Δεν ξέρω αν στην αρχή της χιλιετίας καλώς έπραξε η ΕΕ που πείστηκε από τις προσπάθειες της Αθήνας (Σημίτης-Κρανιδιώτης) να μη συνδεθεί η ένταξη της Κύπρου με λύση του Κυπριακού, και που ταυτόχρονα δεν ενέδωσε σε πιέσεις της Τουρκίας αλλά και εταίρων της (κυρίως των Βρετανών) να μη γίνει μέλος η Κύπρος μέχρι να λυθεί το πρόβλημά της.
Πέρασαν τόσα χρόνια. Εγιναν τόσες προσπάθειες, υποδεέστερες από την τελική έκβασή τους, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Πιστεύω ακράδαντα πλέον, και εκ του αποτελέσματος βεβαίως, ότι αν στην περίφημη Σύνοδο της Κοπεγχάγης, το 2002, η ένταξή της Κύπρου έμπαινε στον πάγο, το νησί θα ήταν σήμερα ενωμένο.
Οι εταίροι, παρ’ όλο που ήξεραν και συμφωνούσαν όλοι ότι «είναι πολύ δύσκολο να υιοθετήσουμε ένα πρόβλημα» (έτσι μας έλεγαν για το Κυπριακό όποτε μιλούσαμε μαζί τους στις Βρυξέλλες), δεν έθεσαν ποτέ ως προϋπόθεση για την ένταξή τη λύση. «Σας υποδεχόμαστε με χαρά και καθαρή συνείδηση στην οικογένεια, με την πεποίθηση ότι (with the understanding that…) θα τα βρείτε με την άλλη πλευρά και η Κύπρος θα είναι ενωμένη και ευρωπαϊκή σε όλη της την επικράτεια».
Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, έρχεται μια φωνή από την εκτός ΕΕ Βρετανία, που λέει ότι εκείνη η προσέγγιση ήταν λανθασμένη. Σε άρθρο του στο Politico, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Τζακ Στρο λέει ευθέως ότι «δεν έπρεπε ποτέ να αφήναμε την Κύπρο να μπει στην ΕΕ, παρά μόνο όταν θα λυνόταν το Κυπριακό οπότε και θα εντασσόταν ολόκληρη».
Και τώρα πλέον, μετά από πολλά ναυάγια και αδράνειες, ο Στρο θεωρεί πως το μόνο που μπορεί να κάνει η Βρετανία (μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις) προκειμένου να σπάσει το αδιέξοδο, είναι να βάλει, λέει, στο τραπέζι τη λύση των δύο ξεχωριστών κρατών. Κάτι που αρέσει πολύ στον Ερντογάν και στον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, Τατάρ, και είναι πάγια θέση τους. Τώρα πια έχουν αρκετά και στιβαρά επιχειρήματα για να το διεκδικήσουν.
Η Λευκωσία, μετά από μια ακόμη χαμένη πενταετία, αυτή του Αναστασιάδη, μετά την προηγούμενη μεγάλη προσπάθειας που ναυάγησε στο ορεινό ελβετικό θέρετρο του Κραν Μοντανά, προσπαθεί τώρα, με τον διάδοχό του Νίκο Χριστοδουλίδη (που ήταν από κοντά τότε, αρχικά ως κυβερνητικός εκπρόσωπος, εν συνεχεία ως υπουργός Εξωτερικών), να ανοίξει και πάλι ένα παράθυρο επανέναρξης της διαδικασίας, με περισσότερη ευρωπαϊκή εμπλοκή, αλλά και πάντοτε μέσα στα πλαίσια της γραμμής ΟΗΕ για διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία.
Wishful thinking, θα του πει ο φλεγματικός άγγλος πρώην υπουργός του Μπλερ. Ευσεβείς πόθοι, διότι επί του παρόντος τουλάχιστον δεν υπάρχει κάτι στέρεο επάνω στο οποίο μπορεί να πιαστεί η Λευκωσία. Που κατά καιρούς, συνήθως μετά από δύο συνεχόμενες προεδρικές θητείες, θυμάται το πρόβλημά της και προσπαθεί, όπως να ‘ναι και με ό,τι να ‘ναι, να φτιάξει ένα νέο αφήγημα.
