Υποτιμήθηκε η κρίση του πληθωρισμού στην Ελλάδα και διεθνώς; Προφανώς. Αρκεί να ρωτήσει κανείς το επιτελείο της Κάμαλα Χάρις. Της αντιπροέδρου μιας κυβέρνησης (του προέδρου Μπάιντεν στις ΗΠΑ) που πέτυχε την πιο εντυπωσιακή ανάκαμψη παγκοσμίως μετά την πανδημία.
Συνέβη το ίδιο και στην Ελλάδα που έχει ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης; Απολύτως. Παρότι δεν υπάρχει «αγανακτησιόµετρο», για να μετρηθεί ποιος ενοχλήθηκε περισσότερο —ο Αμερικανός ή ο Ελληνας χαμηλά αμειβόμενος— όταν άκουγε αριθμούς την ώρα που η ακρίβεια τον έκανε φτωχότερο, και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε οργή. Η οποία υποτιμήθηκε.
Η εικόνα στη χώρα μας αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο κλίμα και στις απαντήσεις που δίνουν οι πολίτες στις δημοσκοπήσεις. Ομως η Ελλάδα δεν είναι Αμερική (κάθε περαιτέρω σύγκριση ανήκει στη σφαίρα του σουρεαλισμού) και οι Αμερικανοί μη προνομιούχοι δεν έχουν ζήσει όσα έζησαν οι Ελληνες την περασμένη δεκαετία.
Παρότι ουδείς λογικός άνθρωπος αμφιβάλλει ότι πολλά έχουν αλλάξει σε ό,τι αφορά την εικόνα της ελληνικής οικονομίας προς τα έξω (αρκούν η επενδυτική βαθμίδα και η καλή πορεία των ομολόγων) ή ότι η ανεργία έχει μειωθεί σημαντικά, δόθηκαν για πρώτη φορά αυξήσεις σε μισθούς και μειώθηκαν πολλοί φόροι, το πρόβλημα παραμένει. Στη χώρα μας η πίεση που υφίστανται αυτή τη στιγμή τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά είναι ασφυκτική για τα ίδια αλλά και μια πολύ σοβαρή παράμετρος για την κοινωνική συνοχή.
Ο Κώστας Καλλίτσης παρέθεσε στην «Καθημερινή» ενδιαφέροντα στοιχεία: Στην Ελλάδα, το 2009 «το μέσο ετήσιο εισόδημα από μισθωτή εργασία ήταν 21.191 ευρώ, αντιστοιχούσε στο 80% του μέσου όρου της Ε.Ε. (26.384 ευρώ). Πέρυσι, ήταν 17.813 ευρώ, 16% κάτω από το 2009, και αντιστοιχούσε στο 47%, περίπου, του μέσου ευρωπαϊκού όρου».
Στη δυσφορία προστίθεται το γεγονός ότι οι πολίτες στην Ελλάδα, παρότι λαμβάνουν το ήμισυ του μισθού ενός Βορειοευρωπαίου (πχ. ενός οδηγού λεωφορείου) πληρώνουν ακριβότερα τα ίδια προϊόντα στο σούπερ μάρκετ. Επί της ουσίας πληρώνουν τα διπλά η και πάνω από τα διπλά (με όρους αγοραστικής δύναμης) για κάθετι που πωλείται στην αγορά: από μια ντομάτα έως ένα αυτοκίνητο (που το 2020 κόστιζε στην Ελλάδα 20.000 ευρώ και το 2024 —το ίδιο αυτοκίνητο— κοστίζει 30.000 λόγω διεθνούς πληθωρισμού).
Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί Ελληνες που βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται σταθερά επί δεκαπέντε έτη, από το 2019 μέχρι και σήμερα (τα τελευταία χρόνια λόγω πληθωρισμού που εξουδετερώνει τις αυξήσεις). Επομένως, παρότι το περιβάλλον έχει αλλάξει άρδην (πολιτική σταθερότητα, κοινωνική ηρεμία, ανάπτυξη), τίθεται το ερώτημα αν υπάρχουν σήμερα Ελληνες μετά από τέσσερα έτη πληθωρισμού που αισθάνονται ότι δεν έχουν βγει από τα μνημόνια. Κάτι τέτοιο ακούγεται τρελό και εντελώς παράλογο.
Κι όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί και δεν είναι τόσο αδιανόητο για ένα τμήμα της κοινωνίας όσο πιστεύουν ορισμένοι. Για τέσσερις τουλάχιστον λόγους:
—Πρώτον, οι φτωχότεροι Ελληνες (ή οι φτωχοποιημένοι της μεσαίας τάξης) που πλήττονται σήμερα από την ακρίβεια κουβαλούν στην πλάτη τους την κόπωση της περασμένης δεκαετίας, όταν έβγαλαν το φίδι από την τρύπα πληρώνοντας τα μέτρα των μνημονίων.
—Βλέπουν ένα 30% των πολιτών να περνάει καλά: γεμίζει τις ταβέρνες και τους χειμερινούς προορισμούς τα Σαββατοκύριακα και κυκλοφορεί με πολυτελή SUV.
—Τα λαϊκά στρώματα που στηρίχθηκαν με επιδόματα την περίοδο της πανδημίας έχουν επιστρέψει πλέον σε καθεστώς πίεσης λόγω των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ που δεν επιτρέπουν και στην Ελλάδα την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Οταν η ανάσα είναι μικρή και δεν δημιουργεί προοπτική οι πολίτες είναι λογικό να δυσφορούν.
