Eχουμε συνηθίσει πια την καραντίνα, τα αντισηπτικά, τους περιορισμούς και τις ανακοινώσεις επιβολής ή παράτασης διάφορων μέτρων. Δύο φορές τον τελευταίο χρόνο αυτές οι τελευταίες δεν συμβάδιζαν με την πραγματικότητα. Η πρώτη ήταν όταν τα κρούσματα στην Θεσσαλονίκη αυξάνονταν, αλλά η πόλη δεν έμπαινε σε lockdown. Η δεύτερη είναι σήμερα, που η χώρα βρίσκεται ενάμιση μήνα σε καραντίνα χωρίς να έχει δει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αλλά ετοιμάζεται για μια (μικρή έστω) χαλάρωση λόγω Χριστουγέννων. Που, βέβαια, σηματοδοτείται από την επιστροφή στα κομμωτήρια.
Η ενσωμάτωση του click away στα ελληνικά δεδομένα με τόσο βίαιο τρόπο, πολύ πιθανό να αποδειχθεί την Δευτέρα ανεφάρμοστη. Όχι γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν την εξυπνάδα και τις τεχνικές υποδομές να το επιχειρήσουν –θα ήταν τουλάχιστον προσβλητικό να πιστέψει κανείς ότι η ελληνική αγορά σαστίζει μπροστά σε μια πρακτική που μετράει χρόνια σε χώρες του εξωτερικού.
Το πρόβλημα είμαστε εμείς, που δεν ξέρουμε τι σημαίνει ραντεβού με το κατάστημα, δεν έχουμε την υπομονή να σταθούμε δύο μέτρα απόσταση από τον μπροστινό μας και αν τύχει να είμαστε ο δέκατος σε μια ουρά εννέα ανθρώπων (όσο επιτρέπουν οι περιορισμοί) θα κάνουμε την σχετική φασαρία γιατί «κάναμε τόσο δρόμο».
Τα στερεότυπα είναι αστεία, έλεγε σε ένα Tedx κάποτε η Κατερίνα Βρανά, γιατί περιέχουν δόσεις αλήθειας: οι ίδιοι άνθρωποι που κάθε καλοκαίρι κατεβαίνουν στο γκαράζ του πλοίου, περιμένοντας, τουλάχιστον ένα τέταρτο πριν την άφιξη -και μετά γκρινιάζουν για την ζέστη- δύσκολα μπορούν να τηρήσουν τους αυστηρούς όρους του click away εν μέσω καραντίνας. Αυτό το γνωρίζουν και στην κυβέρνηση, που είδαν τη διαφορά ανάμεσα στον Μάρτιο και στο σήμερα. Άρα γιατί το προσπαθούμε;
Η ελπίδα πως, έστω και αργά, οι πολίτες θα συμμορφωθούν είναι ισχυρή. Δεν έφερε όμως αυτή το click away, αλλά η ανάγκη να υπάρξει ένα υποτυπώδες άνοιγμα της οικονομίας, ώστε η ύφεση που αναπόφευκτα θα έρθει να είναι διαχειρίσιμη. Το διακύβευμα είναι τόσο μεγάλο που αξίζει η δοκιμή, παρότι κρύβει μια αντίφαση. Τόσο καιρό, σε κατάσταση lockdown, ο λόγος που τα κρούσματα δεν πέφτουν είναι η κρυφή κινητικότητα –αντί να την αντιμετωπίσουν, ωστόσο, την φέρνουν στην επιφάνεια, της δίνουν μια χροιά νομιμότητας.
Η κυβέρνηση, που σωστά αποφάσισε πως οι απώλειες, όχι μόνο οι πραγματικές, αλλά και οι οικονομικές, πρέπει είναι όσο το δυνατόν λιγότερες, μόνη της υπονομεύει την προσπάθεια. Χαλάει τη νοοτροπία που πάει να χτίσει με το click away.
Τα σχολεία παραμένουν κλειστά μέχρι τις 7 Ιανουαρίου, λες και δεν είναι αρκετά σημαντικό να λειτουργήσουν, έστω και για τις ελάχιστες μέρες που απομένουν μέχρι τα Χριστούγεννα, ώστε να παιδιά όχι μόνο να συνηθίζουν τις μάσκες στον δημόσιο χώρο, αλλά να τους δοθεί έστω μια υπόσχεση κανονικότητας.
Οι εκκλησίες, από την άλλη, ανοίγουν και πάλι. Με πολύ αυστηρούς περιορισμούς, βεβαίως, και μόνο για δύο μέρες. Ανοίγουν, όμως, υπό την ευθύνη της Ιεράς Συνόδου, στην οποία συμμετέχουν ιερείς που ακόμα και σήμερα, μετά την ασθένεια του Ιερώνυμου, αρνούνται να πάρουν στα σοβαρά τον ιό. Και μόνο αυτή η επιλογή μειώνει την αξία της συζήτησης για πιθανή χαλάρωση του απαγορευτικού κυκλοφορίας για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά –δεν εκλαμβάνεται πια ως παραχώρηση, αλλά ως δικαίωμα.
Πάμε στα Χριστούγεννα με την ελπίδα πως το νέο έτος θα φέρει το εμβόλιο και την σταδιακή επιστροφή σε μια ζωή που μοιάζει περισσότερο με την προηγούμενη. Αν είναι όμως, τους λίγους μήνες που απομένουν μέχρι τους πρώτους εμβολιασμούς να πατήσουμε το κουμπί της αυτοκαταστροφής, η προσπάθεια έχει πάει τσάμπα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News