Στη γλώσσα της αγοράς αυτό δύσκολα πουλάει πια. Κάποιοι έχουν κουραστεί να μπαίνουν συνεχώς σε mode λύσης και κάποιοι δεν την θέλουν καν. Τους αναπαύει η ιδέα ότι «εμείς είμαστε πια πλήρες μέλος της ΕΕ, μια χαρά οικονομία έχουμε, τα πάμε καλά και με τους Ρώσους, ας μείνουμε όπως είμαστε, αρκεί να μείνουν και από κει (δηλαδή στα Κατεχόμενα) τα πράγματα ως έχουν»
Θαυμάσια! Best case σενάριο για τους απολύτως διαβρωμένους του συστήματος, το οποίο όμως και σε μεγάλο βαθμό υπηρετούν και ελέγχουν.
Ο Τζακ Στρο, λοιπόν, βάζει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Ανασύρει πρόσφατη είδηση στα ξένα ΜΜΕ, ότι δύο σπιταρώνες σε ακριβό προάστιο κοντά στη Μόσχα αγοράστηκαν για τις κόρες του Πούτιν μέσω μιας κυπριακής εταιρείας με το όνομα Ermira, που τυπικά ανήκει σε ρώσο δικηγόρο, αλλά στην πραγματικότητα είναι του ρώσου προέδρου.
Με αυτή την αναφορά, ο Στρο αναδεικνύει τη σχέση της Ρωσίας με «την Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία της Κύπρου», όπως την ονομάζει! Μιλάει για ακαθόριστα ρωσικά κεφάλαια που έχουν επενδυθεί σε κρυφές offshore εταιρείες στο νησί για να αποφεύγουν φόρους, και που εν συνεχεία επανεπενδύονται είτε στην Ρωσία είτε και στην ΕΕ, εάν οι «εξαγωγείς» είναι από τους περίπου 6.000 τυχερούς που αγόρασαν κυπριακά διαβατήρια και πλέον λογίζονται ευρωπαίοι πολίτες.
Το τεράστιο αυτό σκάνδαλο, που ξέσπασε επί της προηγούμενης κυβέρνησης έπειτα από σοβαρή, διεθνή δημοσιογραφική έρευνα, έχει λεκιάσει το πρόσωπο της Κύπρου στο εξωτερικό. Πολλοί παλιοί φίλοι της στην ΕΕ, δεν είναι πια. Για αυτό και ο Χριστοδουλίδης πρέπει να υπερβεί τον εαυτό του για να πείσει τους εταίρους ότι αυτή η προσπάθεια της Λευκωσίας για επανέναρξη της διαδικασίας είναι σοβαρή.
Θα δυσκολευτεί πολύ. Διότι, μεταξύ άλλων, πίσω στην πατρίδα κάποια από τα κόμματα που τον στηρίζουν και τον ψήφισαν στην προεδρία δεν είναι και τα πιο ενθουσιώδη για μια λύση στο κλασικό πλαίσιο της Δικοινοτικής, Διζωνικής Ομοσπονδίας. Μερικά, θα έλεγα κιόλας ότι η μόνη λύση που θα δέχονταν θα ήταν η επιστροφή στην προ του 1974 Κύπρο!
Το κεντρώο, με μακαριακές ρίζες, Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) είναι και δεν είναι. Η σοσιαλιστική ΕΔΕΚ, του αείμνηστοι Βάσου Λυσσαρίδη, είναι αλλού γι’ αλλού σήμερα. Κάποιες σκόρπιες δυνάμεις που αποκόπηκαν από τον δεξιό Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ), στον οποίο ανήκε και ο Χριστοδουλίδης, και που είναι προσκολλημένες κυρίως σε επιχειρηματικούς παράγοντες, είναι «αφήστε το και βλέπουμε» (σίγουρα δεν καίγονται για λύση, και μότο τους είναι «εμείς από δω, εκείνοι από κει»). Τέλος, το ΕΛΑΜ (Ελληνικό Λαϊκό Μέτωπο), ξαδερφάκι της Χρυσής Αυγής, καθαρόαιμο ακροδεξιό, ρατσιστικό και ξενοφοβικό, πήρε στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές για τον δικό του υποψήφιο στον α’ γύρο ένα ξεγυριστό 6,5%, που ήταν ακριβώς όσο έλειπε του Χριστοδουλίδη για να βγει πρόεδρος πανηγυρικά στον β’ γύρο.
