η Φινλανδία, με το Committee for the Future, διαμόρφωσε στρατηγικές δεκαετιών σε κρίσιμους τομείς, όπως η ψηφιακή οικονομία και η εκπαίδευση – και έγινε σε αυτούς σημείο αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.
- Ακόμη και η Πορτογαλία, που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού σχεδόν ταυτόχρονα με εμάς, «έφτιαξε» το Portugal 2030, με το οποίο βελτίωσε την απορρόφηση και αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω ενός πλαισίου που υπερβαίνει τις κυβερνητικές αλλαγές.
Πρόκειται για θεσμούς που προσφέρουν συνέχεια και συνέπεια στις δημόσιες πολιτικές, με χαμηλό κόστος και υψηλή αποτελεσματικότητα.
Στη χώρα μας θα μπορούσαμε, θεωρητικά, να αναβαθμίσουμε υφιστάμενα όργανα, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ή να δημιουργήσουμε νέα με διαφοροποιημένη σύνθεση και θητεία – όχι ως ακόμη ένα γραφειοκρατικό επίπεδο, αλλά ως θεσμικό αντίβαρο στον βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό. Πώς, όμως, θα γίνει αυτό όταν οι κυβερνώντες μας δεν «αντέχουν» ούτε καν τις Ανεξάρτητες Αρχές;
Τα ευρωπαϊκά κονδύλια (που μαζί με το ΕΣΠΑ θα μπορούσαν να φτάσουν και τα 72 δισ. ευρώ έως το 2027) θα ήταν ιδανική ευκαιρία για μια τέτοια πρωτοβουλία. Αντί να διαχειριστούμε τα δισεκατομμύρια με τη λογική της απορρόφησης και της επιμέρους στόχευσης (επιδόματα), θα μπορούσαμε να τα είχαμε αξιοποιήσει ως καταλύτη για ένα νέο μοντέλο στρατηγικού σχεδιασμού, που θα συνεχίσει να λειτουργεί και μετά την εξάντληση των πόρων. Η οποία δεν είναι μακριά.
Ιδέες, πρότυπα, παραδείγματα υπάρχουν. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η βούληση του πολιτικού συστήματος να υπερβούμε τη λογική του μικροκομματικού ανταγωνισμού προς όφελος ενός εθνικού σχεδιασμού και με στόχο την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων. Κάπως έτσι, συνεχίζουμε με αποσπασματικές «λύσεις» που, μοιραία, ακυρώνονται στις επόμενες (ή μεθεπόμενες) εκλογές…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Μήπως χρειαζόμαστε δύο κυβερνήσεις;
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.