Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη έχει βυθίσει τη χώρα στη θλίψη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν αισθάνεται βαρύς αυτές τις μέρες, εκτός αν είναι εντελώς αναίσθητος. Αν και ακόμα κι αυτός, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ίσως μπορεί να συναισθανθεί το κακό γιατί, απλούστατα, θα μπορούσε να είχε βρει και τον ίδιο. Αυτή η συνειδητοποίηση μας έχει ενώσει, είναι ο κοινός παρονομαστής στο πένθος, από όποια θέση κι αν το βιώνουμε.
Είναι λογικό ότι ένα τέτοιο συμβάν θα απασχολήσει τα μέσα ενημέρωσης. Είναι αναμενόμενο ότι τα προγράμματα θα αλλάξουν, θα μπουν στην τροχιά των ειδήσεων που αφορούν το δυστύχημα, τις ρίζες του κακού που το προκάλεσαν, τις ολέθριες συνέπειές του. Δεν ξέρω, όμως, πόσο λογικό είναι να περιστρέφονται ολοκληρωτικά γύρω απ’ αυτό επί τόσες μέρες. Και το βασικότερο, να βγάζουν ξύγκι από τον πόνο, εκείνον που αναβλύζει μέσα από την πληγή και είναι νωπός και ζεματιστός ακόμα.
Πλάνα σε λούπα με μανάδες που βγάζουν κραυγές απελπισίας έξω από το νοσοκομείο της Λάρισας, μανάδες που περπατούν σαν σκιές έχοντας μόλις μάθει ότι στο νεκροτομείο βρίσκεται η σορός του παιδιού τους. Συνεχείς τηλεφωνικές συνδέσεις με ανθρώπους που έχουν αγνοούμενους συγγενείς, ανθρώπους που έχασαν συντρόφους και συναδέλφους.
Οι συνομιλίες μαζί τους είναι θλιβερά κοινότοπες, ανούσιες. «Πώς νιώθετε;», «το έχετε συνειδητοποιήσει;», «πώς είναι η σύζυγος;», ακούω τον παρουσιαστή να ρωτάει έναν πατέρα που ο γιος του αγνοείται και που ξέρει, βαθιά μέσα του, ότι θα παραλάβει μέλη του σ’ ένα φέρετρο. Σοβαρά τώρα;
Ρεπορτάζ ξανά και ξανά από τα σημεία της τραγωδίας. Εκείνης που συνέβη κι εκείνης που συμβαίνει στα σπίτια όσων θρηνούν τους πεθαμένους τους. Οι ρεπόρτερ λένε και ξαναλένε τα ίδια πράγματα. Επαναλαμβάνουν οι παρουσιαστές. Και πάμε πάλι απ’ την αρχή. Εκτακτη ενημέρωση 24ώρου, που αναμασά τα ίδια. Τα επαναλαμβάνει με άλλα λόγια και βάζει τελεία μόνο για διαφημίσεις.
Οι κάμερες ζουμάρουν στα κλαμένα πρόσωπα, τα μικρόφωνα εκλιπαρούν για έναν λυγμό, μια φράση που θα λιώσει τις καρδιές των θεατών όταν την ακούσουν ή τις διαβάσουν σε μια λεζάντα. Το σάουντρακ λυπητερό, η ατμόσφαιρα αβάσταχτη. Παρουσιαστές και πάνελ σκύβουν κεφάλια, βάζουν τα κλάματα, φεύγουν από το πλατό. Αλλά το καρέ της μάνας που βγάζει κραυγές απελπισίας δεν βγαίνει από το πλάνο ποτέ.
Οι ιστορίες των θυμάτων, οι μικρές, καθημερινές αποφάσεις που πήραν και που έγιναν θανάσιμες, μικρά διηγήματα τραγικής ειρωνείας με πομπώδεις τίτλους: «Πήγε στο κυλικείο να πάρει νερό και δεν γύρισε». «Πήγε στο κυλικείο να βάλει στην πρίζα το κινητό του». « Αφησε πίσω ένα μικρό παιδί». «Ηταν στο πρώτο βαγόνι με το μικρό του παιδί».
Η δυστυχία στη σκηνή, σε μια πράξη που παίζει ασταμάτητα. Και που το νιώθεις, το καταλαβαίνεις, από κάποιο σημείο και μετά είσαι σίγουρος ότι παίζει για να κόψει εισιτήρια. Σχεδόν τους ακούς να το λένε: Μπες στην αίθουσα να δεις, να κλάψεις με μαύρο δάκρυ, να πλαντάξεις. Να νιώσεις τον πόνο να σε διαπερνάει, να μουδιάσεις από τη συνεχόμενη ροή που έχουμε φτιάξει, να διαλυθείς.
Η ενημέρωσή σου περνάει αναγκαστικά μέσα απ’ αυτήν την αίθουσα του δράματος που παίζεται σε λούπα. Η άλλη επιλογή, είναι να τα κλείσεις όλα. Είναι η μόνη λύση για να βρεις μια ανακούφιση, να δαμάσεις τη θλίψη που έτσι κι αλλιώς νιώθεις σαν πολίτης αυτής της χώρας και των μοιραίων λαθών της.
ΥΓ. Ο πόνος πουλάει, δεν είναι κάτι άγνωστο. Αλλά είναι πάντα εντυπωσιακό να συνειδητοποιείς πόσο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News