Με την κακιά πάσα, λοιπόν, του Τζακ Στρο για λύση δύο ξεχωριστών κρατών, ας πάμε τώρα πίσω στα παλιά για να δούμε αν και πώς θα μπορέσουμε να πάμε μπρος στα… καινούργια, και δίχως το αθάνατο «διαίρει και βασίλευε» της έστω και παρακμάζουσας σήμερα πρώην αυτοκρατορίας.
Και, βεβαίως, λαμβάνοντας υπ’ όψη και ότι ο πρώην υπουργός του Μπλερ δεν είναι καμιά σπουδαία προσωπικότητα ως statesman. Επίσης, ότι ο τωρινός ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ, Ρίσι Σούνακ, κατάγεται από μια χώρα (Ινδία) που βίωσε πικρά το «διαίρει και βασίλευε», και τώρα ηγείται μιας άλλης, που ίσως να έχει αρχίσει να καταλαβαίνει την ανοησία που έκανε να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκεί που η Λευκωσία στηρίζει ίσως τις τελευταίες της ελπίδες για να μη χαθεί για πάντα το όνειρο μια ενωμένης Κύπρου.
Οι αποφάσεις της Συνόδου της Κοπεγχάγης για τη διεύρυνση της ΕΕ και με την Κύπρο (δίχως τον όρο να λυθεί πρώτα το Κυπριακό), όπως και η τελετή της υπογραφής της Πράξης Προσχώρησης, που έγινε στη Στοά του Αττάλου στις 16 Απρίλιου 2003, κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας, «υπήρξαν κορυφαίες στιγμές της εθνικής μας στρατηγικής», έγραφε στο βιβλίο του «Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (σελ. 106-117, εκδ. Πόλις, 2005) ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κώστας Σημίτης.
«Εκείνο που έμοιαζε ακατόρθωτο, για το οποίο επί πολλά χρόνια υπήρχαν σε όλη την ΕΕ έντονες αντιρρήσεις και αμφιβολίες, γινόταν πια πραγματικότητα», προσέθετε. Η αποδέσμευση της ένταξης από τη λύση του πολιτικού προβλήματος επετεύχθη στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι. Εκεί, μέχρι την τελευταία στιγμή επικρατούσε σκεπτικισμός στη βρετανική πλευρά, θυμάται ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδος. Αλλά τελικά συνέβαλε και αυτή στο να ξεπεραστεί το πρόβλημα.
Η Κύπρος μπήκε επίσημα στην ΕΕ την 1η Μαΐου του 2004. Μόλις έξι μέρες πριν, στις 24 Απριλίου, η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριπτε τη λύση του Κυπριακού με βάση το Σχέδιο Ανάν με το συντριπτικό ποσοστό του 76%. Ενώ από την άλλη πλευρά, το 65% των Τουρκοκυπρίων ψήφιζε «Ναι» στο προτεινόμενο Σχέδιο. Πήγαν περίπατο οι ελπίδες εκείνων που επένδυσαν σε μια λογική λύση, ωθούμενη από το άνοιγμα ενός καινούργιου κόσμου στην Ευρώπη. Δεν ξέρω τι σκέψεις θα πέρασαν τότε από το μυαλό όλων εκείνων που έφτυσαν αίμα για να βάλουν την Κύπρο στην ΕΕ.
Ενας σπουδαίος βέλγος ευρωβουλευτής, ο Γκι Φερχόφσταντ, έλεγε τότε ότι «χάθηκε ακόμα μια ευκαιρία για το Κυπριακό, ίσως και για πάντα…»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News