Η «είδηση» της εκδημίας κάποιων ανθρώπων, που το στίγμα της προσωπικότητας και του έργου τους έχει ανεξίτηλα χαραχθεί εντός μας, φτάνει να μοιάζει κάποιες φορές σαν περιττή πληροφορία ή ακόμη και αξιοπερίεργο.
Είναι δυνατόν να έχει φύγει από δω τριγύρω ο Μίμης Πλέσσας; Ο ήχος, η αισθητική, οι ανοιχτοί ορίζοντες, η οπτική του για τη ζωή και η προς πάντες ευγένειά του είναι βέβαιο πως δεν θα τον ακολουθήσουν στο πέρασμά του απέναντι— εδώ θα μείνουν, όσο θα υπάρχει ελληνική γλώσσα και ελληνικός ήχος.
Παροιμιώδης επιμονή, πιανιστικό ταλέντο αλλά και τύχη έφεραν έναν υποψήφιο χημικό να εισάγει στη μετεμφυλιακή Ελλάδα καινά δαιμόνια ενός άλλου δυτικού ήχου, αυτού της τζαζ, την ώρα μάλιστα που αυτή εξελισσόταν. Και ο Μίμης Πλέσσας όχι μόνο τον έφερε στ’ αυτιά μας αλλά, ως δεινός μείκτης ετερογενών, κατάφερε να τον ενσωματώσει θαυμαστά στον ελληνικό τρόπο τραγουδοποιΐας. Οι ενορχηστρώσεις του, ακόμη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, μέχρι και σήμερα, στην εποχή του προκάτ ήχου, σα γάργαρο, διάφανο νεράκι ακούγονται και είναι αποτέλεσμα της συνύπαρξης σπουδαίων μουσικών και ερμηνευτών, που ο Μαέστρος συγκέντρωσε πλάι του.
Τα soundtracks που υπέγραψε, εφηρμοσμένη και με πίεση χρόνου τέχνη, αν τα απομονώσεις από τις εικόνες που έντυσαν, είναι υπόδειγμα μουσικού κοσμοπολιτισμού και οι όποιες υπόγειες στυλιστικές επιρροές ή ανάγκες της κάθε ταινίας άφηναν ανέγγιχτη την αισθητική μιας πρωτότυπης, ιδιοφυούς προσέγγισης.
Τι κι αν η καταβολή ήταν δυτικής προέλευσης, ο Μαέστρος συνομιλούσε και αφομοίωνε το διαφορετικό, το εδώδιμο, το ιθαγενές, γιατί γνώριζε και σεβόταν το ελληνικό σταυροδρόμι της συνάντησης των δυο κόσμων. Η συμβολή του Μίμη Πλέσσα στο δέντρο της εθνικής μας τραγουδοποιΐας εξάλλου αριθμεί αμέτρητα κλωνάρια και είναι σίγουρο πως θα «Βρέχει φωτιά στη στράτα» των ελληνικών γλεντιών για πάντα.
Έχοντας υπάρξει φανατικός ακροατής των ευρείας σάρωσης μουσικών εκπομπών του στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, όπου πραγματικά έδινε εναύσματα σκέψης και έρευνας για τους νεότερους, ας μου επιτραπεί η προσωπική μαρτυρία, γιατί δείχνει πολλά για τον άνδρα. Είχα την τύχη, 23χρονος θρασύς νεανίας, να τον συναντήσω για πρώτη φορά μαζί με τον συνοδοιπόρο μου συνομήλικο Γιώργο Ανδρέου σε ένα στούντιο κάπου στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου πυρετωδώς εργαζόταν. Διέκοψε γενναιόδωρα την εργασία του και για πάνω από μισή ώρα άκουγε με προσοχή τα πρωτόλεια που του είχαμε πάει. Αφού πατρικά εμψύχωσε δυο άγνωστά του παιδαρέλια, στην εξώθυρα, έβαλε την δια παντός βόμβα — ακόμη ευγνώμων, τον ακούω σαν τώρα:
-«Και μη ξεχνάτε πως εκεί έξω, έστω κι αν δε φαίνεται, υπάρχει αισθητική αστυνομία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News