—Ο μέσος πολίτης δεν κρίνει με βάση τους αριθμούς και το ευρύτερο περιβάλλον. Κρίνει με βάση την τσέπη του και τις αντοχές του ίδιου και της οικογένειάς του.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς στις διπλές εκλογές του 2023 και στις Ευρωεκλογές του 2024 είναι ένα καμπανάκι ότι κάτι συμβαίνει.
Πού καταλήγουμε; Ενα στέρεο συμπέρασμα είναι πως όσα συνέβησαν την δεκαετία 2010-19 δεν ήταν απλά μια οικονομική κρίση, ήταν μια εθνική ήττα. Ετσι βρέθηκε το εισόδημα των Ελλήνων, των πολιτών μιας χώρας που μπήκε στην ενωμένη Ευρώπη το 1981 (πριν την Ισπανία και την Πορτογαλία — 1986) κάτω από εκείνο των πολιτών που ζούσαν σε κομμουνιστικά καθεστώτα και χώρες που μπήκαν στην ΕΕ δύο δεκαετίες και πλέον μετά από εμάς. Αυτό δεν χωνεύεται εύκολα και σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδα ίσως να απαιτηθούν ακόμη και δεκαετίες σύγκλισης για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος.
Φτάνουμε έτσι στο κρίσιμο ερώτημα. Πώς μπορούν να στηριχθούν σήμερα οι φτωχότεροι πολίτες που βιώνουν επί τέσσερα έτη ένα εξοργιστικό κύμα πληθωρισμού; Αυτονοήτως, η στήριξή τους είναι το βασικό ζήτημα της πολιτικής αντιπαράθεσης και η οικονομική τους θέση θα είναι το βασικό διακύβευμα των επόμενων εκλογών. Μπορεί να υπάρξει αναδιανομή μέσω της μείωσης φόρων που θα τους ανακουφίζει επαρκώς;
Η απάντηση είναι όχι χωρίς να πέσει έξω ο προϋπολογισμός και να βρεθεί η χώρα στο επίκεντρο μιας νέας κρίσης. Ιδίως σε μια εποχή που οι διεθνείς συνθήκες (Τραμπ, πόλεμοι κλπ.) μπορούν να προκαλέσουν αναταραχή που θα οδηγήσει τις αγορές στην αναζήτηση του αδύναμου κρίκου (το 2009 οι αγορές βρήκαν την Ελλάδα μετά την κρίση των subprime δανείων στις ΗΠΑ το 2008).
Σήμερα η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες που απασχολούν τις αγορές. Την Τρίτη πήρε το πράσινο φως της Κομισιόν για το Μεσοπρόθεσμο την ώρα που άλλες χώρες, όπως Γερμανία και η Ολλανδία δέχονταν παρατηρήσεις. Είναι όμως υποχρεωμένη να πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα «μέχρι να σβήσει ο ήλιος» και να μην αυξάνει το χρέος της που είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ (159% του ΑΕΠ, παρότι σημαντικά χαμηλότερο χάρη και στον πληθωρισμό από το τρομακτικό 207% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020). Πιο απλά, η Ελλάδα δεν μπορεί να δανειστεί για να στηρίξει όσους πλήττονται από τον πληθωρισμό.
Τι μένει; Πάλι μόνον η υπομονή; Μένουν οι επιμέρους μειώσεις φόρων και οι επιμέρους κινήσεις αναδιανομής και όπως η έκτακτη φορολογία σε επιχειρήσεις (το είδαμε δύο φορές στην ενέργεια) και ίσως, υπό προϋποθέσεις, σε άλλους κλάδους όπως ο τραπεζικός ή τα σούπερ-μάρκετ (εκεί περισσότερο για συμβολικούς λόγους καθώς η στάση κάποιων γίνεται κοινωνικά προκλητική). Μένει ακόμη η ελπίδα ότι η ανάπτυξη και η δυναμική της οικονομίας θα διατηρηθεί, ότι η ανεργία θα συνεχίσει να μειώνεται και οι μισθοί θα συνεχίσουν να αυξάνονται αναπληρώνοντας τις απώλειες όσο υποχωρεί ο πληθωρισμός και ότι οι πόροι από τα ευρωπαϊκό ταμεία θα έχουν μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα από ό,τι μέχρι σήμερα.
Τι από τα δύο είναι αλήθεια πιο εξοργιστικό; Οσοι ισχυρίζονται με αμεριμνησία ότι η οικονομία με βάση τους δείκτες πάει καλά χωρίς να εστιάζουν στην καθημερινότητα της ακρίβειας ή όσοι τάζουν και πάλι παροχές και μειώσεις φόρων με λεφτά που δεν υπάρχουν; Και τα δύο, θα έλεγε κανείς.
Σε κάθε περίπτωση, αν οι παρεμβάσεις περάσουν τη γραμμή που ρίχνει έξω τον προϋπολογισμό, αυτό θα ήταν ό,τι πιο αντιλαϊκό και κυνικό μπορεί να συμβεί -ιδίως αν πλασαριστεί ως ευαισθησία απέναντι στους αδύναμους. Επομένως η μόνη λύση είναι ένα μίνιμουμ συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης πάνω σε μια λογική βάση αντιμετώπισης της νέας κρίσης (του τετραετούς πληθωρισμού, που είναι υπαρκτή και σοβαρή) την οποία απέτυχε να επιδείξει το πολιτικό σύστημα την «μαύρη» δεκαετία: αρχικά με το αντι-μνημόνιο Σαμαρά και στην συνέχεια με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News