Η «παρέμβαση» του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου για το θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, για τις οποίες χρεώνει την πολιτική ευθύνη προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, επιβεβαιώνει ότι οι διαχωριστικές γραμμές που δημιουργήθηκαν την περίοδο της κρίσης παραμένουν υπαρκτές σήμερα, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και τις αλλαγές που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου.
Ο κ. Παυλόπουλος υπήρξε εμβληματικό πρόσωπο εκείνης της περιόδου. Συνδέθηκε ως υπουργός της ΝΔ με την πρόσληψη εκατοντάδων χιλιάδων συμβασιούχων στο Δημόσιο, δήλωσε ότι θα αποχωρούσε από την πολιτική μετά τη βαριά ήττα του Κώστα Καραμανλή στις εκλογές του 2009 και λίγα χρόνια αργότερα έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, προτεινόμενος από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογή του, μάλιστα, έγινε αμέσως μετά την πρόωρη πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, λόγω αδυναμίας εκλογής ΠτΔ. Υπήρξε, δηλαδή, σε πολιτικό επίπεδο, προϊόν της εργαλειοποίησης του θεσμού από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, με τη σύμπραξη και της Χρυσής Αυγής και βεβαίως ενός μέρους της αλήστου ΔΗΜΑΡ για την ανατροπή της τότε κυβέρνησης, με βασικό πολιτικό επιχείρημα τη δήθεν έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Μερικούς μήνες αργότερα, ο κ. Παυλόπουλος, κορυφαίος νομικός κατά τα άλλα, αποδέχτηκε ως ΠτΔ το δημοψήφισμα που πρότεινε ο Αλέξης Τσίπρας για δημοσιονομικό θέμα, γεγονός που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί νομικές και πολιτικές αντιδράσεις.
Αν και προερχόμενος από την Κεντροδεξιά, λοιπόν, ο κ. Παυλόπουλος συνδέθηκε πολιτικά με το μόρφωμα των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια ένας εκ των βασικών στόχων του «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, το οποίο τον ταύτιζε με τη λεγόμενη «τρίτη συνιστώσα» της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, παραπέμποντας σε ένα κομμάτι της ΝΔ.
Η σχέση του κ. Παυλόπουλου με τον κ. Μητσοτάκη υπήρξε εξ αρχής προβληματική. Ο σημερινός Πρωθυπουργός, ως βουλευτής της ΝΔ δεν τον ψήφισε για ΠτΔ, πηγαίνοντας κόντρα στο κόμμα του, λόγω της διαφωνίας του με την πολιτική των αλόγιστων προσλήψεων συμβασιούχων επί υπουργίας Παυλόπουλου. Εν συνεχεία, ως αρχηγός του «αντί – ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου που κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να μην προτείνει την ανανέωση της θητείας του κ. Παυλόπουλου ως ΠτΔ. Πρότεινε την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία έγινε η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ ο κ. Παυλόπουλος έγινε ο πρώτος ΠτΔ τα τελευταία 20 χρόνια που δεν κάνει δεύτερη προεδρική θητεία.
Όλα αυτά εξηγούν σε ένα βαθμό την προσωπική πικρία του πρώην ΠτΔ έναντι του σημερινού Πρωθυπουργού. Θα ήταν όμως λανθασμένη και άδικη προσέγγιση να δει κανείς μέσα από αυτό το πρίσμα της προσωπικής πικρίας την παρέμβαση Παυλόπουλου για το θέμα των παρακολουθήσεων. Η παρέμβαση είναι βαθιά πολιτική. Και μόνο το γεγονός ότι από τότε που έφυγε από την προεδρία αυτή είναι η πρώτη του καθαρά πολιτική τοποθέτηση, λέει πολλά. Για τον κ. Παυλόπουλο η πολιτική ευθύνη των υποκλοπών ανήκει προσωπικά στον Πρωθυπουργό. Αυτό λέει και ο Αλέξης Τσίπρας, προσθέτοντας ότι ο Πρωθυπουργός πρέπει να παραιτηθεί. Για άλλη μια φορά είναι στην ίδια πλευρά.
Εύλογη απορία: αφού ο κ. Παυλόπουλος θεώρησε ότι πρέπει να παρέμβει σε αυτό το μείζον θεσμικό ζήτημα και όντας ο ίδιος κορυφαίος νομικός, θα περίμενε εύλογα κανείς ότι θα τοποθετείτο και για το θέμα της νομιμότητας των παρακολουθήσεων. Δεν το έκανε! Θα ήταν πράγματι ενδιαφέρον να μάθουμε αν συντάσσεται με τον Ευάγγελο Βενιζέλο στην ερμηνεία του βουλευτικού απορρήτου του άρθρου 61 παρ. 3 του Συντάγματος. Αλλά ίσως δεν το μάθουμε ποτέ, γιατί το να συμφωνήσουν ο Παυλόπουλος με τον Βενιζέλο σε ένα αυστηρά νομικό θέμα ίσως είναι αναμενόμενο, αλλά το να συμφωνήσουν σε ένα πολιτικό θέμα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Τους χωρίζει η διαχωριστική γραμμή που καθόρισε την πολιτική τους στάση και τις επιλογές τους τα προηγούμενα χρόνια. Ακόμη κι αν σήμερα ασκούν και οι δυο σφοδρή κριτική στον Πρωθυπουργό για τους χειρισμούς του στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, έχουν διαφορετική αφετηρία, εντελώς διαφορετικά κίνητρα και φυσικά και διαφορετική πολιτική στόχευση!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News